Μία από τις κλασικότερες φράσεις που ακούει κανείς στο στρατό, εκτελώντας σκοπιά ή περίπολο, όταν γίνεται έφοδος. Στα ελληνικά των καραβανάδων η προστακτική ενεστώτα δεν υφίσταται γραμματικά, αντίθετα ως προστακτική χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο του αορίστου (π.χ. ανέλαβε και κατέβα για αναφορά ή παρήγγειλε δύο γύρους).

Λοιπόν, με το που σας πλησιάσει ο εφοδεύων φωνάζετε «αλτ, τις ει» ψιθυρίζετε το σύνθημα και στη συνέχεια το παρασύνθημα. Να θυμάστε ότι σε περίπτωση που δεν ακούσετε καλά ή ο εφοδεύων ηθελημένα κάνει λάθος, πρέπει να φωνάξετε «επανέλαβε το αληθές». Όποιος δεν ακολουθήσει τις οδηγίες, θα βγει αναφερόμενος.

Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει το "Επέστρεφε", Κ. Π. Καβάφη (από patsis, 08/07/09)Αναγνώριση σκοπού - Τρελλό γέλιο!!! (από allivegp, 02/10/10)

Δες και προχωρώ στο παρασύνθημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της γκιλοτίνας για τον αποκεφαλισμό των καταδίκων, που αποτελείται από δύο ορθοστάτες ανάμεσα στους οποίους κινείται μια τριγωνική λεπίδα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάτι πολύ επικίνδυνο, που απειλεί ή αφαιρεί ζωές. Η ρίζα είναι από τα γαλλικά carmagnol(e) -α (χορός που χόρευε ο λαός κατά τη γαλλική επανάσταση) και δη όταν αποκεφάλιζε βασιλείς ή έκαιγε παλάτια.

Η Λεωφόρος Καβάλας είναι σκέτη καρμανιόλα, μέχρι στιγμής ο φόρος αίματος που έχει πληρωθεί είναι τεράστιος.

Κορίνθου-ΠΑτρών: Δε ρόουντ του Χελλ! (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα στο Ναύπλιο υπήρχε μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού. Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».

- Γιατί δεν πάτε διακοπές με τον Κωνσταντίνο, αφού ο Άκης δεν μπορεί;
- Να λείπει το βύσσινο, ο τύπος χρωστάει της Μιχαλούς: πέρυσι τον είχε πιάσει η αστυνομία στη Σκιάθο, επειδή μεθυσμένος έδειχνε τη πούτσα του σε κάτι τουρίστριες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ερωτοχτυπημένος, ο καψούρης, αυτός που αγαπάει σφόδρα. Η ρίζα είναι προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. sevdalι], από τη λέξη sevda που σημαίνει έρωτας, πάθος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ρεμπέτικα τραγούδια.

  1. «Πριν σε γνωρίσω σεβνταλής
    ήμουν και κατεχάρης
    κι εδά στο νου παράουρος,
    τσ'αγάπης διακονιάρης.»

  2. Είμαι χασάπης σεβνταλής, που μ' έχει μπλέξει πάλι
    μια ζωντοχήρα σε μπελά, σε ντέρτια θα με βάλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύστροπος και δύσκολος χαρακτήρας, αυτός που δημιουργεί εντάσεις. Παράγωγο της λέξης μπελάς με τούρκικη ρίζα [τουρκ. belalι -ς·]. Συναντάται συχνά στη βόρεια Ελλάδα, καθώς και σε ρεμπέτικα άσματα. Χαρακτηριστικός ο στίχος από το άσμα του Ζαγοραίου ε ντε λα μάγκεν ντε Βοτανίκ, που ακολουθεί ως παράδειγμα.

Έ ντε λα μαγκέν ντε Βοτανίκ, άλα πι και φικέ ξηγιέτ' α λε λεπτίκ.

Στα ντε μπουζουκέν ντε καμπαρέ, άλα ντε δικό μας ο καρέν.

Αντε λα φουμέντο και μαστουριόρε με τε γκομενέτε ο τεκέ και η Αγγέλω πατημέντο, φλόκο ντ' αργιλέ.

Έστε μάγκας, έστε μπελαλίκ, λα ντε Βοτανικό ο πιό νταήκ κι έντρεμεν ντρε κάργα ντε μαγκέ γιατί φτιαξάρε στο μινούτο ντε δουλειέν.

Αντε λα φουμέντο και μαστουριόρε με τε γκομενέτε ο ντεκέ και η Αγγέλω πατημέντο, φλόκο ντ' αργιλέ.

Το άσμα - το βίντεο είναι κομμάτι άσχετο (από poniroskylo, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός ελασσονίτικης προελεύσεως, τριγενής (μακαμπώνης, μακαμπώνω, μακαμπώνικο) που μεταφράζεται ως πονηρός ή υποχθόνιος. Συνήθως γίνεται σύντμηση (ο μακαμπών'ς, το μακαμπών'κο). Η ετυμολογία του όρου μού είναι άγνωστη, προτάσεις καλοδεχούμενες.

- Αυτό είν' το πιδί τ' Γιάνν'.
- Καλό είναι αυτό; Ο μπαμπάς τ' είναι μεγάλος μακαμπών'ς, είχε επεχείρηση με τ' Νικ' τν αδερφό και τον έφαγε τα λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα και άτομα που έχουν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, θεωρούν ότι το υποθηκοφυλακείο είναι υποθηκοφυλάκιο, ίσως κατά το φυλάκιο ή το οστεοφυλάκιο. Πιθανότατα οι ίδιοι να αποκαλούν τον χειρουργό χειρούργο, κατά τον κακούργο ή τον ραδιούργο.

Κατά συνέπεια, ενώ γνωρίζουμε τι είναι το υποθηκοφυλακείο, διάχυτη είναι η απορία για το υποθηκοφυλάκιο: μάλλον το φυλάκιο όπου φυλάσσονται οι υποθήκες....

- Πατέρα, πού είπες είναι το ποδηλατάδικο;
- Ακριβώς απέναντι από το υποθηκοφυλάκιο αγόρι μου;
- Και πού είναι το υποθηκοφυλάκιο;
- Έλα ρε, από τον καιρό της δικταΚτορίας, είναι στη Μαρίνου Αντύπα, δε θυμάσαι;

ευτηχώς υπάρχουνε και ανθρώποι που κυριολεκτικά γίνονται ταύροι εν υαλοπωλοίο με τη γλωσσική αλητεία και είναι και τσαμπούκια θα λέγαμε - από το blog κάποιου για κάποιο θέμα που τα χώνει και σε κάποιους άλλους (από xalikoutis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική Θεσσαλιώτικη έκφραση, που ειπώθηκε σε τοπικό κανάλι της Λάρισας μεταξύ δύο ποδοσφαιριστών της ΑΕΛ, κατά τη διάρκεια ζωντανής συνέντευξης μετά το τέλος του αγώνα. Το ρήμα τηράω, -ω είναι το αρχαιοελληνικό κοιτάω, ενώ ο μούτος παραπέμπει στο αγγλικό mute, δηλαδή βουβός.

- Η ομάδα πραγματουποίησε μία αξιόλογ' εμφάνισ'...
(ψυθιρίζοντας στον συμπαίκτη που στέκεται δίπλα χάσκοντας)
Τήρα ρε μούτε, μάς παίρνουν τα βίντηα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός και ευγενικός - κωδικοποιημένος τρόπος, προκειμένου η γυναίκα να δηλώσει ότι έχει αρχίσει η περίοδός της. Η Ρωσία κάποτε ταυτιζόταν με το κόκκινο χρώμα, όπως και η έμμηνη ρύση.

- Γιατί μωρό μου δεν με αφήνεις να βάλω το χέρι μου εκεί που θέλω;
- Μη με παρεξηγείς, σήμερα ήρθαν οι Ρώσοι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

Avanti popolo! (από Vrastaman, 10/09/08)Ήρθαν οι ρώσοι, ήρθε η λύση. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published