Για τις πιο καθιερωμένες έννοιες, βλέπε τα λεξικά. Χρησιμοποιείται όμως και στην εξής εξαιρετικά συγκεκριμένη περίπτωση.

Σύναξις. Κόσμος πολύς, γκαβλαραίοι αρκετοί, μουνάρα μία. Μουνάρα απίστευτη, σβήνει τις υπόλοιπες γυναίκες. Ψήνεσαι να της την πέσεις. Αλλά αρχίζουν να την απασχολούν τύποι. Αρκετοί τύποι. Και μετά άλλοι λίγοι. Τύποι επάλληλοι. Τύποι που δεν έχουν καμία ελπίδα. Φαίνεται ότι απλά τρώνε τον χρόνο της και ροκανίζουν τις ελπίδες σου. Γιατί όταν καταφέρει ν' ανασάνει, αν πεις να πας καί εσύ, θα είσαι απλά ο δέκατος πέμπτος που της τα 'πρηξε στο ίδιο βράδυ.

Οπότε έχεις μια καλή δικαιολογία που πάλι δεν την έπεσες σε καμία γκόμενα.

Ο λόγος για την παρομοίωση είναι μάλλον μια τραβηγμένη μεταφορά της πιο συμβατικής έννοιας του κηφήνα. Κηφήνες καθ' όσον δεν κάνουν τίποτα, αλλά τριγυρίζουν και τη βασίλισσα.

Διακρίνεται απ' το καταστροφικό ποδόσφαιρο καθ' ότι οι κηφήνες προσπαθούν όντως για την πάρτη τους, αλλά δεν.

Ένιγουέι, το νέτι δεν δίνει τίποτες, είναι κ δύσκολο να το ψάξεις, αλλά είμαι σίγουρος ότι λέγεται.

- Τι είπε χτες στο πάρτυ ρε;
- Ξενέρα, φλωριά και άγιος ο θεός, αλλά ήτανε μία μουνάρα ρε μαλάκα μου, να πηδάει ο μπαμπάς και του παιδιού να μή δίνει.
- Ε, καί; έκανες τίποτα;
- Μπα, όχι.
- Μπράβο ρε, καλά της έκανες.
- Ναι ρε, να μάθει η καργιόλα.
- Ρε, την έχεις σημαδέψει σου λέω. Πάντα θα είσαι αυτός που ποτέ δεν της την έπεσε. Για ψυχοθεραπεία πάει η γκόμενα.
- Σκάσε ρε καραγκιόζη να πούμε, αφού με το που σκάει, αρχίζουν οι κηφήνες. Ένας να μιλάει με το διπλανό της και να της πετάει μια ατάκα κάθε πέντε λεπτά που θυμότανε να πάρει τα μάτια του απ' τα βυζιά της, ένας να της μιλάει για τους Βούδες της Ταϊλάνδης που είναι διαφορετικοί απ' τους Βούδες της Υεμένης, άλλος να της αναλύει τη διαφορά του εκλέρ με τα διαστημικά λεωφορεία, της τα κάνανε μπαλόνια της κοπέλας και την πληρώνουμε εμείς που έχουμε αγνάς προθέσεις.
- Εκεί φαίνεται ο άντρας αγόρι μου. Στα δύσκολα.
- Ποια είναι τα δύσκολα ρε; Οι τσιμπουκοζητιάνες που φορτώνεις εσύ;
- Φίλοι;
- Φιλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχήμα ευγενικής άρνησης σε προσφορά φαγητού, ποτού και τέτοια. Δεν είμαι φίλος ίζολ δεν το συνηθίζω, δε μ'αρέσει.

Χρησιμοποιείται και ως γείωση.

  1. (στο πιο ορίτζιναλ)
    - Γλυκεράκι να κεράσω;
    - Όχι ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος...

  2. - Χικ...ένααα...κόκι τζόνικο να κε'άσω φι'α'άκ';
    - Ευχαριστώ μάστορα, δεν είμαι φίλος.

  3. - Ρε τι θες ρε γαμημένε, να σε γαμήσω;
    - Νά 'σαι καλά, δεν είμαι φίλος.

  4. - Ωπ, παλλικάρι, εδώ είσαι. Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα πενήντα γιούργια. Τι ψυχή έχουνε; Να στανιάρεις να πούμε, να ξεχαρμανιάσεις, να γραδάρεις, να 'ρθείς στα ίσα σου, πώς το λένε.
    - Την είδες τη γριά πού 'χεις μέσα; Ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος.

Μια ζωή παρουσιάστε, σαν εκπαιδευμένος σκύλος - εγώ δε θα πάρω άλλο, φχαριστώ δεν είμαι φίλος (από HODJAS, 14/10/11)-Ποια είναι η γνώμη σας για τα Ημισκού; [...] εντάξει, δεν είμαι και πολύ φίλος του ψαριού.  (από xalikoutis, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θυμάμαι να λέγεται κατά κόρον από τύπους στο ενδιάμεσο μάστορα και καθηγητή πανεπιστημίου, στο πολυτεχνείο πάτρας, τμήμα πολιτικών μηχανικών, στο πανεπιστήμιο ο άγιος ανδρέας βοήθειά σας. Λέγεται και από αντίστοιχους τυπαίους γενικότερα πάντως.

Ορίζουμε, λοιπόν, στα μπετά, την οριακή ποσότητα χάλυβα που πρέπει να μπει στο στοιχείο (δοκάρι, κολώνα, πλάκα mechanics). Νορμάλ, υπάρχουν δύο οριακές ποσότητες, μία με την ελάστιχη επιτρεπτή και μία με την μέγιστη, με πιο σημαντική την πρώτη.

Το «οριακός» στα αγλλικά λέγεται limit, συντομογραφείται «lim», και από κει στο να το διαβάσεις λίμες, ε, δυο δάχτυλα και κάτι.

- (καθηγητής)...το ρό λίμες, από τον κανονισμό είναι (αραδιάζει έναν τύπο από δω μέχρι τ' Αντίρριο). Οπότε, κάνετε υπόθεση, ελέγχετε και διορθώνετε και μπούρου-μπούρου ΓΟΚ, και μάτσου-πίτσου μαλακίες.
(φοιτητές μεταξύ τους)
- Άιντε να περάσεις να πούμε με τις λίμες και τα πεντικιούρ. Πάμε μπόμπολα για βρωμιά και τσίπουρα;
- Έφυγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργεί ως επιφώνημα, και εκφράζει έκπληξη ή απογοήτευση, ή θυμό, ή, ή, ή... Ο τονισμός κατά την εκφορά ποικίλλει και εξαρτάται απ' το νόημα.

Εκτοξεύεται ως απειλή κατά παντός υπευθύνου ή συμπληρώνεται με εξ ίσου ασαφείς διασαφηνίσεις όπως «να γαμήσω κάναν κώλο παιδικόνε» ή ό,τι εμπνευστεί ο μπινελικωτής επιτόπου. Αν και μάλλον η έννοια αλλοιώνεται με τα συμπληρώματα διαστροφής.

Συγγενή και τα μη γαμήσω, α να σε γαμήσω..., να σου γαμήσω, το ουγκχ (σε μη μπινελίκι), αλλά πλήρως άσχετο το ποιον πρέπει να γαμήσω.

  1. (στο ποδήλατο, βλέπει το πορτοκαλί να γίνεται κόκκινο, γαμιέται για να προλάβει να μην τον πατήσουνε και λέει:)
    - Να γαμήσωωωωω....

  2. (στο ποδήλατο, βλέπει το λεωφορείο να πλησιάζει επικίνδυνα και λέει:)
    - Να γαμήσωωωωω....

  3. (ξυπνάει στο φορείο και λέει ζαλισμένος)
    - Πώ να γαμήσω...

  4. - Και για λέγε ρε συ, σου αρέσουν οι Pain of Salvation;
    - Μόνο το one hour by the concrete lake.
    - Ασταδγιάλα ρε πρωτοδισκάκια.
    - Μα αυτός είναι ο δεύτερος...
    - Ού να γαμήσω...

  5. Ανακοινώνονται τα νούμερα του λόττο και έχει πιάσει τα διπλανά:
    - Να γαμήσω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακραία μπίχλα στα λευκαδίτικα, και δη το λιπαρό στρώμα σε επιφάνεια. Πιάνει μότσα, πουχού, το μπαρμπρίζ, αλλά για να πιάζει μότσα το αμπαζούρ πρέπει να είσαι μάστορας.

Ο Μότσαρτ σε αυτά τα συμφραζόμενα είναι το συνθετικό αντίστοιχο (100% λύκρα) του μπιχλάντεν. Ο Αζναβούρ δώρο.

φασόν απ' το μποκίνο:
- Κιο τί 'ν' τούτο!!
- Το μποκίνο μ', Μάκ'.
- Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Μόνζα. (από PUNKELISD, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι φράσεις του παρακάτω καταλόγου έχουν συνδυαστεί στο μυαλό μου με μέση ελληνική μικροαστική οικογένεια (βλ. και την αποτύπωσή τους στο γυαλί Ρετιρέ και Μικρομεσαίοι), πλέον άτομα ηλικίας τουλάστιχον 50-φεύγα, αλλά ίσως να ξεφεύγουν οριακά απ' αυτά τα συμφραζόμενα.

Με τέτοιες εκφράσεις θα περιγράψει κάποιος κάποια στιγμή που διασκέδασε στη ζωή του, ενώ γενικά μιζεριάζει. Τη μοναδική φορά που τον ζάλισε λίγο το αλκοόλ, και ο ίδιος βίωσε ως μεθύσι, αλλά δεν θα μιλήσει για μεθύσι, προτιμώντας φράσεις από αυτές της λίστας και εκφράσεις όπως του παραδείγματος.

Κάποιες άλλες χρησιμοποιούνται για την περιγραφή καθημερινών ευτράπελων καταστάσεων, στις οποίες ειδικεύεται και η στήλη «δεξιό χιούμορ» στο Μετέχνιο.

  • Πήγαμε σε ένα κέντρο διασκέδασης (ή διασκεδάσεως, αλλά κεντράκι για πιο χάρκορ καταστάσεις μικροαστίλας): Πρόκεται για ταβερνοειδή μέρη, αλλά με μεγαλύτερους χώρους, χειρότερη μουσική, σέρβις και φαγητό, πλην όμως με πίστα. Το τελετουργικό επιβάλει φαγητό πρώτα (συνήθως μπριτζόλες (σικ), τηγανιτές πατάτες, σαλάτες, αλλά μάλλον όχι κοκορέτσια, συνοδευόμενα από κοκακόλες και για τους πιο τολμηρούς κρασί). Είναι πιθανόν ο ομιλών να χαίρει ειδικής μεταχείρισης, καθότι ο μαγαζάτορας είναι καλός άνθρωπος και γι αυτό πηγαίνει μόνο σ' αυτόν γιατί οι άλλοι είναι απατεώνες αλλά αυτός βρήκε τον σωστό επιχειρηματία που σέβεται τον πελάτη. Εναλλακτική επιλογή είναι το τοπικό κουτουκάκι, το οποίο είναι ταβερνοειδές επίσης, αλλά χωρίς πίστα, με εξ ίσου κακό φαΐ και κρασί, αλλά έχει μία εσάνς απ' τον παλιό καιρό, που «δεν ήταν έτσι οι άνθρωποι».
  • Πήγαμε σε μια εκδήλωση: λέγεται όταν η μάζωξη στο κεντράκι δεν οργανώνεται κατά μόνας από την παρέα, αλλά από κάποιον εκπολιτιστικό παύλα εξωραϊστικό σύλλογο, η κορυφή των δραστηριοτήτων του οποίου είναι τέτοιου τύπου «εκδηλώσεις».
  • Ήπιαμε (κι) ένα ποτηράκι παραπάνω: Συνήθως κρασί, το οποίο ο ομιλών θα σπεύσει να χαρακτηρίσει ως χωριάτικο, χωρίς φάρμακα, το αγοράζει ο ίδιος (ο μαγαζάτορας), κοκκινέλι. Το παραπάνω σημαίνει ότι άρχισε να ζαλίζεται, πιθανόν στο 2ο ποτήρι, και μετά το γύρισε στην κοκακόλα ή στο νερό, ενδέχεται να του έκαναν και καφέ για να συνέρθει, αν βρίσκονταν σε σπίτι.
  • Ήρθαμε στο κέφι: Η φυσική συνέπεια του «ενός ποτηριού παραπάνω». Τουτέστιν, αν πρόκειται για έξοδο σε κάποιο κέντρο, η πίστα γέμισε και κάποια στιγμή κάποιος χόρεψε και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, ή αν πρόκειται για μάζωξη σε σπίτι, έβαλαν το σιντί απ' το τελευταίο «περιοδικό Πίστα»*. Η περιγραφή διανθίζεται με φράσεις του τύπου «πού να σ' τα λέω», «και το τι έγινε, δεν περιγράφεται».
  • Το ρίξαμε έξω: συνοψίζει όλα τα παραπάνω.
  • Είδα ένα έργο (στην τηλεόραση): η κατ' εξοχήν ασχολία όταν, τον περισσότερο καιρό, δεν βγαίνει απ' το σπίτι. Έργο ίζολ ταινία, και η φράση σημαίνει ότι άνοιξε την τηλεόραση και είδε ό,τι έπαιζε. Σε εξτρήμ καταστάσεις, έχει νοικιάζει ντιβιντί απ' τη γωνία, αλλά μάλλον απίθανο. Εναλλακτική επιλογή διασκέδασης, το Δελφινάριο και ο Σεφερλής.

Βλέπε και ταΐσαμε τις πάπιες στο πάρκο....

Ευχαριστώ και θείο χότζα και τον cavallino απ' το φόρουμ των 4Τ που μου θύμισαν κάποιες απ' αυτές. Επίσης και τον μπρο μου και κάποιους σύσλανγκους που έχουν υπομείνει την καΐλα μου με το θέμα. Βοήθειά σας και μή γίνετε ποτέ έτσι.

*για τον μελετητή πρόκειται για περιοδικό μουσικής, χειρίστου ποιότητος ήτοι σκυλάδικο το οποίο διαφημιζόμενο στην τηλεόραση εντυπώνει την φράση «το περιοδικό πίστα» στο τάργκετ γκρουπ του, που αποτελείται από τέτοιου τύπου άτομα. Δεν θα πει ποτέ κάποιος ότι η Φιλιώ Πυργάκη έδωσε συνέντευξη στο «πίστα», αλλά στο περιοδικό πίστα.

  1. - Τι κάνατε τα χριστούγεννα θείο;
    - Ε, διακοπές, μελομακάρονα, το ρίξαμε και λίγο έξω...

  2. - Πήγαμε χτες σε ένα κεντράκι, που λες, τι να σου λέω. Είχανε και μουσική, όχι ονόματα, αλλά καλοί. Κάνανε κέφι.
    - Περάσατε ωραία δηλαδή.
    - Ναι, ναί. Ήπιαμε κι ένα ποτηράκι παραπάνω, και όταν άρχισε ο χορός, το τί έγινε, δεν περιγράφεται.

  3. - Είδα κι ένα εργάκι παραπάνω χτες στην τηλεόραση, και μετά έβαλα Τριανταφυλλόπουλο και όλη μέρα στη δουλειά κοιμόμουνα.

(από Vrastaman, 28/01/12)(από Khan, 29/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μορφή της λέξης πανκιό, παίζει μόνο στο αρσενικό, απ' ευθείας εξελληνισμός του «πανκ» και ίσως η πιο κλασσική μορφή της λέξης χαρακτηρίζουσα όχι τη μουσική (που αποκαλείται αυτούσια πανκ, πανκ ροκ, ή πανκιές, στο «ακούω πανκιές») αλλά τα άτομα.

Το «πάνκισσα» δεν τό 'χω ακούσει.

- Καλά μωρέ πας καλά; Το πανκιό με τη μοϊκάνα σου καρφώθηκε απ' όλες τις γκόμενες στο μαγαζί; Θα σε βάλει να κόψεις την κοτσίδα αυτή. Πάνκη θα σε κάνει.
- Τι πανκιό και μαλακίες. Άμα τη γαμήσω γώ θ' ακούει τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως προέκταση του εδώ ορισμού, να δώσουμε και μία τυποποιημένη αντίδραση περιλαμβάνουσα αυτήν την λέξη, με παρόμοια σημασία.

Απαντάμε «είσαι μερακλής», λοιπόν, σε τύπο ο οποίος εκφράζει γούστα τα οποία μας φαίνονται τουλάστιχον περίεργα, αποκρουστικά, έως και αποδοκιμαστέα, αλλά υπεκφεύγουμε ευθείας απάντησης και υπονοούμε κάτι στην γκάμα μεταξύ του «περί ορέξεως» και του «πρέπει να σε δέσουν».

Βλέπε και γειώσεις.

  1. - Ωπ! κοίτα ρε συ τη γκόμενα. Ινδή και ωραία, πώς κι έτσι.
    - Εμένα οι Ινδές μ' αρέσουν, φίλε.
    - Είσαι μερακλής.

  2. - Πήγα Ταϊλάνδη για διακοπές, πολύ γαμάτα ρε φίλε. Και γαμώ τις χώρες. Πολιτισμός, κουζίνα, φύση, τα πάντα.
    - Ασ' τ' αυτά. Κάνα αγοράκι γάμησες; Δεν αξίζει να πας Ταϊλάνδη και να μην ρίξεις και έναν.
    - Ε, είσαι μερακλής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρέως στον ιντερνετικό λόγο αλλά και στα συνθήματα σε τοίχους (αν έχει κανένας φωτό πλζ) από κάφτες, επειδή και καλά τα παιδιά που μας ζαλίζουν με την ανωτερώτητα της φυλής δεν ξέρουν να γράφουν την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.

  1. έμα, τοιμεί χρησοί αβγοί, λέμαι.

  2. (από σχόλιο στο φβ)
    Ετσι είναι, αφου η χρησοι αβγυ θεωρεί οτι προκληθηκε γτ δε πηγαινει στο αυτόφορω να τους πει '' να μαι κυριοι, εχω να καταγγειλω κ γω τα δικα μου''
    Αλλα που να παει , θα πρεπει να κατσει 1 μερα μεσα κ το συνδρομο στερησης καραδοκει!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση «έχει καραβάκι».

Όταν μιλάμε για παραλίες που είτε είναι δυσπρόσιτες είτε απρόσιτες από ξηράς, και για τις οποίες κάποιος τοπικός με ένα καραβάκι κάνει δρομολόγια (με πιθανό το ενδεχόμενο να δουλεύει πρακτικά 3 μήνες το χρόνο και να βγάζει τα λεφτά της χρονιάς) από το κοντινότερο χωριό στην παραλία και τανάπαλιν, συνοψίζουμε όλο αυτό στο ελλειπτικό «έχει καραβάκι».

Νταξ, όχι καμιά σλανγκιά τρισδιάστατη, αλλά είναι τυποποιημένο, και με το υποκοριστικό.

Για να πάτε στην (τάδε παραλία) θα πάτε στο (τάδε χωριό) και μετά έχει καραβάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified