Έτσι αποκαλείται το χυδαίο βρίσιμο, κοινώς το μπινελίκι.
Έτσι αποκαλούνται οι λεξικογράφοι του slang.gr, το ετερογενές δηλαδή συνονθύλευμα των καθαρμάτων εκείνων που έχτισαν λημματάκι-λημματάκι το πληρέστερο και εναλλακτικότερο ηλεκτρονικό λεξικό του σύγχρονου Ελληνισμού.
— Περικλή, πού εξαφανίστηκες αγόρι μου; Από το 1976 και κάθε 17 Νοέμβρη ήσουν κάθε χρόνο επικεφαλής στη πορεία του κόμματός μας προς την Αμερικανική Πρεσβεία!
— Συμπάθα με συντρόφισσα, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω καταρρεύσει ολοσχερώς. Το ταράκουλο με την Λίλλιαν με έκανε να αμφισβητήσω τα πάντα. Κλονίστηκε η και πίστη μου στην επανάσταση. Στην αρχή στράφηκα στον Γιανναρά και επισκέφτηκα το Άγιο Όρος. Οι γέροντες όμως μου έκαναν την σούφρα XL και έφυγα κακήν κακώς. Αναζήτησα την αλήθεια στον Γιαλόμ, και αποφάσισα να επουλώσω τα ψυχικά τε και πρωκτικά μου τραύματα στρεφόμενος επιτέλους σε κάτι δημιουργικό. Έγινα λημματοδότης στο slang.gr.
— Κουράγιο σύντροφε, και να προσέχεις τους μπαγαποντοδότες.
Got a better definition? Add it!
Στην μη σλανγκική, πρόκειται για το γνωστό χοντρό ύφασμα από λινάρι ή καναβάτσο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τσουβαλιών. Είναι αντιδάνειο από το Ιταλικό linazza, το οποίο με την σειρά του ετυμολογείται εκ του λινάριον.
Σλανγκιστί, το λινάτσα και οι παραλλαγές του (μωρή λινάτσα, παλιολινάτσα, κ.λπ.) αποτελεί βρισιά, η οποία απονέμει στους αποδέκτες της τις ίδιες ιδιότητες που φέρει και το ομώνυμο ύφασμα:
1. Φθήνια, έλλειψη τιμής και αρχών.
2. Χείριστη ποιότητα χαρακτήρα ή/και ταπεινή καταγωγή. Στην τελευταία περίπτωση, χρησιμοποιείται με σνομπιστική και απαξιωτική διάθεση.
3. Ελεεινή εμφάνιση (βλ. επίσης πατσαβούρα).
4. Εμφανή ταλαιπωρία από πάσης φύσεως χρήσεις και καταχρήσεις. Έτσι χρησιμοποιείται συχνά στην Κρήτη (βλ. παράδειγμα). Σύμφωνα δε με την λαϊκή σοφία, τέτοιας μορφής λινάτσες έχουν τραβήξει του λιναριού τα πάθη.
Το μωρή λινάτσα αποτελεί μπινελίκι- πασπαρτού και μπορεί να απονεμηθεί εξ' ίσου επιτυχώς σε άτομο οιουδήποτε σεξουαλικού προσανατολισμού.
Ασίστ: poniroskylo
Έννοια # 1: Πίσω μωρή λινάτσα που πας να παραδώσεις και μαθήματα πατριωτισμού... Εσύ που γλείφεις τα αχαμνά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε κάθε θέμα από το Σκοπιανό μέχρι το Κυπριακό... Εσύ που συντάσσεσαι με κάθε πουστιά των αγγλοαμερικάνων αρκεί να πλήττονται τα ελληνικά συμφέροντα... (πατριωτικό παραλήρημα από κάποιο φόρουμ)
Έννοια # 2:
Μωρή λινάτσα, θέλουν και γλυφάδα τα μούτρα σου
(απαξιωτικό σχόλιο από το φόρουμ 4T)
Έννοια # 3:
ΛΙΝΑΤΣΑ = ΚΟΜΜΑΤΙ ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ. ΔΗΛΟΙ ΓΥΝΑΙΚΑΝ ΠΑΝΑΣΧΗΜΗΝ ΤΗ ΟΨΕΙ Ή / ΚΑΙ ΧΙΛΙΟΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ
(από βλόγιο παράφρονα)
Έννοια # 4: Ο σωματότυπος που αποδεδειγμένα προτιμούν οι γυναίκες ανα τους αιώνες, είναι αυτό που λέμε εδώ στην Κρήτη η «λινάτσα». Αυτός ο οποίος είναι «λινάτσα» είναι πολύ αδύνατος. Αλλά ΟΥΧΙ ο τύπος αδύνατου άντρα απο δίαιτες ή απλά σωματότυπο. Είναι αυτός που έχει ΚΑΕΙ στους μπάφους. Είναι αυτός που έχει ΛΙΩΣΕΙ από την κόκα. Που ΓΑΜΗΣΕ το μεταβολισμό του από τις συνεχόμενες αγρυπνίες για clubbing (...) ΕΚΕΙ πρέπει να ποντάρετε νέοι μου έτσι για μια λαμπρή ερωτική σταδιοδρομία, κι όχι σε δίαιτες γυμναστήρια και λοιπά ξεπερασμένα (από βλόγιο με κρητική διάθεση).
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για λεκτικό ολίσθημα όπου ο ηθοποιός, εκφωνητής ή οιοσδήποτε κοινός θνητός γλωσσεύει την μπέρδα του και μιλάει με αναγραμματισμούς.
Οι τηγανιτές πατάτες γίνονται πατατιτές τηγάνες, το ψητό κοτόπουλο γίνεται ψητόπουλο κοτό, τα σιγαρέτα Παπαστράτος γίνονται σιγαστράτος Παπαρέττα η δε δύστυχη μανούλα μας γίνεται μουνίλα μας.
Σε αντίθεση με άλλης μορφής μαργαριτάρια, τα σαρδάμ δεν οφείλονται πάντα σε ημιμάθεια και ηλιθιότητα, αλλά σε τρακ και στην κακιά ώρα.
Το λήμμα οφείλεται στον παλαιό ηθοποιό και σκηνοθέτη Αχιλλέα Μαδρά, ο οποίος μονίμως μπέρδευε τις συλλαβές του. Σε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα πράξη αυτοσαρκασμού έπλασε την λέξη σαρδάμ, που αποτελεί αναγραμματισμό του επώνυμου του.
Τo top σαρδάμ που έχω κάνει εγώ είναι το εξής: ήθελα να πάρω από ένα τυροπιτάδικο ένα φυσικό χυμό λεμόνι και αντί αυτού λεω στην πωλήτρια: «θέλω ένα λεμό χυμόνι» !!! Κάγκελο η κοπέλα !!!
(από βλόγγο)
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:
1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.
Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.
Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.
Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:
α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.
β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).
2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος
Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.
Γουρνάρης, the pig farmer:
Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)
Γουρνάρης, the male chauvinist pig
Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;
Γουρνάρης, the game:
Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)
Got a better definition? Add it!
«Ωχ, το μάτι μου!» είναι συνήθης κραυγή αγωνίας ελληνίδων λίγο μετά την εκσπερμάτωση, καθώς δέχονται πιτσιλιές που τσούζουν. Για το ευχαριστώ, οι γουρνάρηδες σύντροφοί τους αναρτούν τα σχετικά φιλμάκια στο διαδίκτυο δίκην candid camera.
«Το μάτι μου! Θεέ μου! Πάνω στο μάτι μου μού πάει! (…) Δεν μπορώ να καθαρίσω το μάτι μου (…) Να το βάλω για μάσκαρα αυτό;». (ατάκα από βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).
«...όχι στο πρόσωπο, θα ξεφλουδίσω (…), όχι στα μάτια και τέτοια, όπως την προηγούμενη φορά, μετά δεν βγαίναν και τσούζαν τα μάτια μου…». (Προειδοποιητική βολή από σχετικό βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).
Got a better definition? Add it!
Μέχρι τις αρχές των '90, τα περισσότερα νοικοκυριά είχαν την ίδια γκρι τηλεφωνική συσκευή με τον μύλο – καβουρδιστήρι. Τις αναλογικές αυτές συσκευές προμηθευόταν ο Σ. Κόκκαλης μπυρ-μπαρά από την Ανατολική Γερμανία, τις αποσυναρμολογούσε και επανασυναρμολογούσε στην Ψωροκώσταινα (για να έχουν Ελληνική προστιθέμενη αξία) και τις μοσχοπουλούσε στον ΟΤΕ.
Όσοι μεταξύ μας πρόλαβαν ασπρόμαυρη τηλεόραση θα θυμούνται πως, κάθε φορά που η τηλεφωνική γραμμή ήταν κακή ή πέφταμε σε συνακροάσεις, λέγαμε το μαγικό: «για πάρε το μηδέν!» και, ως εκ θαύματος, η γραμμή γινόταν καμπάνα -ή έτσι επιλέγουμε να θυμόμαστε.
Στα μέσα των '90, ο ίδιος Σωκράτης και οι συν αυτώ ολοκλήρωσαν το εθνικό τους έργο με την πλήρη ψηφιοποίηση του δικτύου του ΟΤΕ, με παράπλευρο θύμα την περί ου ο λόγος έκφραση, η οποία οδηγήθηκε σε μαρασμό.
Η έκφραση ωστόσο παρέμεινε βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο και επανεμφανίστηκε θριαμβευτικά ως σλανγκ. Πλέον λέμε «για πάρε το μηδέν» όταν:
- βρισκόμαστε σε σύνδεση με Κάιρο με κάποιον, - ζητάμε από κάποιον που δεν τα λέει λιανά να τα σπάσει και να τα ξαναρίξει, - υπάρχει τεχνικό πρόβλημα σύνδεσης με πάσης μαραφέτι (διαδίκτυο, WiFi, GSM, κλπ).
Αρνητικό επακόλουθο της δυτικής εκδοχής του έθνους-κράτους στη Νεωτερικότητα (πανθομολογούμενο σε διεθνή βιβλιογραφία) είναι το χάσμα (ρήξη, αντίθεση, αντιπαλότητα) ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και στους μηχανισμούς του κράτους. Αν και τους διαχειριστές των μηχανισμών τους λέμε «κοινωνικούς λειτουργούς», το φαινόμενο αυτονόμησης των στόχων και επιδιώξεων του κράτους από τις ανάγκες και προτεραιότητες του κοινωνικού σώματος είναι κανόνας στη σημερινή διεθνή πραγματικότητα. Οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν τον κανόνα....
- Για πάρε το μηδέν ρε Γιάννη....
- Το φελέκι μου μέσα, ο πλοηγός μου πιάνει δορυφόρο!
- Τι νασπώ, πάρε το μηδέν...
Got a better definition? Add it!
Διαδικτυακή συντομογραφία της έκφρασης «κατά την ταπεινή μου γνώμη» με την οποία τα Greek geeks αποδίδουν το αγγλικό ΙΜΗΟ (in my humble opinion).
- Η Huffington post μαζεύει χρήσιμα widgets για την αποτελεσματικότερη διαδικτυακή παρακολούθηση των εκλογών στις ΗΠΑ. Από αυτά πιο ενδιαφέρον το google map κττμγ.
- ΚΤΤΜΓ, το πρόβλημα είναι ότι αν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε αδιακρίτως ελληνικούς τεχνικούς όρους (ακόμη και σε αμετάφραστες περιπτώσεις), κάποιος που θα μάθει τους ελληνικούς δεν θα μπορεί να διαβάσει αγγλικά βιβλία γιατί δεν θα ξέρει τους αγγλικούς.
(Παραδείγματα από την γκικόσφαιρα)
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιστί, το αφεντικό.
Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.
- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!
Got a better definition? Add it!
Σπαστήρ –εκ του Συνδρόμου Π**ολλαπλής **Αυτομπαγαποντοδοτικής Στήριξης (Σ.Π.Α.Στηρ.)– αποκαλείται η νεοδιαγνωσθείσα μετάλλαξη του κλασσικού μπαγαποντοδοτισμού, με έντονα όμως στοιχεία σπασαρχιδισμού και σπαμαρχιδισμού.
Οι σπαστήρες συνήθως χαρακτηρίζονται από τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:
1. Εγγράφονται με δύο ή περισσότερους κωδικούς,
2. Οι πολλαπλές τους περσόνες πρωτοεμφανίζονται την ίδια μέρα και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα,
3. Ανταλλάσουν σπέκια, φιλοφρονήσεις και μπαγαποντοδοτούν υπέρ αλλήλων,
4. Συχνά αποκαλύπτονται, μέσα στον ενθουσιασμό τους, καθώς ταυτόχρονα βάζουν το ίδιο λήμμα με πανομοιότυπο σχεδόν ορισμό.
Η βιβλιογραφία αναφέρεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες σπαστήρων:
1. Οι Ψυχοσπαστήρες:
Αυτοί πάσχουν από παραλλαγή του συνδρόμου MPD (Multiple Pagapontic Disorder). Zούνε σ’ ένα όνειρο που τρίζει, είναι παντελώς για δέσιμο, αλλά συνήθως δεν είναι επικίνδυνοι παρά μόνο για τον εαυτό τους. Με την πάροδο του χρόνου συνήθως εκφυλίζονται σε τρολ και ωσεκτουτού αποχωρούν από το σάιτ μόλις νοιώσουν την παρατεταμένη περιφρόνηση των θαμώνων.
2. Οι Ξενεροσπαστήρες:
Οι σπαστήρες αυτοί δεν είναι ψυχασθενείς. Ενδέχεται μάλιστα να είναι γνωστοί, ακόμα και διακεκριμένοι λημματοδότες , οι οποίοι για λόγους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν υιοθετούν δύο περσόνες και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα τα οποία πολλές φορές είναι καλά έως και ευφυέστατα. Τα κίνητρα τους είναι λιγότερο αυτονόητα από εκείνα των ψυχοσπαστήρων. Μερικοί έχουν οι ίδιοι πέσει θύματα τραυματικής μπαγαπονοτοδοσίας στα παιδικά τους χρόνια, και βάζουν στοίχημα ότι φορώντας την μάσκα του εκδικητή μπορούν να ανέλθουν στο τοπ 10 της βαθμολογίας σε χρόνο dt, παραδίδοντας μάλιστα και μάθημα σε μερικούς μερικούς. Άλλοι πάλι απλούστατα το κάνουν για πλάκα. Στη τελευταία ανάλυση οι ξενεροσπαστήρες καταφέρνουν να ξενερώνουν τόσο τους ενάρετους θαμώνες του σάιτ, όσο και τον εαυτό τους.
Οι γνώμες των ειδικών διίστανται για την ταξινομία των κρουσμάτων που πρόσφατα (24/11/2008) εκδηλώθηκαν στο σλάνγκ ντοτ τζιάρ. Ωστόσο, όλες οι αποχρώσες ενδείξεις συνηγορούν ότι πρόκειται για ξενεροσπαστήρες.
Είπαν για τους σπαστήρες:
«...μια εν δυνάμει βόμβα στα θεμέλια του σάιτ. Ίσως, ίσως μια βόμβα στα ίδια τα θεμέλια του πολιτισμού μας όπως τον ξέρουμε. Τι απέγινε άραγε η Τιμή, η Ειλικρίνεια, τι απέγινε η Αγνότητα, τι απέγινε το πτώμα του Jimmy Hoffa;...»
«....πιστεύω πως (...) πίσω από δαύτους είναι ένας δικός μας...»
«μπορεί νά 'ναι κολλητάρια που παίζουνε μαζί στο σλάνγκ. Μπορεί... Άς το ψάξει ο ρουμάνος .»
«...τέτοιοι λογαριασμοί αργά ή γρήγορα έστω και ανεπίσημα, γίνονται αντιληπτοί! (...) Πάντως μου έβαλες ψύλλους στ' αφτιά!»
«...αυτός ο πραγματικά προικισμένος νέος θα ασυδοτεί δίχως αντίδραση από μένα τουλάχιστον, λόγω του ότι είναι προικισμένος λημματοδότης... αν όμως αποδειχθεί βραχύβια αυτή του η εποχή της ακμής και συνεχίσει τη λοβιτούρα, θα πέσει πέλεκυς!»
Got a better definition? Add it!