Τσάκω γλωσσάρι με προσφιλείς εκφράσεις του Νίκου Τσιφόρου.

Clopyright: elena petelos, Translatum.

Α

αετός νυχάτος: πολύ έξυπνος άνθρωπος
αηδόνι: διαρρηκτικό εργαλείο
ακονισμένος: έξυπνος
ακούμπι: ενέχυρο
ακριδάτος: ματσαράγκας, πονηρός, καταφερτζής
αλαφροΐσκιωτος: γρήγορος, έξυπνος, ακίνδυνος
αλέθω το ίδιο βρωμάρι: επαναλαμβάνω
αλφάδι: πρώτης τάξης
αλωνίζω τ’ άχερο: καθορίζω την κατάσταση
αμάλλιαγος: άπειρος, πρωτάρης
αμολάω λίγδα: προδίδω
ανάβω φουφού: δημιουργώ μπελάδες
ανθίζομαι: καταλαβαίνω
ανοίγω μπερντέ: φανερώνω
ανοίγω μπουρού: γκρινιάζω
ανοίγω πλώρη: βαδίζω, περπατώ
ανοίγω υπόνομο: προδίδω μυστικό
ανοίγω φεγγίτη: καλοϋποδέχομαι
ανοιχτό το καλντερίμι: ελεύθερα
αντάμης: φίλος, αδερφός
απλώνω: τακτοποιούμαι, βολεύομαι
από φελλό: άμυαλη
αρμενίζω βαθύ ρέμα: πορεύομαι, ενεργώ απερίσκεπτα
αρμυρή: η ανοιχτή θάλασσα
ασημένια τσέπη: πλούσιος
άσπρη: ηρωίνη
αυγοτάραχο: ζευγάρωμα
αφήνω καλάμι: εγκαταλείπω
αφήνω φλούδα: αφήνω απένταρο
αφρίζω: ξεχωρίζω, διαλέγω
αφρός: εκλεκτός
αψηλό ρετιρέ: αριστοκρατία

Β

βάζω βούλα: σημαδεύω, γίνομαι στόχος απόψεων
βάζω θλιβερή μουτσούνα: ασχημίζω
βάζω στην χοντρική πώληση: αχρηστεύω
βαράω μπουρού: λέω, εμπιστεύομαι
βγάζω από τη εγγενή: ανανεώνω
βγάζω λαγό: φέρνω αποτέλεσμα
βγάζω τα ντούκα: αποκαλύπτω
βγαίνει καπνός: βγαίνει φήμη
βγαίνει μούχλα: φανερώνονται μυστικά
βεντουζιάζω: κολλάω, γίνομαι φορτικός
βίγλα: σκοπιά
βιδέλο: κορόιδο
βλεφαρίζω: βλέπω
βρέχω το θλιβερό: δακρύζω
βρίσκομαι στον ίσκιο: είμαι απένταρος
βρυκολακάτα: αθόρυβα

Γ

γαζώνω το στόρμια: περνώ την κακοτοπιά
γαζώνω φόδρα: βολεύομαι
γαλάρα: αποδοτικά
γαλατόμαγκας: συμπαθητικός νέος αλλά καλομαθημένος
γατζώνω ρεμούλκα: είμαι σελέμης
γεμίζω την κάλτσα: κάνω οικονομίες
γιαλαντζί: ψεύτικος
γιατρός: έκφραση χαρτοπαγνίου, που σημαίνει «αξιοπρεπής πελάτης»
γιουσουρουμέικο: εξευτελισμένο, χάλια
γκεζί ανώμαλο: καλή συνάντηση
γλαβάνη με τον όφι: η αμαρτία, η αξιόποινη πράξη
γλαροδόλωμα: κουτός, ανόητος
γραδάρω: υπολογίζω
γραφή: απόφαση δικαστική
γυμνοσάλιαγκας: εμπόδιο

Δ

δαγκώνω ξυλοκέρατο: καταπίνω προσβολή
δαγκώνω την κάνουλα: υποχωρώ
δαμάσκηνο: σφαίρα
δεματιάζω: συλλαμβάνω
δένω κόμπο ναυτικό: εξασφαλίζομαι
δίνω θεμέλιο: προσέχω, εκτιμώ
δίνω πόμολο: δίνω υποψίες
δίνω πορεία: πληροφορώ
διπλοβράχιολο: χειροπέδες
δόντι: ο δυνατός, αυτός που έχει τα μέσα
δοντιά: δόση χασισιού που κόβεται με το δόντι
δοντιαστός: ο δυνατός, ο σημαίνων
δούλευε τελέγραφο: λέγε γρήγορα

Ε

είμαι του ψυγείου: είμαι απαθής
είναι ψωμί: είναι χεροδύναμος
ελεύθερη τσάρκα: αποφυλάκιση
ένα καντάρι κουβέντα: κουβέντα βαρεία
έναν παρά: μια ζυγαριά
εξάτμιση: στεναγμός
έχω βαφή: έχω κακή δοσοληψία, ύποπτα προηγούμενα
έχω γραφτά: έχω τίτλους, έχω προσόντα
έχω καλλυντικά: έχω διασκεδάσεις
έχω κάνει καθαριότητα: έχω κάνει φόνο
έχω νεφρό: έχω θάρρος

Ζ

ζαρντιάζω: βολεύω
ζουμπά: σημάδι, διάνα

Η

η απόξω: η εξωτερική τσέπη που μπαίνουν τα πρόχειρα, τα χωρίς σημασία
η μάντρα έχει φράχτη: η δουλειά έχει δυσκολία

Κ

καδρόνι από μυαλό: βλάκας
καθάρισε τη φάβα: μίλα καλά
καθαρός: απένταρος
κάθομαι φακίρης στο καρφί: έχω έγνοια, στεναχώρια
καλλιόπη / χτένι: τρόποι χαρτοκλεψίας
καμπίσιο: φτωχό, ασήμαντο
κάνει τη γαλάζια κορδέλα: κάνει την αγνή (για γυναίκα μόνο)
κάνω απώσον: διώχνω
κάνω βδελλάτο: κολλάω άσχημα
κάνω γκεζί: συμφωνώ
κάνω ζύγια: υπολογίζω
κάνω καλντερίμι: (επί πόρνης) αναζητώ πελάτες στον δρόμο
κάνω κεφάλι: κάνω κέφι
κάνω κοντάρι: είμαι εξαρτώμενος
κάνω λακρεντί: υποχωρώ
κάνω μόστρα: επιδεικνύομαι
κάνω μπούκα: κάνω διάρρηξη
κάνω μόκο: σιωπώ
κάνω περίπολο: συχνάζω
κάνω πορεία: βολεύομαι
κάνω ρετάλι: εξευτελίζω
κάνω σέρβα: προσφέρω
κάνω στο ανοιχτό: δεν πλησιάζω, δεν ενοχλώ
κάνω στοπαριστό: σταματώ
κάνω σφουγγάρι: εκβιάζω
κάνω την τρελλή μου: κάνω αταξίες, σπατάλες
κάνω το στητό καδρόνι: καμαρώνω
κάνω τουμπεκί: σιωπώ, κάνω τον κουτό
κάνω τρακαριστό: βρίσκω τυχαία
κάνω χτένι: κανονίζω, καθορίζω
καραγκιοζάκι: κάλπικο ζάρι, από κείνα που κλέβουν
κάρδαμος: γερός, χεροδύναμος
καρούτα: άχρηστος, ανάξιος
καταπίνω το σκουμπρί: πιστεύω
καψουρεύομαι: ερωτεύομαι, παθιάζομαι
καψουρεύω: γουστάρω
κελαϊδάει το σίδερο: πυροβολεί το πιστόλι
κλειστή γρίλια: φυλακή
κόβω κότα: κατασκοπεύω
κόβωμάπες: εξεργάζομαι πρόσωπα, παρατηρώ
κόβω τη βασιλόπιτα: μοιράζω
κόβω χαφτάνι: διακόπτω
κόκαλο: ζάρι
κοκοράκι: σκονάκι
κολλαροκόλληση: τύλιγμα με έγγραφα
κολοκοτρωνάτα: αγαλμάτινα
κολοκυθοκορφάδα: καλοπέραση
κόνξες: κόλπα, πείσματα, αναποδιές
κόντρα πάσα: επιστροφή πράγματος
κοντραπλακέ: ηλίθιος
κορδόνι χωρίς κόμπο: κανονικά, τίμια
κότσος: κορόιδο
κουβάς με φρόκαλο: σκουπιδοτενεκές
κουβέρτα: το τραπέζι της κυβοπαιξίας
κουκκί: ψήφος
κουκουνάρι: αφελής
κουκουναριά: η μηχανή, η πονηρή δουλειά
κουλάφας: τιποτένιος
κουμαντάρω τα κόζα: διευθύνω
κουνιστή πολυθρόνα: αρσενικός θηλυπρεπής
κουνουπάτα: ψιθυριστά
κουνουπίδι: βλάκας
κουπάκι: ασήμαντο
κουπί: το χέρι
κουσουμάρω: ζυγίζω με το μάτι
κουτούκι: καταφύγιο, σπίτι, μαγαζί
κούτσουρο: τάλιρο
κούφια αχιβάδα: χωρίς σημασία
κοφτή: μαχαίρι
κρατώ τεντωμένη κλωστή: διατηρώ σχέσεις
κρεμάστρα: ηλίθιος
κρεμάω πλισέ: κάνω ρυτίδες
κρυάδα: ανάγκη

Λ

λαδή: δηλαδή
λαδιά: καταγγελία: υποψία
λακκούβα με ασβέστη: πονηριά, έγκλημα, παράβαση
λακρεντί: ομιλία
λαμαρίνα ζουπηγμένη: φιλοδοξία, μεγαλομανία, από ψώνιο
λαμόγια: αβανταδόρος, παίχτης ψεύτικος που παρασύρει τους άλλους
λαχανάς: πορτοφολάς, κλέφτης πορτοφολιών
λεκάνη: ιερόδουλος, πόρνη
λευκή: η ηρωίνη
λιμοκοντοράκι: το πενηντάρι
λιχουδιάζω: περιπαίζω
λούκια: δαπάνες, σπατάλες
λουκούμι: δουλειά με πολλά λεφτά
λουλουκιαστά: τα σεντόνια
λουλούκες: ορχήστρα πνευστών
λυπητερή: λογαριασμός
λουφές: εισόδημα ποσοστό

Μ

μαβιά βούλα: σεσημασμένο
μάγκας της άφρας: ασήμαντος
μανιτάρι: απάτη με κλεψιά
μανιταριτζής: αυτός που κλέβει με τη μέθοδο «μανιτάρι»
μάπα: παλιό, άχρηστο, κακή ποιότης, πρόσωπο
μασάω κάγκελο: είμαι έξω φρενών
μασάω το τσουένι: δεν αντιλαμβάνομαι την απάτη
ματσώνω: δίνω λεφτά
μαύροι: αστυνομικοί
μ’ έκανε όπισθεν: με αποστόμωσε
μελαχροινή: χασίς
μένω με σιρόπι στην πίτα: ευχαριστιέμαι, ενθουσιάζομαι
μένω φέρμα: στέκομαι επιφυλακή
μέσα πολιτεία: φυλακή
μεσοτοιχία: στενή σχέση
μεταφράζω: πουλώ
μετερίζι: καταφύγιο
με το στεγνό: με το ζόρι
μέχρι ψίχα μύγδαλο: μέχρι τα μυστικά
μοιράζω κερήθρες: μιλάω γλυκά, υπόσχομαι
μονό λιανοτάρι: δραχμή
μονόρριγος: ιδιότροπος, ίσιος
μουλώνω: παύω να μιλώ
μουργέλα: τεμπελιά
μουργιάζω το λάδι: παχαίνω τεμπέλικα
μούρη τσιγγελάτη: κρεμασμένα μούτρα
μπακίρια: λεφτουδάκια
μπαλαντέρ: ικανός και αφελής
μπαρμπουτιέρα: εκεί που παίζουν ζάρια
μπασκίνι: χωροφύλακας
μπάτσος: αστυνομικός
μπεγλεράω: κουνώ
μπιτσάκι: μαχαίρι
μπιτσακτζής: μαχαιροβγάλτης
μπουζουριέρα: κάτι που καλύπτει, πρόφαση, καταφύγιο
μπουκαδόρος: κάποιος που κάνει διάρρηξη
μπουράσκα: ο νοτιάς
μπρισίμι: κορόιδο
μπρατσεράτος: καμαρωτός, σαν μπρατσέρα
μπραφ: φευγιό, ή απότομο μπάσιμο
μυγδαλωτό: πονηρό, σκανδαλιάρικο
μυρίζομαι την άνοιξη: μπαίνω στο νόημα
μυτιά: δόση πρέζας που παίρνεται από τη μύτη

Ν

ναμικιόρης: αχάριστος
νερό: αβανταδόρος
νεροφιδίσα: πολύ και γρήγορα, σαν νεροφίδα (λέγεται για το ποτό μόνο)
νεφρό: κουράγιο
νηοπομπή: συνοδεία
νιόνιος: βλάκας
νογάω: καταλαβαίνω
νταβάς, νταβατζής: αγαπητικός, σωματέμπορος, εκμεταλλευτής
ντου: έφοδος, επιδρομή
ντούκος: ψευτοεπίδειξη

Ξ

ξανθαίνω περούκα: είμαι ικανός
ξάφρα: κλοπή
ξενερώνω: συνέρχομαι
ξεντουζενιάζω: είμαι άκεφος
ξεράθηκα: κοιμήθηκα
ξέρω τη φτιάξη: ξέρω τις πονηριές (στα ίσια, όλες)
ξεσηκώνω χασέ: ανακαλύπτω
ξέφτι: εξευτελισμός
ξηγιέμαι: τα λέω αντρίκια
ξηλώνομαι: πληρώνω

Ο

όπου πιάνει πόμολο: όπου βρει ευκαιρία

**Π**

παγκουέ: μετρητά
παιδί της άφρας: παλιόμουτρο
παιδί της καλούμπας: ο μικρός μάγκας που κάνει αστεία
παιδί της λίγδας: βρωμόμουτρο
παίρνω κουταλιά: χαϊδεύω ελαφρά
παίρνω στον ίσκιο μου: προστατεύω
παίρνω το σκοινί: αναλαμβάνω πρωτοβουλία
παίχτης: κομπολόι
παλληκάρι της μπουκάλας με τη φάβα: γελοίος ψευτοπαλληκαράς
πανί λευκό: πεδίο ελεύθερο
παντόφλα: πορτοφόλι
παπαρούνα: όπιο
παπούς: κατοστάρικο
παρατάω τον ονειροκρίτη: αφήνω τα ημίμετρα
παρτσινέβελος: σύρτης
περπατημένος: πεπειραμένος, έξυπνος
περπατώ με την όπισθεν: υποχωρώ
περπατώ στεγνά: πάω στα σίγουρα
πέτα σήμα: λέγε μυστικό
πετάω πετιμέζι: κάνω χάδια
πετάω σάλιο: φανερώνω μυστικό
πετάω ψίχουλα: κουβεντιάζω εμπιστευτικά
πετιμέζι: επικερδής βρωμοδουλειά
πέφτουνε στο συρτάρι: στη γκανιότα
πέφτω στη λακκούβα με τη φάβα: υποπτεύομαι
πέφτω στη λάντζα: ξεπέφτω
πέφτω στη μάρκα: με υποψιάζονται
πέφτω στη μικρή κλωστή: ξεπενταριάζομαι
πουρέκλω: γριά
πέφτω στο καλομέλανο: βρίσκω εμπόδια
πέφτω στο μπρισίμι: πέφτω σε δυσκολίες, παγιδεύομαι
πέφτω στο πάτωμα: έρχομαι στην πραγματικότητα
πέφτω στην τσιμεντόπλακα: είμαι χωρίς δουλειά, περιφρονημένος
πιάστηκα στόκο: μεγαλοπιάστηκα
πιατάκι: πόστο, περιφέρεια
πίνω πηγαδίσιο νερό: αρκούμαι στα ολίγα
πίτουρο: δόλωμα
πιτσιπίτσι: λέγειν
πέφτω στην μπούκα: του πέφτω μπροστά
πριτσίνι: καρφί
πρώτο: λίρα χρυσή

Ρ

ράφι: νοικοκυριό
ρεμάλι: χαμένο κορμί
ρέφα: μερίδιο
ρεφούζι: δεύτερης πιοτής (είδος καπνού με φύλλο κατώτερο)
ρίχνω αλλού τη βάρκα: αλλάζω κατεύθυνση, κοροϊδεύω με άλλο σύστημα
ρίχνω κοκκαλιές: παίζω ζάρια
ρίχνω κολατσό: κάνω το τραπέζι
ρίχνω λουκούμι: κάνω κόρτε
ρίχνω μπαταρέλα: παίρνω στην κοροϊδία, περιφρονώ
ρίχνω προζύμι: δίνω πληροφορίες
ρίχνω χαλίκι: προετοιμάζω
ρολάρω: τυλίγω, παρασύρω
ρολόι τυλιχτό: ρολόι του χεριού
ροσολάτο: γλυκό σαν ροσόλι

Σ

σακαράκα: σπαθί στρατιωτικό μακρύ και φαρδύ
σακουλετζέμ;: κατάλαβες;
σαλάμια του άερος: κοινός άνθρωπος
σαματατζής: εκείνος που κάνει φασαρία, παλληκαράς
σανός: είσπραξη
σαρακοστιανό σκαλτσούνι: αγράμματος
στούμπος: βλάκας
σεντόνι: μεγάλο χαρτονόμισμα
σεργιάνι: χάζι
σερμαγιά: κομπόδεμα
σεσουλιάζω: μαζεύω
σιδεράτος: πιστολοφόρος
σίδερο: όπλο
σιδερομύγδαλο: δυσκολία
σιδερώνω: βάζω στα σίδερα, συλλαμβάνω
σικέ: φτιαχτό, κίβδηλο
σίελε: η πιάτσα
σκαθάρι: έξυπνος, πονηρός, σκανταλιάρης
σκονίζω: πίνω
σκόνη: προηγούμενα, επιβαρυντικά
σκουλήκι: μόνος, έρημος
σοροπάτος: γλυκός
σούμα: λογαριασμός
σούστα: σουγιάς αυτόματος
σπάζει η βιτρίνα: χαλάει η δουλειά
σπάζω: φεύγω
σπάω μπαρούμα: διακόπτω
στεγνό λαγίνι: απένταρος, φουκαράς
στενή: φυλακή
στενάζω της πηγάδας: στενάζω βαθιά
στενάχωρο: δαχτυλίδι
στενεύουνε: τον φυλακίζουν, τον βάζουν στη στενή
στενός δρόμος: καλντερίμι, πορνεία
στήνω ξοβεργάτη: παρακολουθώ κρυφά
στήνω πυροστιά: κάνω νοικοκυριό
στη ρίγανη: ιδιαιτέρως
στίψη: φτώχια
στρίτζος: ανάποδος, ζόρικος
στέκα όρθια: καμαρωτός
στον ίσκιο: στα κρυφά
στο όμικρον: στην καζούρα
στο σέτε: στην απενταρία
στο χωνάκι: στην αφάνεια, ο ασήμαντος
στρίτζωμα: κάνω τον ιδιότροπο
στρώνω κουβέρτα: λέω το σωστό
στρώνω κουρελού: κάνω νοικοκυριό
στρώνω μπατανία: κάνω φασαρία, καθαρίζω μια εκκρεμότητα
συκωτάκι: γραβάτα φιγουράτη
σφόλι: προκλητική κουβέντα

Τ

ταγαρώνω: γίνομαι ενοχλητικός
ταμπακιάζω: εκτιμώ
τάρα: περιττό βάρος, προσβολή
ταρατσώνω: χορταίνω
ταράφι: κύκλος
ταρσανάς: ναυπηγείο
τελβές: κατακάθι
τέλια: ειδήσεις
τεμπερισάτο: βερεσέ, με πίστωση
τέρτσος: ο χάνων
τζες: μόρτης, μάγκας, παιδί
τζιβάνα: επιστόμιο
τζιμάνι: φίνος, καλός, έξυπνος
τζίνι: έξυπνος
τζιβαέρι: χρυσαφικό
τζούρα: μικρή δόση, μικρό μπουζούκι
την ψυλλιάζομαι: υποπτεύομαι
τη φουντώνω: ανάβω τσιγάρο με χασίς
τιμπιρίσι: κουμπαράς
τιριτίρι: κουμπαράς
τίρος: ο κερδίζων
τογκαδόρος: ειδικότητα καπνεργάτη που κάνει δέματα καπνού (τόγκες)
το μαβί στην κεφάλα: το αίμα στο κεφάλι
τον ρίχνω: τον κοροϊδεύω
τόρος: ίχνος
τούφα: ύπνος
τραμπάλα: πίστωση
τραμπούκος: πληρωμένος παλικαράς
τράτα: κρυφό χαρτοπαίγνιο
τριόμφο: παιχνίδι με τράπουλα
τρώω λάχανο: πιάνω κορόιδο
τρώω σουπιά: πιστεύω, εμπιστεύομαι
τσάι: η ιατρική εξέταση των ιεροδούλων
τσάκα: το τσάκισμα του υφάσματος
τσάκα πράμα: βγάζω χρήματα, κερδίζω πολλά
τσαμασίρι: εξάρτημα, όπλο, στολίδι, αντικείμενο
τσαμπουκάς: στεναχώρια, υποψία
τσαρδί: σπίτι, στέγη, καταφύγιο
τσάρκα: βόλτα
τσαρκάρω: κάνω βόλτες αργόσχολες
τσέρκι: στεφάνι
τσιγγέλι: υποδικία
τσίκα: χασίς
τσικιρικιτζής: καταφερτζής
τσιρδουλή: φανταχτερή
τσιριμπαμπούμ: φασαρία, τελετή
τσιρίμπασης: αρχηγός, διευθυντής
τσιτσίρια: τα χρειώδη
τσίφτης: λεβέντης
τσοκ μπερντέ: πολλά λεπτά (διάλεκτός ανωμάλων)
τσόλι: ασήμαντο
τσουλήθρα: ξεπεσμός
τσουλούφι: τιποτένιος
τσουλουφιάζω: αρπάζω
τσουρνεύω: κλέβω με ξάφρισμα

Υ

υφάσματα του πελάγου: λαθραίος ρουχισμός απ' αυτόν που φέρνουν οι ναύτες λαθραία

Φ

φασινάρω: ξεπλένω
φεγγίτης: γυαλιά
φεγγιτιάζω: κοιτάζω
φερμεζότο: το κλείσιμο, ο αποκλεισμός
φέρνω βόλτα την κουβέρτα: κερδίζω όλους τους παίκτες του κύκλου
φέρνω στο καράτι: εκτιμώ
φιδιάζω: κάνω το φίδι, σέρνομαι
φλομέ: πείσμα, νευρικότητα
φουμάρω φούντα: κοροϊδεύω
φούντα: χασίς
φουντανέλα: τσιγάρο στριφτό με χασίς
φουντάρω: ρίχνω στη θάλασσα
φουντούκι: στενοχώρια, υποκρισία, ψέμα
φράχτης: ο υπόκοσμος
φρόκαλο: σκουπίδι
φτερό: αθώος
φτύνω: προδίδω
φυντάνι: καινούργιος

Χ

χάνωσα: απόρησα
χασμουρήθηκε: βαρέθηκε
χήνα: χιλιάρικο
χοντρή κοιλιά: πλούσιος
χοντρό δαμάσκηνο: κακή κουβέντα
χοντρό σκοινί: μεγάλη δουλειά, μεγάλη φασαρία
χόρτο: χασίς
χωρίζω γαβάθες: δεν έχω παρτίδες πια

Ψ

ψιλή βελονιά: αδικία
ψιλοτάρι: ασήμαντος
ψωνίζω την Αγγελικούλα: τρελαίνομαι

Ω

ωχρή: χρυσή λίρα
ώρα με βουρδούλακες: μεσάνυχτα

Φιλικά, Νίκος Τσιφόρος. (από Vrastaman, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καντήλια (αυτά που κατεβάζεις όχι αυτά που ανάβεις) σε πιο όβερντράϊβ λόγω του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

Πάσα: Αλλιβέ.

- 2 ωρεσ μετα την γεννα με αφορητουσ πονουσ εγω (ειπαμε οι πονοι των τομων αλλα και τα κ@λοχαπια που μου εβαλαν για να κανω πονουσ....)και ερχεται και μου λεει το κορυφαιο << ο αντρασ γενναει και η γυναικα τυκτει>>!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ουτε ξερω τι καντηλικια του ερριξα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

Οκτώ καντηλίκια (από Vrastaman, 29/12/11)Και σ\' άλλο ρυθμό, πολύ ρυθμικό, αυτό για τους έλληνες μην τ ακούτε... (από gaidouragathos, 30/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πουτσοπνιχτών, ενίοτε αλληλεπικαλυπτόμενες:

Ι. Πουτσοπνίχτης ο αυνάνας

Τη μαλακία πολλοί αγάπησαν: σε σκοτεινές στιγμές ένδειας και ελλείψει συντρόφου με εφές πίλσεν στο πνίξιμο κουνελίων, οι λεβέντες πάντα παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους. Άλλωστε, αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι που λένε και στο χωριό μου.

Προσοχή όμως: πουτσοπνίχτες δεν αποκαλούμε τους συμβατικούς εραστές της Μαρίας Παλάμη. Μόνο τους χοντρομαλάκες, αυτούς δηλαδής που βγάζουν ρόζους στα χέρια από το χερογλύκανο.

Για πιο εγκεφαλικούς τύπους που δεν αρκούνται στο κάτω κεφάλι, βλ. πνιχτή.

ΙΙ. Πουτσοπνίχτης ο καίων τη βάτα

Άλλο ένα συνώνυμο του πούστης. Οι πουτσοπνίχτες αυτής της κατηγορίας είναι συχνά και μοντελοπνίχτες, καθ' ότι την πηδάνε τη Μακρυπούλια.

Ασίστ για τον δεύτερο ορισμό: vikar.

- Ευτυχώς που ακούγαμε κανένα «μάζεψε τα φύλλα από τα δέντρα», «η εξάρτυση σου έγινε βυζοθήκη» , «είσαι πουτσοπνίχτης» , «έφαγα μπιφτέκωμα» ,«νιούτον», «νεοστραβούλιακα»,« φίδιασα και δε με μπάνησαν»,«ψαρίλαε βρωμοπόντιξ», «περνάει ο στρατός», «σφίξε μου τον πάπαρο», «ο τάκος στη σέντρα», «ημιανάς», «ξέρετε ποιων είστε απόγονοι» και γελάγαμε. Ευτυχώς που τα πέρασα σε ηλικία 20 ετών και δε με «τσούξανε» τόσο. (εδώ)

- ΕΜΕΙΣ ΞΕΡΑΜΕ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΗ ΤΩΡΑ ΜΑΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΚΑΙ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑ..ΟΚ..ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ,,ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΤΟ ΛΑΜΟΓΙΟ ;ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΗΣ..
(εκεί)

- κομπλεξικε πουτσοπνιχτη κλαψεεεεεεεεεεεε..γαμω το σπιτι σου παλιοπουσταρα..Υ.Γ τα παραπανω τα εγραψα για να σε επιβεβαιωσω μωρη αχορταγη χυσορουφηχτρα..συνεχισε τωρα την κλαψομουνιαση..σε επανασυνδεω με την καραπουτσακλαρα μου,μεχρι να βρεις το θαρρος να ερθεις να μου κλαφτεις μπροστα μου παλιοπεοεπαιτη..
(παραπέρα)

- Το πορτραιτο του Ντοριαν Πεη, Το ρέμα του Πουτσοπνιχτη, Στον Βόλο θα σε πάρω απ τον κώλο, Το σκληρό πουλί της νιότης
(τίτλοι κινηματογραφικών υπερπαραγωγώνε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω το γέλιο της αρκούδας, έκλασα στο γέλιο.

Μινιμαλισμός του κλαίω από τα γέλια.

- Κλαίωωωωωωωωω χαχχαχαχαχαχαχαχχαχαχα!!!!!!!!!!!!!
(doppelganger, εδώ)

- μαλάάααακα κλαίω αχαχααχααααχαχαχ Θέ μου μπομπομάστορα μ' έκλεισες μέσα στα βουνά ααα θα πεθάνωωωω αχαχαχαχ
(Γκαλά, εκεί)

- Ρε πούστη Χότζα κλαίω.
(betatzis, παραπέρα)

(από Khan, 24/10/14)(από Khan, 24/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περί ηλεκτρικής κιθάρας ο λόγος: Βρώμικος ήχος αποκαλείται η παραμόρφωση με την καλή έννοια (distortion). Το βρώμικο παίξιμο εξέθρεψε πολλές γενιές ροκάδων και ξεχωρίζει τα καλά από τα κακά παιδιά.

Εκτός φυσικά από φουσκάλες στα δάχτυλα του κιθαρωδού, η παραγωγή του απαιτεί και βρώμικο κανάλι στον ενισχυτή της κιθάρας.

- O V22 είναι πράγματι πολύ καλός ενισχυτής, με δυνατό σημείο το καθαρό κανάλι του. Κινείται σε vintage μονοπάτια, δε ξέρω αν είναι καλή επιλογή αν παίζεις thrash ξερω γω...Θα σε βγάλει άνετα και στο σπίτι και σε λαιβ. Το βρώμικό του κανάλι είναι απλά ένα ωραίο crunch, αν το τσιτώσεις (πάνω από το 6) λασπώνει σε ενοχλητικό βαθμό. Είναι μια χαρά για blues και classic rock αλλά κατά τη γνώμη μου θέλει σπρώξιμο για καλούς lead ήχους. Συμπερασμα, δεν είναι ο καλύτερος και πληρέστερος ενισχυτής, αλλά για τα λεφτά που διαθέτεις είναι μάλλον κοντά στο ιδανικό (μιλώντας για λαμπάτους πάντα). Εγώ στη θέση σου θα τον αγόραζα και θα τον ζευγάρωνα με ένα καλό overdrive ή distortion πετάλι ;) (συζήτα για ενισχυτές ηλεκτρικής κιθάρας, εδώ)

- Στο Even Flow που ακολουθεί, το βρώμικο riff της κιθάρας έχει πάλι ένα πρώτο λόγο.
(αναφορικά με τους Pearl Jam, εκεί)

- The Von Bondies: Στα live τους, ο κιθαρίστας τους σπάει κατά μέσο όρο τρεις χορδές κιθάρας και ο ντράμερ συχνά ξεσπάει πάνω στο ντράμκιτ του. Επίσης έχουν κατακλέψει όλα τα κιθαριστικά ριφάκια από το 1967 κι έπειτα και διαθέτουν τις πιο βρώμικες κιθάρες από την εποχή των Nirvana. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο γαμοσλανγκομπρουτάλ εκδοχή του τουμπεκί ψιλοκομμένο, δηλαδή κάνε μόκο, βούλωσ' το, βγάλε το σκασμό σου.

- ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΝΕ ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΤΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑ ΤΟΥΜΠέΚΑ (εδώ)

- Οταν μιλαει ο καπτα-Μακης, οι χαρτογιακαδες κανουν τουμπεκα (εκεί)

"Της κακομοίρας". Από το 0:11 και πέρα ακούγεται ο όρος (από GATZMAN, 16/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα περιφρονητικό μπινελίκι για ξέκωλα και ξεκωλιάρηδες, πουτανίτσες, μαλακισμένα, κωλοτρυπίδια, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και με την έννοια του κωλόφαρδου (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Βλ. και την ειδική συνομοταξία του παρθενοξεκωλιδίου.

- Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.
(HODJAS, στο λήμμα ξεμπούρδελο)

- Δεν κανει λεει για τραγουδιστρια....Ενω για ηθοποιια κανεις ε;; Ποσο παει η βιζιτα; Εισαι ακριβη εχω μαθει.....ξεκωλιδι ...
(εδώ)

- Τι ξεκωλίδι είναι ο γαύρος στις κληρώσεις...
(εκεί)

Τον πλάκωσε στα ξεκωλίδια... (από allivegp, 14/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος μου έχει φέξει από την πολλή δουλειά, το μουνί μου έχει πήξει από το πολύ διάβασμα. Η πολλή δουλειά πήζει τον αφέντη.

Βλ. και πήξιμο.

- Το έχει αυτό το κακό η δουλειά μου. Μπορεί να ξύνομαι δυο βδομάδες και την τρίτη να πήζω ανελέητα...
(εδώ)

- 27χρονη Ιταλίδα σερβιτόρα δεν αναγνώρισε τον Βρετανό πρωθυπουργό και αρνήθηκε να του φέρει τρεις καπουτσίνο που της παρήγγειλε. «Πηγαίνετε να τους πάρετε μόνος σας. Τώρα πήζω στη δουλειά», αποπήρε τον Κάμερον, που αναγκάστηκε να σερβιριστεί μόνος του...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια ιδιωματική διάλεκτος τείνει να εκλείψει, ελλείψει ομιλητών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα καλιαρντά.

Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008]τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

(Ο επιφανής σλάνγκος aias.ath περιγράφει τον αργκό θάνατο των καλιαρντών χρησιμοποιώντας συντακτικό που δυστυχώς επίσης αργκοπεθαίνει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μαϊμουνίων:

  • Η μαϊμού, με παράγωγο την μαϊμουνιά, συνώνυμο της μαϊμουδιάς. Φέρεται να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη λέξη στην Κρήτη.Εκ του τουρκοαραβικού maymūn.
  • Τα μαμούνια, ζωύφια, ζούδια. Ενίοτε εκφέρεται εν είδει γουτσισμού για μωράκια, τρυφερά ζωάκια, παστάκια, μπουμπούκους και πάει λέγοντας. Άλλοτε υποδηλώνει κάτι το κακό, πιχί ιό υπολογιστή (τελευταίο παράδειγμα).Υποκοριστικό του μάμμος (οικέτης).

- η ταινία üç maymun (τρεις πίθηκοι) μετράει σκληρά.
(Τζίζας, εδώ)

- Η απογραφή θα γίνει από 10-24 Μαΐου 2011 από την ελληνική στατιστική αρχή Ελστατ (γνωστή για τις μαϊμουνιές-τα λεγόμενα και greek statistics με το προηγούμενο όνομά της: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος
(εκει)

- ΔΕΙΤΕ ΠΟΙΑ ΜΑΙΜΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ!!
(πιο πέρα)

- Κουβεντα δε λεει το μαιμουνι! :silly: μονο μπα-μπα-μπα, ντα-ντα-ντα,γκια-γκια-γκια..
(παραδίπλα)

- Τελικα αυτο το μαιμουνι τα κανει ολα κρυφα για να θορυβηθεις και να πειστεις οτι εχεις προβλημα και να αγορασεις το σωτηριο scanner του
(απ' τις μπάντες)

(από Khan, 29/11/11)(από soulto, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified