Ο τσακωμός μεταξύ γυναικών, ο γυναικοκαβγάς, που χαρακτηρίζεται συνήθως από έντονο μαλλιορουχοτράβηγμα και τσαντιές, καθώς και νυχιές, χαστούκια και τσιρίδες, που φέρνουν σε πραγματικό καβγά μεταξύ γατιών, ενώ πάντως το υβρεολόγιο που τον συνοδεύει δεν έχει όρια. Σε αντιδιαστολή προς τον αντρίκειο ρε παιδί μου καβγά, ένας γατοκαβγάς, στ' αρχικά του στάδια τουλάχιστον, δεν περιλαμβάνει γροθιές ή έντονη σωματική πάλη, δεν έχουμε όπως λέμε πιάσιμο στα χέρια.

Γενικότερα μπορεί να λεχθεί για καβγά που φέρνει σε γυναικοκαβγά, για θηλυπρεπή καβγά –όπως θα περίμενε ας πούμε ο ελληναράς άντρουλας να 'ναι ο τυπικός καβγάς μεταξύ δύο γκέηδων.

Πρόκειται φαίνεται για μεταφορά του αγγλικού catfight, που σύμφωνα με την αγγλική Γουικιπίντια αναφέρεται σε γυναικοκαβγάδες ήδη από το 1854, ενώ το καβγάς (που πολλοί γράφουν και καυγάς) προέρχεται απευθείας απ' το τούρκικο kavga.

Συνώνυμα: μαλλιοτράβηγμα, μαδομούνι.

  1. Ο τρόμος είναι περισσότερος είτε μιλάμε για τον φριχτό θάνατο του Madsen, είτε για το θάψιμο της ζωντανής Bride, είτε για τον τελικό γατοκαυγά Bride και Elle. (από κριτική στο «Κιλ Μπιλ δύο» σε φόρουμ)

  2. [...] Στην πιο αβανταδόρικη σεκάνς, αυτή της τηλεοπτικής αντιπαράθεσης μιας δημοσιογράφου με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά της Έλλης Στάη και μιας ηθοποιού κράμα μεταξύ Άντζελας Δημητρίου, Μιμής Ντενίση και Αλίκης Βουγιουκλάκη, λείπει το νεύρο και χαλάει η κλιμάκωση του επακόλουθου γατοκαυγά. (από κριτική στο «Ιλουστρασιόν» αυτήν τη φορά, στο Λάιφο)

  3. — Η κοπέλα μου αρχίζει να γίνεται φίλη με την καλύτερη φίλη μου. Το θεωρείς καταστροφή; (Χρήστος, με e-mail)
    — Για την ακρίβεια, το θεωρώ σπουδαίο. Τις περισσότερες φορές που υπάρχει παραπάνω από μία γυναίκα σε μια σχέση, η ιστορία τελειώνει με μώλωπες και αμυχές από το γατοκαβγά. Φυσικά και πρόκειται να κάνουν πράγματα που θα σε αποκλείουν, να μιλάνε για σένα πίσω από την πλάτη σου ή ακόμα και να σε κάνουν να αισθάνεσαι σαν το τρίτο πρόσωπο στη σχέση. Όμως αυτή η εναλλακτική είναι καλύτερη από την κουρτίνα δύο. Τα κακά νέα είναι πως αργά ή γρήγορα μπορεί και να τελειώσει άσχημα. Τα καλά είναι πως μία από τις δύο τουλάχιστον θα σου μείνει. Είθε να νικήσει η πιο δυνατή.
    (από το Μενς Χελθ!...)

Δες και μαλλί με μαλλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε παιχνίδι στο οποίο οι (πάνω από δύο) παίκτες παίζουν όλοι εναντίον όλων. Προκειμένου συγκεκριμένα για παιχνίδια που τυπικά παίζονται ανάμεσα σε δύο μόνο ομάδες ή παίκτες, ο μαχαιροβγάλτης ή κοψολαίμι είναι μία παραλλαγή που μπορεί να αφορά και δύο και τρεις ή και παραπάνω ομάδες ή παίκτες –και έτσι να αποτελεί ιδανική λύση για συναθροίσεις ατόμων περιττού πλήθους.

Παραδείγματα μαχαιροβγάλτη είναι στα βελάκια το γνωστό κρίκετ (δείτε εδώ) και στο μπριτζ το ραμί (δείτε επίσης και εδώ).

Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο, το κοψολαίμι για τρία άτομα παίζεται ως εξής: οι μπάλες διακρίνονται όχι πλέον σε δύο ομάδες (μονόχρωμες και δίχρωμες), αλλά σε τρεις, τις κάτω ή μικρές (μπάλες 1 ώς 5), τις μεσαίες (μπάλες 6 ώς 10, μαζί και η μαύρη δηλαδή) και τις πάνω ή μεγάλες (11 ώς 15)· οι μπάλες στήνονται στο τρίγωνο αυθαίρετα· ο πρώτος που βάζει μπάλα διαλέγει μία από τις τρεις ομάδες και ο δεύτερος μία από τις δύο που απομένουν, ενώ ο τρίτος αυτόματα έχει την τελευταία· κάθε παίκτης αποσκοπεί στο να βάζει μπάλες των άλλων παικτών ώστε να μείνει ο μόνος που θα 'χει μπάλες στο τραπέζι· το παιχνίδι δεν είναι δηλωτό και συγκεκριμένα ένας παίκτης χάνει τη σειρά του μόνον αν (α) δεν βάλει μπάλα (αν βάλει από τύχη ή κι' αν βάλει δικιά του ακόμα, συνεχίζει), (β) βάλει την άσπρη (η οποία ξαναμπαίνει στο τραπέζι απ' τον επόμενο αυθαίρετα), ή (γ) δεν έχει δική του μπάλα στο τραπέζι (οπότε και έχει χάσει).

Η εμπειρία δείχνει ότι οι μαχαιροβγάλτες είναι παιχνίδια για δεμένες παρέες, μια και η ένταση του ανταγωνισμού, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει στην εκάστοτε τυπική βαριάντα του παιχνιδιού, είναι συχνά τόσες φορές πολλαπλάσια όσοι και οι αντίπαλοι.

Οι λέξεις αποδίδουν το αγγλικό cutthroat. Εκτός από το μεταφραστικό προηγούμενο του μαχαιροβγάλτη, προτείνεται και η μπρουτάλ λεξιπλασία κοψολαίμι, ως πιο ταιριαστή στα στυγνά ένστικτα που ξυπνάει το παιχνίδι (τσεκάρετε και τις αργκό σημασίες του cutthroat στο Ούρμπαν ντίξιονάρι).

Συνώνυμο: όλοι εναντίον όλων.

ΚΟΥΛΗΣ: Έπ! Καυλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Έλα ρε σαχλαμάρα, τί γίνεται;... Απο 'δώ ο φίλος μου ο Τούλης που σού 'λεγα.
ΚΟΥΛΗΣ: Χαίρω πολύ Τούλης. Και στεκάτος βλέπω!...
ΤΟΥΛΗΣ: Δώρο της γκόμενας, μή μασάς.
ΚΟΥΛΗΣ: Αυτά ειναι... Κι' ο Μπούλης πού είναι, θά 'ρθει μόνος του;
ΣΟΥΛΗΣ: Δέν θά 'ρθει μωρ' ο φαλαινοθήρας, μού 'στειλε μήνυμα. Έκανε λέει χθές κάτι ακροβατικά με την καινούργια κι' έπαθε θλάση στον ώμο.
ΚΟΥΛΗΣ: Μπινιάαα... Και τώρα εμείς τί θα παίξουμε, πρωταθληματάκια;
ΤΟΥΛΗΣ: Εγώ παιδιά λέω να πάμε 'ναν μαχαιροβγάλτη μέχρι να σκάσει κάνας άλλος στο μαγαζί.
ΚΟΥΛΗΣ: Τί 'ν' αυτό;
ΣΟΥΛΗΣ: Τσάκω τις οδηγίες, τις τύπωσα τ' απόγευμα.
ΚΟΥΛΗΣ: «Σλάνγκ τζι άρ»;... Τί λέ' ρε φίλε...
ΣΟΥΛΗΣ: Μή κοροϊδεύεις ρε μάπα. Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα.
ΚΟΥΛΗΣ: Κααλά. Γιά να δούμε... «Κάθε παιχνίδι» μπλά μπλά «όλοι εναντίον όλων» μπλά μπλά μπλά «παραλλαγή» μπλά «συναθροίσεις» μπλά μπλά μπλά «κρίκετ» μπλά «μπρίτζ» μπλά «ραμί»... Καλά, ποιός μαλάκας τα γράφει αυτά ρε;
ΣΟΥΛΗΣ: Γιατί;
ΚΟΥΛΗΣ: Τί «ραμί» και «κρίκετ» στα ελληνικά ρε π'στ', να ξεχάσουμε κι' αυτά που ξέρουμε θέλει;... Ψωνάρες, το κέρατό μου μέσα... Τέ'ς πά'... «Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο» –ά, νά εδώ τα λέει... Χμμ... Μά'ιστα... Χμμ... Αχά... Βάζουμε και δικές μας άμα θέμε δηλαδή;
ΤΟΥΛΗΣ: Αμέ, άμα σε βολεύει.
ΚΟΥΛΗΣ: Μά'ιστα... ... Χμμ... ... ;... ;!... !!!... !!!!!... Ρε μαλάκες;!... Εδώ ρε μας έχει κι' εμάς ρε!... Εδώ ρε μιλάει για 'μάς!... Ρέ!... Έχει ακριβώς τι λέμε τώρα ρε μαλάκα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα λέμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διδακτορικό. Συχνό σφάλμα της καθομιλουμένης (καί της καταγραμμένης, βλέπε παράδειγμα 1) που έχει ωστόσο παγιωθεί ως δείγμα καθαρού μπαμπαδίστικου χούμορ. Το αστείο βρίσκεται είτε απλά στο λογοπαίγνιο καθαυτό ή και στην παρομοίωση της εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής με καταναγκαστικές εργασίες σε ολοκληρωτικά καθεστώτα –σε κάθε περίπτωση, δεν το βρίσκουμε καθόλου αστείο, αλλά τέλος πάντων...

Το διδακτορικό προέρχεται από το διδάκτορας, που όπως μας πληροφορεί ο τέως πλάστηκε το δέκατο ένατο αιώνα με βάση το διδάσκω για να αποδώσει το γερμανικό Doktor (< λατ. doctor < doceo), ενώ το δικτάτορας προέρχεται απευθείας από το λατινικό dictator (< dicto).

  1. Καλέ, τι έγραψα; Δικτατορικό; Χα χα χα! Διδακτορικό ήθελα να γράψω. Και πάλι χα χα χα! (σχόλιο σε ιστολόι)

  2. Δεν επέλεξα να κάνω μεταπτυχιακό για να έχω απλά ένα «μπόνους» στο βιογραφικό, ή για να μπω πιο εύκολα στο δημόσιο. Το έκανα απλά γιατί το ήθελα και με ενδιέφερε να εντρυφήσω λίγο παραπάνω σε κάποια πράματα τα οποία θεωρούσα ήδη πολύ ενδιαφέροντα. Και γι αυτό άλλωστε προχωράω και στο διδακτορικό (ή στο «δικτατορικό», όπως το λέει και ο νονός μου… :) ) (από ιστολόι)

  3. Άστα! Έχω πήξει άσχημα... Δουλειές! Όλη μέρα στο λαπι-τοπ. Καταραμένο διδακτορικό! Δικτατορικό έπρεπε να το λένε... σνιφ! (από φόρουμ)

Δες και πουτσουντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην καθομιλουμένη και ειδικότερα στη μαθηματική, τρύπα σε μία απόδειξη είναι κάθε λάθρα αναπόδεικτος ισχυρισμός, δηλαδή μία συνεπαγωγή που σε προσεκτική εξέταση δεν φαίνεται να εξηγείται με ικανοποιητική σαφήνεια και πληρότητα, άρα δεν πείθει εντελώς και εγείρει αμφιβολίες γύρω από το έγκυρό της. Όταν μία απόδειξη έχει τρύπες λέμε επίσης ότι η απόδειξη μπάζει.

Χωρίς καμιά υπερβολή, μπορεί κανείς να πει ότι οι τρύπες είναι το αντικείμενο της καθημερινής δουλειάς του μαθηματικού. Καταρχήν, κάθε επίδοξο θεώρημα –δηλαδή κάθε ισχυρισμός για απόδειξη– είναι το ίδιο μια μεγάλη τρύπα. Ύστερα, η περιβόητη διαδικασία της απόδειξης συνίσταται στο σταδιακό βούλωμα της μεγάλης τρύπας με απώτερο στόχο είτε να στεγανοποιηθεί το όλο πράμα, είτε οι τρυπούλες που θα παραμείνουν κόντρα σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια να είναι τόσο μικρές που δεν θα τις διακρίνει ούτε ο πιο εξονυχιστικά λεπτολόγος ρεφερής.

Γιά πάμε λοιπόν όλοι μαζί: Τι σκατά τελικά κάνει ένας ερευνητής μαθηματικός μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει; Τη βουλώνει την τρύπα...

  1. Οι 5 τρύπες στις αποδείξεις του κ. Αλογοσκούφη (τίτλος άρθρου στον τύπο)

  2. Δε συμφωνώ με το σκεπτικό σου. Μια μαθηματική διατύπωση είναι λάθος μόνο όταν υπάρχει «τρύπα» στην απόδειξη. (από φόρουμ)

  3. — Τί θα γίνει ρε ρεμπεσκέ, θα το τελειώσεις καμιά φορά το ρημάδι το δικτατορικό;
    — Άσε ρε, πάω να τρελαθώ. Τρία χρόνια η ίδια ιστορία, μιά τρύπα κλείνω, δυό ανοίγουν. Σωστή λερναία ύδρα.
    — Ακόμα ρε με την ίδια 'πόδειξη τραβιέσαι;
    — Τί να πώ ρε φίλε. Η μάλλον, ένα έχω να πώ: κατάλαβα επιτέλους πώς τόσοι μαθηματικοί το γυρνάν στην ενθεΐα.
    — Παρακαλώ;!...
    — Λέω, έχω καταφύγει στην υπέρτατη μέθοδο απόδειξης: κομποσκοίνι, προσευχή και κεράκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι πολλές οι λέξεις και οι εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι έλληνες σε συνομιλίες, όταν θεωρούν τα λεγόμενα των συζητητών γελοία, εσφαλμένα, βαρετά, ανεπίκαιρα, ή ακόμη εριστικά και προσβλητικά, και τελοσπάντων, άξια γείωσης εδώ και τώρα. Αυτή η γείωση μπορεί να γίνει με δύο βασικούς τρόπους: (α) αντρίκεια και στα ίσια, σε φάση «σόρι κιόλας, αλλα δέν έχω όρεξη ν' ακούω τις παπαριές σου και θα το εκτιμούσα αν το βούλωνες», ή (β) μάγκικα και έμμεσα (σ.ς. τώρα καταλαβαίνω γιατί θα μπορούσε, όπως έχει ειπωθεί, ο Πετρόπουλος να αποκάλεσε την αργκό «γλώσσα των φλώρων»). Εδώ θα πιάσουμε τη δεύτερη κατηγορία, μιά και η πρώτη δέν χρειάζεται ανάλυση, είναι αυτό που είναι.

Τις μάγκικες αυτές ατάκες, που μπορούμε να τις πούμε ακυρωτικές, απαξιωτικές, αποστομωτικές, αφοπλιστικές, καπελωτικές, ξενερωτικές και αλλιώς ίσως, εδωπέρα θα τις λέω για συντομία γειώσεις.

Οι γειώσεις μπορούν να είναι απλές δηλώσεις, εμβόλιμες στη συζήτηση με μορφή σχολίου, ή συνηθέστερα ευθείες απαντήσεις σε ερώτημα που έχει τεθεί –πράγμα φυσιολογικό, μια και σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως βαριέται κανείς να γειώνει τον κάθε πρήχτη, εκτός κι' αν ο άλλος του απευθύνει σαφώς το λόγο. Απώτερος στόχος κάθε γείωσης είναι η άμεση λήξη της συζήτησης ή απλά η γελοιοποίηση του συζητητή, ενώ πολλές φορές μπορεί να λέγεται και πειραχτικά, για αστείο.

Στοιχειώδης γραμματική ανάλυση

Μία γείωση αναιρεί τα συμφραζόμενα αυτού που έχει ειπωθεί με τρόπο που να το αφήνει μετέωρο και έτσι να το απαξιώνει, να το γελοιοποιεί και τελικά να το ακυρώνει, και αυτό μπορεί να γίνει τουλάχιστον σε δύο επίπεδα, το συντακτικό και το σημασιολογικό.

Στο πρώτο, το συντακτικό, και μάλλον το πιο συνηθισμένο, η ατάκα μπορεί να είναι παρήχηση των προλεγόμενων ή και να ομοιοκαταληκτεί:

— Δέ μπορώ να το χωνέψω ρ' εσύ!... Να μου πεί εμένα που τον έχω κάνει θεό οτι με βαρέθηκε τόσους μήνες που τάχα λέει τον έπρηζα και όλο λέει του τσαμπούναγα μαλακίες;!... Άκου «του τσαμπούναγα»!... «Του τσαμπούναγα» μου είπε ρ' εσύ... Μα, «του τσαμπούναγα»;...
— Και την πούτσα μου κούναγα...
— Ορίστε;
— Λέω, πάρ' το απόφαση φιλενάδα: οτι είσαι ολίγον τί πρηχτρί, είσαι. Πάμ' παρακάτ'.

Τα συντακτικά αυτά λογοπαίγνια μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές γειώσεις, μια και η σημασία που δευτερεύοντα προκύπτει είναι συνήθως χτυπητά διαφορετική από τη σημασία των προλεγόμενων.

Άλλο πολύ συχνό είδος συντακτικής γείωσης είναι μία ερώτηση να απαντιέται πάλι με ερώτηση:

— Πώς;
— Έλα;
— Τί είπες;
— Ποιός ήρθε;
— Με κοροϊδεύεις ρε;
— Εσύ τί λές;

Από την άλλη, σε σημασιολογικό επίπεδο, η ατάκα ερμηνεύει τα προλεγόμενα σε διαφορετικά συμφραζόμενα από τα αρχικά, πιχί, από μεταφορά στην κυριολεξία ή αντίστροφα:

— Πέτυχα χθές το Βούλη φίλε.
— Δέ μ' ενδιαφέρει, τά 'χω κόψει αυτά...
— Άκου ρε να σου πώ. Έχει καβατζώσει λέει πράμα πρώτης, καλαματιανό τεφαρίκι που σε στέλνει. Βάζουμ' απο μιά πενηνταρού;
— Σε στέλνει και πού σε πάει;
— Στο υπερπέραν ρε φίλε, άκου «πού σε πάει»!...
— Δέν θέλω να πάω στο υπερπέραν, πέφτει μακριά 'π' την έβγα και δέ μπορώ τους μπάφους χωρίς σοκολάτα.
— Καλά, γιατί γίνεσαι μαλάκας τώρα ρε φίλε;
— Γιατι δέ μ'ενδιαφέρει ρε σου λένε, τό 'κοψα, καταλαβαίνεις ελληνικά;!...

Η επανερμηνεία μπορεί να γίνει και σε εντελώς ασυνάρτητα συμφραζόμενα (πολύ χρήσιμος εδώ ο τιραμισουρεαλισμός), και χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα συντακτικού λογοπαίγνιου:

— Έφερες πατάτες;
— Ναί.
— Και λάδι που δεν είχαμε;
— Κι' απ' αυτό.
— Κρεμμυδάκι;
— Ναί...
— Φρέσκο λέω, να βάλουμε στη σαλάτα.
— Κατάλαβα.
— Γιατι χωρίς κρεμμυδάκι δέν γίνεται σωστή η πράσινη.
— Ναί.
— Ε έφερες;
— Βασικά, πέρασα 'π' τον Μπάμπη το μανάβη και μου λέει οτι δέν έχει κρεμμυδάκι, το κάπνισε όλο χθές που ξέμειν' απο χόρτο.
— ...
— Έφερα τελοσπάντων.

Ακόμη, ατάκες που διαβρώνουν καί το συντακτικό καί το σημασιολογικό επίπεδο της κουβέντας, και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν γειωτικά, είναι οι λετριστικές:

— Ρε ποιός Αϊνστάιν να πούμε... Τί θα ήταν ο Αϊνστάιν αν δεν ήταν ο Καραθεοδωρής, άσχετοι; Αφού κι' ο ίδιος το έγραψε, «όλα τα χρωστάω στο μεγάλο μου δάσκαλο, τον έλληνα Καραθεοδωρή».
— Όλα έ;
— Όλα. Αφού το έγραψε ο ίδιος λέμε –δέ ξέρω, στο βιβλίο του εκεί με τη θεωρία της σχετικότητας ξερω 'γώ–, έγραψε «τις θεωρίες μου και τις ιδέες μου τις οφείλω όλες στο δάσκαλό μου, τον»–
— «Έλληνα Καραθεοδωρή», εντάξει. Αλλα δέ μας λές, εσύ που τα ξέρεις αυτά: ο Καραθεοδωρή τί λέει, το σύμπαν είναι ολόπρωτο και ζινεξεριτάλ κατα την αβήλωτο;
— Έ;... τί;...
— Γιατι ρε παιδί μου λέω, αν πρόκειται για κόλνυμπαν και πέριστρο και δή το περιτάλι, στην Αστρονομία του εικοστού πρώτου αιώνα εννοώ –και μετά τον Αϊνστάιν–, τότε να το δεχτώ αυτό με τον Καραθεοδωρή.
— ...Ε... εντάξει... Κοίτα να δείς, αυτό που λές δέν το θυμάμαι τώρα καλά–
— Ε τότε παράτα τα 'φτά, και γύρνα το επιτέλους γιατι μύρισε νύχι να πούμε [παπαρολόγε ελληνάρα, σιχτίρ]...

Παγιωμένες γειώσεις

Οι γειώσεις είναι φαινόμενο γενικό στον καθημερινό λόγο και ειδικά στην αργκό, το οποίο παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περίσταση κάθε φορά. Πολλές απ' αυτές πάντως έχουν παγιωθεί και ακούγονται αρκετά συχνά ώστε η καταγραφή τους να 'χει νόημα –κάποιες τέτοιες ακολουθούν στα παραδείγματα (που με τη βοήθεια του κοινού, μπορούν να συμπληρώνονται με τον καιρό):

Νομίζω ότι εδώ υπάρχουν αρκετές στρατηγικές γείωσης. (από Khan, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτατικό πρόσφυμα της αργκό. Εμφανίζεται σε λέξεις που καταλήγουν ήδη σε συλλαβή με αρχικό ταυ, την οποία και αναδιπλασιάζει με συμπλήρωμα το ίδιο φωνήεν –ή και αναπολλαπλασιάζει για μεγαλύτερη έμφαση.

Σε κάθε περίπτωση η λέξη που προκύπτει τείνει να είναι προπαροξύτονη ή ακόμη και προ-προπαροξύτονη, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η λέξη που επιτείνεται είναι επίθετο ή επίρρημα ήδη σε υπερθετικό βαθμό, πιχί, ωραιότατατα (δες ωστόσο σοτοτό). Συνήθως, τέλος, προφέρεται αργά για ακόμη περισσότερη έμφαση.

Προέρχεται φαίνεται από την επανάληψη του ταυ στον υπερθετικό βαθμό επιθέτων και επιρρημάτων σε -τατος και -τατα, η οποία, παρηχητική καθώς είναι, λειτουργεί αποτελεσματικά ως επιτατικό.

Παράβαλε λέμετε, απολελέ και τρελελέ.

Φιλολογικές ανησυχίες

Το -τ- είναι από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό ένθημα που απαντιέται στην αργκό. Απ' την άλλη, δεδομένης και της σπανιότητας των ενθημάτων γενικότερα, μπορεί κανείς να μήν το θεωρήσει ένθημα αλλα πάντοτε επίθημα που αναδιπλασιάζει την τελευταία συλλαβή της λέξης, άποψη που εξηγεί και την εμφάνιση προ-προπαροξύτονων, τότε όμως θα οδηγιόταν αναγκαστικά σε γραφές όπως εννοείταιται (βλέπε πρώτο παράδειγμα). Τί μας λέν οι επαΐοντες;...

  1. — Τελικά θα έρθεις αύριο βράδυ στο πάρτι;
    — Ενοείτεται!... Θα λείψει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή;

  2. — Αλήθεια καύλα μου να σου κάνω ότι θέλω;...
    — Ότι θές εσύ μωρό μου...
    — Ότι, όμως;...
    — Ότιτι λέμε αγόρι μου, έλα!...
    Μισό... [μπλίπ, μπλίπ μπλίπ, μπλίπ, μπλίπ μπλίπ μπλίπ...]
    — ...Τί κάνεις εκεί;...
    — Στέλνω εσεμές στ' αλάνια για να φέρουνε και ούζα μωρό μου... Χέχ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόθημα που αντικαθιστά το φιλο- στις λέξεις φιλολογία, φιλοσοφία και τα ομόρριζά τους.

Πρόκειται για λογοπαίγνιο με τον φελλό, που όπως είναι γνωστό σημαίνει στην καθομιλουμένη τον επιφανειακό, αναξιόπιστο, επιπόλαιο και βλάκα άνθρωπο.

Γράφεται (εσφαλμένα) και με ένα λάμδα.

  1. Ποιος ήταν εκείνος ο αρχαίος φελλόσοφος, ο οποίος αργόσχολος ων είχε παρατηρήσει τούς κύκλους που κάναν οι σοδειές στο χωριό του και νοικιάζοντας μισοτιμής τα χτήματα παραμονές «παχιών αγελάδων» χέστηκε μεν στο τάλιρο, τάπωσε δε και τούς συγχωριανούς του που τον έβριζαν ανεπρόκοπο...; (από φόρουμ)

  2. Παρεξηγημένος φΕλόσοφος ίσως είναι ο Νίτσε. Όχι όμως και φιλόσοφος... (από φόρουμ)

  3. Οχι αρνουμαι να γραψω σε greekglish τωρα που εχω τν δυνατοτητα να γραφω με ελληνικους χαρακτηρες.Οχι τιποτα αλλο ειχα αρχισει να κανω τρελα ορθογραφικα φελλολογος ανθρωπος. (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Φιλοσοφίες και «Φελοσοφίες»: Διότι οι φιλοσοφίες σώζουν αλλά ξεχνιούνται, ενώ οι «φελοσοφίες» πάντα επιπλέουν!!
    (ιστολόι)

  5. Οι φελόλογοι μένουν στην επιφάνεια (από ελληνική ιστοσελίδα αργκόσχολων)

(από Vrastaman, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο αισχρό, ανήθικο, εγωιστικό, ύπουλο, κακοπροαίρετο. Στη χειρότερή του, ένας μοχθηρός άνθρωπος, χωρίς όσιο και ιερό, που να πνίγεσαι δεν θα σου πετάξει σωσίβιο αν δεν τον συμφέρει, ή και θα σου κάνει πουστιά για δικό του όφελος ή και για την πλάκα του, και που θα φοβόσουν να του γυρίσεις την πλάτη σε καβγά. Ένα πραγματικά κακό δείγμα ανθρώπου, σύμφωνα με τις περισσότερες γνωστές ηθικές.

Κωλάνθρωπος μ' άλλα λόγια είναι ο τσόγλανος, το κωλοπαίδι που πια μεγάλωσε.

Συνώνυμα: λέρα, παλιάνθρωπος.

Η λέξη χρησιμοποιείται βέβαια πολύ συχνά σε υβρεολόγια, ωστόσο διατηρεί την παραπάνω ειδική σημασία του ανήθικου και κακόβουλου εγωιστή και όχι τόσο την πιο γενική και ουδέτερη μειωτική σημασία, αυτή δηλαδή που θα περίμενε κανείς να έχει κρίνοντας από τη γενικότερη λειτουργία του κωλο- · η τελευταία πάντως διατηρείται στον ασυναίρετο τύπο κωλοάνθρωπος.

  1. — [...] ολες τις αγωνίες μας για ενα καλύτερο μέλλον μαζί με τα αιώνια περίμενε [...] ήταν τελικά...για να κληρονομήσουν την κοινωνία..οι αρκουδόμαγκες, λοιπόν σε εχω χεσμένο κι εσένα και την ομάδα σου και οτι αντιπροσωπεύεις, ομάδες και κουραφέξαλα είναι προφάσεις να δείχνεις τη μαγκιά σου στους άλλους. [...] Κι εμένα με λένε Παναγιώτη Χατζηπαπαροπαρασκευόπουλο.. μένω Σαχλαμάρας και Χασούρας γωνία στο 3ο όροφο...πάνω απο τη Χασαποταβέρνα τα Όρνεα... α ρε κακομοίρη.
    — Αντε ρε καραγκιοζη που θα μας απειλησεις κιολας επειδη δεν μπορεις να καταλαβεις ορισμενα πραγματα. μαλακισμένο όπου και όποτε θες. λυπάμαι που ένας κωλάνθρωπος καταφέρνει να με κάνει να φερθώ σαν 17χρονο αλλά so be it. οπότε ξαναλέω, κουράδι, όπου και όποτε θες, σε PM και φυσικά σαν άντρας όχι με παρέα.
    (από φόρουμ)

  2. ag****sou re kwlobatse tou kerata, [...] kwlanthrwpos eisai, kai gw kserw na ypokrinomai re ba***de. eisai gia lypisi re kwlobatse... (από σχόλια στο γκρικ τιουμπ πάνω σε συνέντευξη παλικαριού της αστυνομίας)

  3. — Κάτι τέτοιοι με κάνουν να αναθεωρώ για τη θανατική ποινή... Αν μπορεί κάποιος να το κάνει αυτό στο παιδί του τότε γιατί να υπάρχει...
    — Well δεν ήταν σίγουρα τόσο πολύ κωλάνθρωπος, είχε πιεί έτσι; μη το ξεχνάμε. Και σε καμία περίπτωση δεν τον δικαιολογώ. (από φόρουμ)

  4. — Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αφήνουν να κυκλοφορεί ελεύθερο αυτό το βίντεο.
    — Πρέπει να κυκλοφορεί, μπας και ευαισθητοποιηθεί κανένας και μαθευτεί ποιός κωλάνθρωπος, αν μπορεί να ανομαστεί έτσι, έμαθε το παιδάκι να καπνίζει. Να τιμωρούνται τέτοιοι μαλάκες!
    (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published

Κωλάκιας είναι ο άντρας που γουστάρει περισσότερο τον κώλο στη γυναίκα, ενώ βυζάκιας αυτός που γουστάρει περισσότερο τα βυζάκια (ε ναι, αυτό το υποκοριστικό με έδωσε ήδη στεγνά, το ξέρω, αλλά δε μπορούσ' αλλιώς).

Λέγεται προφανώς για ετεροφυλόφιλους (ή άντε, αμφιφυλόφιλους) άντρες, αλλά ίσως και για ομοφυλόφιλες γυναίκες (δεν το ξέρω, ούτε και αν υπάρχει θηλυκός τύπος σ' αυτήν την περίπτωση).

Ο μέγας κοινωνιολογικός νόμος της διχοτόμησης εφαρμόζεται λοιπόν εδώ στο υπερπανίσχυρο φύλο. Και δεν πρόκειται βέβαια απλά για διάκριση σε τουρκόφιλους και ισπανόφιλους, αλλά για ζήτημα μεγάλου βάθους (ή όγκου, ανάλογα) που μπορεί να παρασύρει τον πιο πολλά βαρύ και όχι άντρα σε λυρικές ποιητικές εξάρσεις που θα ζήλευε κι' ο Λουντέμης, ή τον πιο σμπόκο κάγκουρα σε εμβριθείς αναλυτικές επιχειρηματολογίες που θα ζήλευε κι' ο Καστοριάδης, και όλα αυτά στα πλαίσια ενός αρχικού αντρικού δεσίματος ή ενός κατοπινού, με αμείωτη ένταση επανερχόμενου λάιτ μοτίφ, απ' αυτά που συχνά χαρακτηρίζουν τις αντρικές φιλίες.

Κάποιες αλήθειες για τους κωλάκηδες και τους βυζάκηδες:

  • Μπορεί να μην είσαι ούτε Πάοκ ούτε Άρης, ούτε Νουδού ούτε Πασόκ, ούτε κιθαρίστας ούτε ντράμερ, ούτε Μαντόνα ούτε Μάικολ Τζάκσον· αλλά είσαι είτε κωλάκιας είτε βυζάκιας.
  • Ο κολλητός σου ξέρει αν είσαι κωλάκιας ή βυζάκιας· η γκόμενά σου όχι απαραίτητα.
  • Ο σωστός κωλάκιας ξέρει τον καλό κώλο ακόμα κι' αν η γκόμενα στήνεται στα τέσσερα· ο σωστός βυζάκιας ξέρει τα καλά βυζάκια ακόμα κι' αν η γκόμενα ξαπλώνει τ' ανάσκελα.
  • Αν δεν είσαι ούτε κωλάκιας ούτε βυζάκιας είσαι αδερφή· αλλά όχι και αντίστροφα.
  1. Βυζάκηδες VS Κωλάκηδες...: Λοιπόν το προαιώνιο δίλημμα έρχεται να χτυπήσει την πόρτα και του αγαπητού μας φόρουμ! Το πράγμα είναι απλό. Ψηφίστε τι προτιμάτε περισσότερο, στήθος ή οπίσθια ΚΑΙ αιτιολογήστε! Χαζές επιλογές τύπου «και τα δύο» η «εγώ κοιτάω τον εσωτερικό της κόσμο» δεν υπάρχουν, κρίνονται απαράδεκτες και γενικά δεν μας απασχολούν. Γράψτε τις αλλού. Εδώ είναι καθαρά σαρκικού περιεχομένου θρεντ. (από φόρουμ)

  2. — Ποιά είναι η στάση που προτιμάτε στο σεξ;
    — Έχω την εντύπωση ότι για τους άντρες ισχύει το εξής: Αν είσαι βυζάκιας, από πάνω η γυναίκα. Αν είσαι κωλάκιας, στα 4. Αν είσαι μαλάκας, ιεραποστολικό.
    (από το μπουρδέλα τι βι)

(από patsis, 06/06/13)

Δες και Βυζιγότθοι και Οστρογόφοι. Ακόμη: μουνάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified