Ρήμα μεταβατικό.

Παραδόξως, αν και προερχόμενο από το λατινογενές arrivare, φτάνω, στα ελληνικά έχει σλανγκιστεί ως διώχνω, εκπαραθυρώνω. Και δη βίαια, χωρίς ελπίδα επιστροφής και εξηλέωσης. Άιντε, και στα δικά μας.

Συνδέεται χαλαρά με το αυτοκτονώ κάποιον λόγω της μεταβατοποίησης (γουώου) αμετάβατου ρήματος, αλλά εδωπέρα έχουμε μια πιο ακραία αλλαγή του νοήματος. Στο αυτοκτονώ η ενέργεια παραμένει κατά βάσιν η ίδια, ενώ εδώ αντιστρέφεται, και αδυνατώ να καταλάβω πώς μπορεί να προέκυψε, εφ' όσον το ίδιο ρήμα, εξελληνισμένο, στην αμετάβατη μορφή του απαντά και με την κανονική σημασία.

Έχω την εντύπωση, ας μιλήσει και το φιλοσλάγκον κοινό, ότι παίζει ούτως καί στην αμετάβατη μορφή του, δηλαδής αριβάρω ίζολ φεύγω. Σε αυτήν την περίπτωση, αν δεν το λέω μόνο εγώ δηλαδή, δίνεται μια κάποια εξήγηση.

Συνώνυμα: σουτάρω, την κάνω.

  1. - Άλλαξε πάλι προπονητή ο γαύρος;
    - Σιγά μην τον χάριζε ο σόκρατες, στο δίμηνο τον αριβάρησε...

  2. - Ωπ, άργησα! Αριβάρω παίδες και τα μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο απ' το πακέτο, το έτοιμο, σε αντιδιαστολή με το στριφτό.

- Έχεις κάνα βιομηχανικό να κάνω και βαριέμαι να στρίβω;

Got a better definition? Add it!

Published

Έπεται του ά ή του ά(ι)ντε (και), αλλά όχι του σάλτσα και αποτελεί κλασσικό συμπλήρωμα του πολυαγαπημένου και πολυφορεμένου, αλλά πάντοτε στη μόδα, μπινελικίου.

Άμα ήμουνα κάνας τζώνυς (ένα μπουκάλι τζώνυυυυυυυυυυυυυ / τη μοναξιά σκοτώνειιιιιιιιιιιιι / και γίνεσαι καλάααα / σε μερικά λεπτάαααα) θα άρχιζα τις ιστορίες για τον homo videns, τον homo sexual, τον κατακερματισμό της πραγματικότητας, τα θρύψαλα της οποίας είναι αδύνατον να ανασυντεθούν σε ένα ενιαίο όλον, και άλλα τέτοια, αλλά δεν θα πω ούτε λέξη.

Θα πω απλά ότι είναι κάτι σαν το άντε γαμήσου μαζί με το χάσου από τα μάτια μου, όχι απλώς άντε και γαμήσου, αλλά δεν θέλω να σε βλέπω.

Για κάποιο λόγο στους μη λευκαδίτες προκαλεί γέλιο, ίσως γιατί ο καθαρά οπτικός πολιτισμός αυτού του νησιού δεν έχει κερδίσει ακόμα την ενδοχώρα.

Γλιτώσατε την παραπομπή στο κάνε γιατί δεν παίζει κάτι ιδιαίτερο με την προφορά της φράσης.

- Τσιγαράκι κερνάς;
- Άντε γαμήσου παραπέρα ρε σίχαμα τρακαδόρε.

Τράβα ν\' αγαπηθείς! (από HODJAS, 03/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση φορσέ σε σεξιστικό παραλήρημα ερωτικώς απογοητευθέντος αρσενικού που καταλήγει σε λέξεις τύπου καργιόλες, ψώλες, χανιώλες και άλλα ομοιοκαταληκτούντα.

Η απόκριση πρέπει να είναι άμεσος και στακάτη, ειδεμή διακυβεύεται η ανδρική φιλία, ίσως δε και το μέλλον του σεξουαλικού προσανατολισμού του κλαψομουνιάζοντος.

Έχει γίνει επαρκής, νομίζω, ανάλυση στο σάιτ για το μουνί και τις επιπτώσεις του στην παγκόσμια οικονομία, τις επιστήμες και τη μαγειρική, οπότε θα επικεντρωθώ στην φυσική υψηλών ενεργειών.

Η αντίληψη ότι όλες οι γυναίκες είναι καργιόλες/ψώλες ή ό,τι αποδίδεται στον Θωμά τον Ακινάτη, νά τη πετιέται, και έκτοτε έχει ριζώσει στην λαϊκή τέχνη, στα εκκοκκιστήρια, στα θερινά τα σινεμά, με αποτέλεσμα την τυποποίηση του ως άνω διαλόγου.

- Με παράτησε η σκρόφα για το φραγκάτο το φλώρο με τη μερκεντέ και τα λεφτά του μπαμπά. Μπουχουχού... Καργιόλες!
- Όλες.
- Ψώλες.
- Ε, δεν θα το κάνουμε κι άθλημα, έτσι κι αλλιώς τρίμπαζο του κερατά ήτανε, όλοι σε δουλεύανε.
- Καλά λες. Τον γαύρο τι να τον παίξω;
- Βάζελο.

Κάπου στα 2,5 λεπτά αρχίζει αλλά το τραγούδι είναι απλά απίστευτο οπότε αξίζει να το ακούσετε όλο. (από knasos, 05/02/10)Όλοι (από Khan, 11/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχεδόν από και κλειστικά σε παρελθοντικούς χρόνους και μόνο στη Λευκάδα, δεικνύει άνδρα που τό 'χει χάσει, που δεν στέκει και καλά. Ενδέχεται να συνοδεύεται από το πέρα.

Αυτό το τελευταίο (που δεν έχει πιάσει νιού γιορκ τάιμς στα χέρια του) υποδεικνύει ότι η εξήγηση είναι ότι ο τύπος έχει σαλπάρει γι αλλού και το κόβω είναι όπως στο «κόβω λάσπη», ρήμα κίνησης σημαντικό, και όχι όπως στο κόβω άλυσο.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

  1. - Ρε, το μάτ' τ' Μάκ' π' γυαλjίζ' τό-ειδες;
    - Τώρα το πήρες χαμπάρ' μωρε; Αυτός έχ' κόψ' πέρα...
    - Μπά γαμώ τον άη Γεράσ'μο...κι ήτανε καλό παιδί.

  2. (στη θέα κάποιου που κάνει ό,τι νά 'ναι)
    - Πάει αυτό, έκοψε.
    ή - Α, είναι κομμένο μπίτ' αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεράστιος Βασίλης Καρράς, παραπέμπει και ολίγον στον Τζιμ Κάρεϋ. Αστικός μύθος για την πάρτη του ότι όταν τραγούδαγε κάπου έξω απ' τη Σαλλλλονίκη, νομίζω, δεν πήγαινε και πολύ καλά το μαγαζί και ο μπος αποφασίζει να τον διώξει. Τελευταίο βράδυ ο Μπιλ Κάρεϋ πηγαίνει με το πλάι κι όσο πάει, δεν κατεβαίνει απ' την πίστα, και για να κλείσει το μαγαζί ο αφεντικός κατεβάζει το γενικό. Και ο Μπιλ Κάρεϋ λέει στον κόσμο κάτι σαν «Ευχαριστούμε που ήσασταν μαζί μας στην τελευταία βραδιά του σχήματος, κερασμένα όλα απ' το μαγαζί».

Άλλα αντίστοιχα φιλολογικά ψευδώνυμα είναι το Σταγό, για τον Σταμάτη Γονίδη, το Μαζώ για το Μαζωνάκη, Ζαμέ ο Ζαφείρης Μελάς (θξ χότζα) και βέβαια ο Λεπάς, ο Λευτέρης Πανταζής.

Βλέπε και το και συ λάμπεις, Μπάμπη.

- Γύρισέεεεεεεε!! (μεσολαβεί χτικιό, άσθμα, ψόφος) Γύρισέεεεεεεεε!! Γεια σου ρε Μπιλ Κάρευ αθάνατε!! Όλα τα πανέρια για την πάρτη σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρ' ότι η μετοχή είναι παθητική, η λέξις δηλώνει άτομο που έχει ψάξει, και όχι άτομο το οποίο έχουν ψάξει, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Προέρχεται από την ρηματική μορφή της φράσης «την έχει ψάξει» ή πιο απλά «τό 'χει ψάξει το ζήτημα», ή «την ψάχνει με τη γυμναστική». Μοιραία, το υπόλοιπον του πληθυσμού ζηλεύει γιατί δεν μπορεί να το κάνει και όταν προσπαθεί διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει με τ' αρχίδια στα μάτια.

Ψαγμένος, λοιπόν, είναι αυτός που ξέρει τα σωστά μέρη, τις σωστές μουσικές, το σωστό φαγητό, τις σωστές ταινίες, βιβλία, από τέχνες, κάτι απ' όλ' αυτά ή και όλα μαζί σε ένα πολύ κομψό και πρακτικό βαλιντζάκι. Δεν πίνει ξίδια, πίνει καλά ποτά. Δεν σαβουριάζει, τρώει καλό φαγητό. Αν του πεις ουγκχ δεν θα καταλάβει την αναφορά στον καλλιτέχνη, αλλά ξέρει την ταινία Изгнание και τον σκηνοθέτη της με τα ονόματά τους (πόσο ωραία τα λέω για τον εαυτό μου). Αγνοεί τον Εντικά, αλλά θα σου μιλάει ώρες για τον Πικάσο. Είχε περάσει περίοδο κατά την οποία θεωρούσε τον Κολτρέην ξεπερασμένο και άκουγε σχήματα τύπου Kilimanjaro Darkjazz Ensemble, αλλά όταν τον ξαναβρήκε ανακάλυψε νέο βάθος στο ωμό, αλλά συναισθηματικό του παίξιμο.
Τα στανταράκια τον αφήνουν αδιάφορο, όταν αυτός τα μάθαινε εμείς οι υπόλοιποι ανακαλύπταμε το βυζί της μάνας μας, αλλά ο σωστός ψαγμένος σκορπίζει απλόχερα την γνώση που με κόπο κατάκτησε και για τούτο έχει το σέβας των ερασιτεχνών (με την έννοια του ετύμου της λέξης) και όχι τον φθόνο ή το «ξεσκότα μας το μπούτσο μωρή ψωνάρα». Κατ' αυτήν την έννοια διακρίνεται ο ψαγμένος από τον σεβαστό αθλητή του νέημ ντρόπινγκ και της ημιμάθειας (βλ. σχόλια εδώ), όπου δεν παρατηρείται αγάπη προς κάποιο αντικείμενο, αλλά εργαλειοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας.

Καθείς είναι ψαγμένος στο αντικείμενό του, μπορεί εύκολα κάποιος να είναι συνολικά ξυλοκόπος, αλλά οι γνώσεις του σε ένα πεδίο να αγγίζουν την τελειότητα και το βάθος το απύθμενο στην διείσδυση και την κατανόηση, αλλά και την συνολική αντίληψη του αντικειμένου.

Αφιέρωσις: κχαν, που του τό 'κλεψα σχεδόν.

- Πολύ ψαγμένος ο Τάκης με τη μουσική, ε;
- Ποιος ρε, ο πρωτοδισκάκιας; Έναν πούτσο είναι, μην ψαρώνεις. Αν μιλήσεις μισή ώρα μαζί του, θα αρχίσει να ξεφουρνίζει τις μαλακίες τη μία πίσω απ' την άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, μπουρί λέγεται και μηχάνημα (αυτοκίνητο, μηχανή, πισί) που δεν πάει πόντο, που είναι άχρηστο και υπάρχει για να σπάει αρχίδια.

  1. Πέτα το το μπουρί, μωρέ, ακόμα το 486 παλεύεις;

  2. - Λοιπόν, μάστορα, θέλω να μου το κάνεις το λάντα μου να πετάει, να πατάει ό,τι κινείται. Ξέρεις, φίλτρα, εξατμίσεις, προγράμματα, της παναγιάς τα ράμματα.
    - Οκέυ.
    - Πότε να περάσω;
    - Το απογευματάκι θα τό 'χω έτοιμο.
    - Με δουλεύεις;
    - Εγώ άρχισα; Άε παρ' το μπουρί σου και φύγε λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (ακόμα;) στη λευκάδα. Προφέρεται με το νι ένρινο και με διαλυτικά πάνω απ' το ταυ, και έχω την πεποίθηση ότι ξεκίνησε απ' τον χώρο της παπιοπεριπέτειας. Το παπί σου δεν πάει πόντο, και συνεκδοχικά εσύ δεν πας πόντο σημαίνει ότι είναι για τα μπάζα, ότι αν σε πάω κόντρα θα προσκυνήσεις, ότι το μηχανάκι σου δεν κουνιέται ρούπι.

Κατόπιν γενικεύτηκε η χρήση και καλύπτει όλες τις πλευρές τις καθημερινότητας και πέφτει όπου υπάρχει κάτι που δεν τό 'χει.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

  1. - Άν'ξέ το λjίγο το γαμ'μένο, μωρέ. Τό'εις μπουκώσ' και δε μπάει πόντο.

  2. - Θέλ' φορμάτ το μπ'ρί ρε πούστ', τά 'χ' φάει και δε μπάει πόντο.

  3. - Ωπ το γκομενάκ'!
    - Δε μπάει πόντο αυτή μωρέ. Τ'νjείχα δει πέρ'σ' στ'ν αγιάνν' μ' μαγιό και μό 'πεσε το π'λjί στα γόνατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδέχεται να έπεται του τέρμα το διάλειμμα, αλλά παίζει και έξω αριστερά χωρίς περιορισμούς. Όταν, δε, το τέρμα το διάλειμμα παίζει κατενάτσιο, ακούγεται κι αυτό μόνο του. Σούμα, τρέχα γύρευε.

Προέρχεται από κλασσικότατο ανέκδοτο και σηματοδοτεί την λήξη περιόδου ξυσταρχιδιάς και την έναρξη περιόδου εργασίας.

Για την προέλευση δεν είμαι και τίνγκα σίγουρος, θα μπορούσε να προϋπάρχει, αλλά ας μιλήσει το κοινό. Άλλωστε παίζει και σε ρεμπετοειδέστατον άσμα:

[i]Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα,
Πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα.[/i]

Αλλά στην τελική γιατί να μην είναι αντιστοίχως παλιό το ανέκδοτο;

  1. (το ανέκδοτο)
    Τύπος ψοφάει, πάει στην κόλαση, χεσμένος τέζα για τα βασανιστήρια που τον περιμένουν. Τον παραλαμβάνει το τριβόλι, τον ξεναγεί στους διάφορους θαλάμους για να διαλέξει τι τον περιμένει. Εδώ βράσιμο, εκεί ψήσιμο, αλλού μαστίγωμα, πιο κει δεγκζέρωγώτι, προφ ο τύπος δε γουστάρει και πολύ. Όπως συνεχίζουν τον περίπατο βλέπουν έναν σωρό με σκατά, κάτι τύπους θαμμένους μέχρι το λαιμό και να καπνίζουν. Ε, λέει, απ' τ' άλλα, τι να λέμε, εδώ είναι κομπλέ. Και τσιγαράκι έχει, χαλαρά. Τον χώνουνε μέχρι το λαιμό τα διαόλια, του κοτσάρουνε κι έναν άσσο άφιλτρο στο στόμα και με το που παίρνει την πρώτη τζούρα ο τυπάς ακούγεται παράγγελμα μετά σαλπίσματος:
    - Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα.

  2. - Πάνε και φέτος οι διακοπές ρε πστ μου...
    - Τα κεφάλια μέσα τώρα, βαριέμαι προκαταβολικά...

πισσα και πουπουλα... (από Abas, 16/02/10)

Βλέπε και σφίγγουν οι κώλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified