Την ακούω με ντραγκζ. Φτιάχνομαι, γίνομαι σκατά, με την καλή έννοια.
Γιατρέ, δεν κλάνω πια (βλ. μύδι)...
Την ακούω με ντραγκζ. Φτιάχνομαι, γίνομαι σκατά, με την καλή έννοια.
Γιατρέ, δεν κλάνω πια (βλ. μύδι)...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πουστράκι. Σχηματίζεται κατ' αναλογία προς το λεσβάκι -> σβάκι.
Στράκι κι αυτός. Σεμνός, ταπεινός και του αρέσουνε τα fishsticks...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μικρό και διακριτικό «δημοσιογραφικό», μαγνητοφωνάκι παλιότερα, voice recorder σήμερα, που χρησιμοποιείται για την καταγραφή στα κρυφά ή και στα φανερά και την τεκμηρίωσή συνομιλιών, συνεντεύξεων, κλπ.
Επαγγελματική αργκό των κοινωνικών επιστημόνων και ερευνητών μάλλον, παρά των ίδιων των δημοσιοκάφρων, καθώς η όχι και τόσο κολακευτική ταύτιση του λειτουργήματος με την κοινή ρουφιανιά ευθύνεται για τον όρο, περισσότερο ίσως από το απλό τεχνικό γεγονός ότι η συσκευή, όπως και ο ρουφιάνος, ακούει, καταγράφει και μετά πάει και τα ξερνάει.
- Μου τα έλεγε πολύ ωραία η κυρία, σε κάποια φάση της λέω «θα μπορούσα να τα καταγράψω αυτά», μου λέει «ναι», βγάζω το ρουφιάνο, και μου αρχίζει αμέσως τα κλισέ και τις μαλακίες...
- Τι περιμένεις από κυράτσες;
- Μπορώ να καταγράψω αυτή σου την άποψη;
- Εεεε, ναι... κοιτάχτε, ο κόσμος φοβάται...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολλοί «πρωτόγονοι» πολιτισμοί στην Αφρική, την Ασία, την Αμερική, αλλά και την Ευρώπη, επιδόθηκαν στο «κυνήγι κεφαλών», το οποίο θεωρούνταν γκαγκάν τρόπος ταπείνωσης για τον νεκρό αντίπαλο (κάτι που επιζεί φυσικά ακόμα και σήμερα σε όλους τους πολιτισμούς, μήπως η σκύλευση των νεκρών έχει σταματήσει;), όσο και τρόπος απομύζησης της ψυχικής δύναμής του που κατοικοέδρευε εκεί. Τα κεφάλια αυτά, ως γνωστόν αποθηκεύονταν, ταριχεύονταν, σμικρύνονταν με διάφορους τρόπους και λειτουργούσαν ως τρόπαια.
Στη Β. Αμερική, η πρακτική πολλών φυλών ήταν να κρατούν μόνο το επάνω μέρος της κεφαλής, τριχωτό ή φαλακρό, καθώς θεωρούσαν ότι η ψυχή βρισκόταν στα μαλλιά. Με αυτά τα σουβενίρ διακοσμούσαν οι πολεμιστές και τα όπλα τους, με πιο κλασικό βέβαια το τόμαχωκ.
Απ' ό,τι διαβάζω, όμως, το scalp δεν είναι ινδιάνικη λέξη αλλά έλκει την προέλευσή της μάλλον από σκανδιναβική ρίζα που σήμαινε δερμάτινη πλάκα ή φολίδα σε ψάρι ή ερπετό.
Στην αγγλική σλανγκ, υπάρχει ως ρήμα «to scalp s'one» και σημαίνει «πουλάω στη μαύρη αγορά», - το ανάλογο ελληνικό -γδέρνω, πουλάω πιασοκωλέ.
Όλ' αυτά φυσικά χωρίς να είμαι ειδικός.
H φράση έχει περάσει και στην καθ' ημάς σλανγκ ως «παίρνω το σκαλπ κάποιου». Καμιά φορά - ακόμα σπάνια πάντως - χρησιμοποιείται και με την έννοια της αγγλικής σλανγκ - τη μαυραγορίτικη. Επειδή, όμως, η φράση στα ελληνικά πρέπει να πέρασε μέσα από τα καουμπόικα και κυρίως τα «Λούκυ Λουκ», όπου, στα τελευταία ειδικά, κάτι γραφικοί Ινδιάνοι ζητούσαν από τον κόσμο να του πάρουν λιγάκι το σκαλπ, κυριολεκτικά, η ελληνική σλανγκ χρησιμοποιεί τη φράση μάλλον για να δηλώσει ταπείνωση του αντιπάλου, ολοκληρωτική αναίρεση των επιχειρημάτων του, πλήρη συντριβή του.
Ως «ζητάω το σκαλπ», η φράση σημαίνει ζητάω / παραγγέλνω την «καρατόμηση» κάποιου, πχ την απομάκρυνσή του από αξίωμα. Το να ζητάει κανείς το κεφάλι κάποιου ως απόδειξη της εξόντωσής του από τον φέροντα την κεφαλή, υπήρξε πανανθρώπινη πρακτική. Στην Άγρια Β. Αμερική, σε κάποια φάση φαίνεται ότι όλες οι πλευρές παράγγελναν τα σκαλπ των άλλων πλευρών και πλήρωναν γι' αυτό, ξόφλαγαν μ' αυτό, εντέλλονταν πληρωμές μ' αυτό κλπ...
παραδέιγματα από νετ
Φέτος [πέρυσι] στο Σουκρού Σαράτσογλου της Κωνσταντινούπολης η Φενέρ έχει πάρει τα σκαλπ των Αϊντχόβεντ, ΤΣ.Σ.ΚΑ. Μόσχας, Ίντερ, Σεβίλλης και τώρα Τσέλσι…
ΤΟ… ΣΚΑΛΠ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΖΗΤΗΣΕ Η ΝΤΟΡΑ!
Βρίσκεις την καημένη την κοπελίτσα που έχει ρομαντική ψυχούλα και μπήκε να γράψει ένα ποιητικό σχόλιο κάπου [σε κάποιο blog] και της παίρνεις το σκαλπ επιτόπου. Σατανικό.
Τωρα για το xcara an exei 0-100 9.7 εγω θα παω εσωκλειστος στο αγιο ορος χαχα ακου 9.7. Και κατι τελευταιο εν κινηση με δευτερες τριτες παιρνω το σκαλπ σε οποιδηποτε 1.6 Xcara.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υβριστικός χαρακτηρισμός από Δυτική Κρήτη, μάλλον. Η λέξη Τζουγκρί σημαίνει απόκρημνος και αιχμηρός βράχος, στην πλαγιά ή την κορυφή βουνού
(υπάρχει και το ριζίτικο: Τ’ αγρίμι στέκει στο τζουγκρί κι οι σκύλοι στ’ς αλυσίδες / κι’ ο Μυργιολής χαροκοπά σε δίπορτη ταβέρνα...).
Στην κούργιαλο - σλανγκ τζούγκρος είναι ένας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός: σημαίνει βλάκας, άσχετος, ξεροκέφαλος, ατζούμπαλος, ψωροπερήφανος, ιδιότροπος, γκαφατζής, άνιωθος και άχρηστος άνθρωπος.
Παρ' όλ' αυτά δεν είναι και πολύ δυνατή βρισιά και μπορεί να λέγεται απλά αντικαθιστώντας το μαλάκας ή και το γρόθος.
Πέρα από το ότι είναι λέξη που γεμίζει κάργα το στόμα, η αντίληψη για το τζουγκρί ως κάτι το αρχέγονο, ακλόνητο, αλλά και ακαλλιέργητο και αφιλόξενο, ευθύνεται μάλλον για τη μεταφορική αυτή χρήση του τζούγκρου.
- Σούζες κάνετε;
- Εγώ δεν κάνω γιατί είμαι τζούγκρος...
- Τι είσαι λέει
(από τούτο το μοτο-φόρουμ).
- Μωρέ τζούγκρε, το ρούφηξες πάλι το τόνερ; Δε σου δείξα μωρέ απροχθές ίντα να πατείς;
- Δε γατέω εγώ τέθοια, το πράσινο πατώ κι ό,τι βγει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαμίδι είναι το χαστούκι, η μπάτσα με την παλάμη.
Στραβοπαλαμίδι είναι η ανάποδη, το χαστούκι όχι με την παλάμη, αλλά με το καπάκι του χεριού ή/και το παλαμίδι (με την παλάμη ή το καπάκι) που δεν πετυχαίνει ακριβώς μάγουλο, λόγω πολύ μεγάλης ορμής και δύναμης, και γι' αυτό πονάει και ταπεινώνει υπέρμετρα, αφού εξ ορισμού γίνεται στα πλαίσια χτυπήματος combo. Το «στραβό-» δλδ. μάλλον δηλώνει εδώ ότι πρόκειται για το «ανορθόδοξο» παλαμίδι.
Τοπικός ιδιωματισμός από Δυτική Κρήτη μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
- Με το που μου λέει για τον ξάδερφο και μα μου σου του τον αρχίζω στα παλαμίδια και τα στραβοπαλαμίδια ... τον ουρανό σφοντύλι είδε... - Πάλι δε γαμήσαμε το Σάββατο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μυθικό και υπέρτατο χτύπημα στους τσαμπουκάδες της Κρήτης. Πρόκειται για το λεγόμενο και κουτουλίδι, με το κεφάλι στο κεφάλι του αντιπάλου, το οποίο σύμφωνα με τον θρύλο έχει σταθεί σε ξυλίκια όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και ικανό να επιφέρει νοκ άουτ.
Καύκαλο ή μάλλον καυκί λέγεται το κρανίο (στην Κρήτη πιο ειδικά το πίσω μέρος του κρανίου, αλλά αυτό δεν αφορά εδώ). Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη:
καύκαλο το [káfkalo] O41 : 1. το όστρακο της χελώνας. || (επέκτ.) το κέλυφος των οστρακοδέρμων 2. (λαϊκότρ.) απογυμνωμένο κρανίο. [μσν. καύκαλον < αρχ. καῦκ(ος) `κύπελλο΄ -αλον].
Την εμβληματική της σημασία στους τσαμπουκάδες, η κεφαλιά την αντλεί από το ότι, για να έχει αποτέλεσμα ως χτύπημα, προϋποθέτει κτηνώδη δύναμη αλλά και θάρρος, θράσος και μεγάλη αυτοπεποίθηση - λόγω έκθεσης του κρανίου σε κίνδυνο - από την πλευρά του πλήττοντος.
Ειδικά στην Κρήτη και γενικά σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές, οι κουτουλιές ή τα κατακαυκαλίδια είναι το χαρακτηριστικό χτύπημα στις συγκρούσεις των κριαριών, συγκρούσεις που είναι χαρακτηριστικές για τη βαρβατίλα, την συντριπτικότητα των πληγμάτων και την αυτοκαταστροφική άγνοια κινδύνου των μαχητών. Αρκετές φορές το κρανίο των κριών ανοίγει και φαίνεται μυαλό, ενώ αν βρεθεί άνθρωπος ή ζώο μεταξύ κεφαλιών έχει πάει στο διάολο.
- Δε με νοιάζει ... δε με νοιάζει να σου παίξω το κατακαυκαλίδι να πάεις από κεια που 'ρθες....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ψυχιατρικός ασθενής ή σκέτο «ψυχιατρικός» ή, κατά το πολιτικά ορθόν, ο «χρήστης ψυχιατρικών υπηρεσιών». Ο άνθρωπος, δηλαδή, που, όχι απλά αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και έχει νοσηλευτεί εξ αιτίας τους (ή εξ αιτίας συγγενών, γειτόνων, ψυχιάτρων, κράτους και καπιταλισμού). Χρησιμοποιείται είτε για συντομία, είτε από διακριτικότητα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο θαμώνας των παγκακιών και λοιπών μη καφετεριακών περιοχών της πλατείας Εξαρχείων. Ιδιαίτερα λοιδωρημένη, δικαίως ή αδίκως δε μας απασχολεί εδώ, κατηγορία ανθρώπου, για την περιγραφή της οποίας πάντως κυκλοφορούν και μπορούν να σχηματιστούν πλήθος δόκιμοι όροι με τα πρώτα συνθετικά
«μπαχαλο-», «αναρχο-», «πρεζο-», «καφρο-»,
και τα δεύτερα συνθετικά
«- χαοτικός»,
«-χουλιγκάνος»,
«-πάνκης«
»-...κι έτσι.
Ο όρος προέρχεται από την ιδιόλεκτο των (λοιπών) αναρχικών, για τη δράση των περισσότερων από τους οποίους ο πλατειακός από ένα σημείο και μετά είναι παράγοντας εντροπίας και εντροπής.
- Και ύστερα...;
- Και ύστερα σκάσανε οι πλατειακοί....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.
Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.
Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.
- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified