Η κακιασμένη ξινίχλα αδελφή. Που έχει υιοθετήσει την γυναικεία ξινίλα στα μούτρα του και στη συμπεριφορά του.

Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε, όχι ντε και καλά για ομοφυλόφιλο (ίσως μάλιστα σπανιότερα), ακριβώς όπως και τα βρωμόπουστας, σκατίπουστα κττ. Έχει δηλαδή σκοπό πιο πολύ να υποβιβάσει τον άλλον (χρησιμοποιώντας την κατάληξη που δηλώνει ομοφυλοφιλία), παρά να υποδηλώσει ότι είναι πράγματι αδελφή. Κι αυτό γιατί, παρά τις κοινωνικοσεξουαλικές προόδους μας, εξακολουθεί η κατηγόρια αυτή (το να σε πουν αδελφή) να είναι βαριά κι ασήκωτη για ένα ντούρο σερνικό...

Απ' όσο ξέρω δε, το λένε κατά κόρον και οι ίδιοι οι γκέοι για άλλους τέτοιους -και δη με περισσότερη έμφαση.

Ηπιότερο και μάλλον χαριτωμένο συνώνυμο είναι και το «ξινομυζήθρα».

- Αν μη τι άλλο ο ΧΨΖ σαν πολιτικός έχει αρχίδια.
- Ίσα ρε με την ξινόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικώς πώς, ονομάζεται περιπατητήρας και είναι το εργαλείο που βοηθάει τα αδύναμα γερόντια να βολτάρουν χωρίς να πέφτουν κάτω (για να μην πάνε από πέσιμο).

Στην καθομιλουμένη ονομάζεται «πι», καθότι το σχήμα του μοιάζει με αυτό του γράμματος Π.

Είδη: απλός, με ειδικό σχήμα για να βοηθάει στο σήκωμα, απλός πτυσσόμενος, πτυσσόμενος με ροδάκια, τροχήλατος (για τούρμπο γέρους), τροχήλατος με καλαθάκι για τα ψώνια (για τούρμπο γριές).

- Δεν νομίζω να πάει αυτή τη φορά ο γέρος σου να ψηφίσει;
- Τι λες καλέ... Έτοιμος είναι, αυτός δεν τό 'χει σε τίποτα να πάει και με το πί...
- Ωχ παναγιά μου...

το κλασικό απλό πι (από ironick, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Last Chrismas I gave you my heart λέει ο μεγαλοαοιδός Γιώργος Μιχαήλ, αχ και καβλώνουν τα κοριτσάκια (και οι μεγαλοκοπέλες), και κλαψουρίζουν, και κάθε χριστούγεννο περιμένουν να τους κάτσει κανας γκόμενος ή τεσπα να μην τους φύγει ο υπάρχων (τουλάστιχον για τις γιορτές! γιατί αμάν πια με αυτή τη γκαντεμιά με τις γιορτές! πάλι μόνη;;; πάλι χωρισμένη;;; τι θα λένε οι άλλες... πώς θα βγω έξω, με τι μούτρα, να πάω πού, που θα είναι όλες οι καργιόλες ζευγαρωμένες και γω μόνη, μόνη σαν την ανεμώνη και ξινή σαν το λεμόνι... ασταδιάλα με τις γιορτές, όλα σκατά πάνε πάντα, αχ κι είναι τόσο ωραία ρε γαμώτοοο... αν έχεις γκόμενοοο... τόσο γούτσου, τόσο γλυκάαα, κεράκια, χρωματάκια, δωράκια, παρτάκια, σεξάκι, σπιτάκι, έξω κρύο, τι καλάαα... πρέπει επειγόντως να πηδηχτώ μέχρι τις γιορτές, να έχω κάποιον μαζί μου... φτάνει που πέρασε το καλοκαίρι και ήμουν μόνη, πάααλι; και τώρα;;; δεν αντέχω... μπούχουχουουουου) - ε και το σερνικό που τυλίχθηκε στις πλεκτάνες του μικροαστικού ψυχικού καταναγκασμού του γκομενακίου το οποίο τον ήθελε ως αξεσουάρ δια τας εορτάς, την κατάλαβε τη δουλειά το αστέρι (αφού καλογάμησε κι αυτός ο κουραδόμαγκας βέβαια, γιατί όμοιος τον όμοιο αγαπά κι όμοιος τον όμοιο θέλει), ξεκαβάλησε, και ωιμέ, για τα επόμενα χριστούγεννα ένα έχει να της πει:

Τα περασμένα Χριστούγεννα σου 'δωσα την καρδιά μου, αυτά τα Χριστούγεννα παρ' τα αρχίδια μου!

=============
Jonas νουνός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά-αντίκα.

Φαίνεται ότι η λέξη αυτή ήταν βρισιά κάποτε, επί Ναπολέοντος Βοναπάρτη προφ. Δεν ξέρω αν ήταν διαδεδομένη, δεν ξέρω πόσο βάστηξε, δεν την είχα ακούσει ποτέ μου, μέχρι που διάβασα κάτι (βλ. παράδειγμα) και είπα να την καταγράψω εδώ να υπάρχει.

Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ένα από τα μέγιστα ψώνια της Δυτικής Ιστορίας, εννοείται ότι δεν έχαιρε εκτίμησης από όλον τον κόσμο και δη από μη Γάλλους, οι οποίοι τον είχαν ακουστά μάλλον ως άπληστο κατακτητή παρά ως ενοποιητή μιας μεγάλης Ευρώπης...

Συνεπώς το όνομά του (όχι το Ναπολέων, καθότι έχει ένα γκλάμουρ, λέων αφού) χρησιμοποιήθηκε από κάποιους ως βρισιά υποδηλούσα τον τσαρλατάνο, τον καιροσκόπο, τον απατεώνα.

Από το βιβλίο του Άλκη Ξ. Ξανθάκη «Ιστορία της Ελληνικής φωτογραφίας 1839-1970», εκδ. Πάπυρος 2008, κεφ. 2, 'Oι πρώτοι φωτογράφοι στην Ελλάδα', σ. 14-15

«Ο Άγγλος περιηγητής και ζωγράφος Edward_Dodwell επισκέφτηκε την Ελλάδα την περίοδο 1801-1806. Η φωτογραφία δεν είχε ακόμα εφευρεθεί, γι' αυτό είχε φέρει μαζί του μια camera obscura την οποία χρησιμοποιούσε για να αντιγράφει διάφορα τοπία. Στο βιβλίο του A Classical and Topographical Tour Through Greece During The Years 1801, 1805 and 1806 (Λονδίνο 1809), αναφέρει μια εμπειρία του, όταν πήγε να σχεδιάσει με τη μηχανή του αυτή τον Παρθενώνα.

''Μια μέρα, καθώς προσπαθούσα να σχεδιάσω τον Παρθενώνα με τη βοήθεια σκοτεινού θαλάμου, ο Δισδάρης*, έκπληκτος από το φαινόμενο που αντίκρυζαν τα μάτια του, με ρώτησε (...) τι θα σκάρωνα με την παράξενη αυτή μηχανή. Επιχείρησα να του εξηγήσω, τοποθετώντας ένα άσπρο φύλλο χαρτιού και βάζοντάς τον να κοιτάξει μέσα στον σκοτεινό θάλαμο. Μόλις όμως είδε τον ναό να αντανακλάται αμέσως πάνω στο χαρτί με όλες του τις γραμμές και τα χρώματα, φαντάστηκε ότι μπόρεσα να το πετύχω αυτό χάρη σε κάποια μαγική διαδικασία... Όπως ξανακοίταξε μέσα στον σκοτεινό θάλαμο (...) έτυχε να περάσουν κάποιοι από τους στρατιώτες του μπροστά από το αντανακλαστικό γυαλί της μηχανής. Και τότε ο κατάπληκτος Δισδάρης τους είδε να περπατούν πάνω στο χαρτί, έγινε έξω φρενών και, αφού με αποκάλεσε γουρούνι, διάβολο και Βοναπάρτη, μου είπε ότι αν ήθελα μπορούσα να αποσπάσω από την Ακρόπολη και τον ναό τις πέτρες, αλλά δεν θα μου επέτρεπε ποτέ να κλείσω με μάγια τους στρατιώτες μου μέσα στο κουτί του (...). Του είπα πως, αν δεν με άφηνε ήσυχο θα έβαζα τον ίδιο μέσα στο κουτί μου απ' όπου δύσκολα θα κατάφερνε να ξαναβγεί (...). Από τότε (...) απέφευγε να με πλησιάζει και δεν με ξαναενόχλησε ποτέ.''

*Ο Τούρκος φρούραρχος της Ακρόπολης.

Ο πίνακας του Vernet (από Khan, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Σε συμπλήρωση του υπάρχοντος ορισμού του Γκάτσμαν και του λήμματος σαλάμι του Χάνκοντα, έχω να σας πω ότι υπάρχει και η περίφημη στολή «κρεμμύδι» (στολή εδώ νοείται η τακτική ντυσίματος και όχι ο τύπος εμφάνισης).

Πρόκειται για το έξτρα βολικό και πρακτικό σύστημα του να φοράς πολλά και διάφορα ρούχα, το μέσα-μέσα απαραιτήτως ελαφρύ έως απειροελάχιστο, το αμέσως επόμενο λίγο πιο «ρούχο», το μεθεπόμενο κάτι παρόμοιο, το παραπάνω τ. ζακετάκι, πάνω απ' όλα αυτά κάτι πιο χοντρό, κατόπιν κασκόλ στον λαιμό, και στο τέλος την παλτουδιά ή το μπουφάν.

Αυτό το ντύσιμο είναι καθαρά γυναικείο και χειμωνιάτικο (αν και η λογική του σε βοηθάει και το καλοκαίρι, πχ στο νησί που δεν ξέρεις πότε θα σκάσεις και πότε θα βάλει αέρα και θα το δαγκώσεις, ή στο πλοίο με τον αφόρητο κλιματισμό, κλπ).

Σκοπός του ντυσίματος αυτού είναι το να μπορείς, ανά πάσα στιγμή, να προσθαφαιρείς τα ρούχα σου, ανάλογα με την θερμοκρασία στην οποία βρίσκεσαι. Επίσης είναι πολύ πρακτικό αν ξεκινάς πρωί-πρωί τη μέρα σου και κάνει πουτσόκρυο, όμως ξέρεις ότι κατά το μεσημεροαπόγευμα θα γίνεις μούσκεμα γιατί παίζει να έχει αλλάξει ο καιρός και να έχει σκάσει ήλιος, αλλά το βραδάκι που θα βγεις σερί πρέπει να φοράς και κάτι πιο δαντελέ. Τα ρούχα λοιπόν που θα στοιβάξεις πάνω σου δεν μπορεί παρά να είναι πολλά και ελαφρά, πρώτον για να μην γίνεις σαν το ανθρωπάκι της Μισελέν, δεύτερον για να μπορείς να χώνεις στην τσάντα σου όσα μπορείς από αυτά που δεν θα φορέσεις στην δεδομένη περίσταση.

Λέγεται «κρεμμύδι» λοιπόν, επειδή θυμίζει τα πολλά κομμάτια / στρώματα του βολβού αυτού. Θα μπορούσε να λέγεται και αγκινάρα, μπάμπουσκα, ρακοσυλλέκτης...

Όλη η ντουλάπα αδειασμένη πάνω στο κρεβάτι, γκόμενα σε απόγνωση, δεν ξέρει τι να φορέσει. Συμβουλή αδελφής:
- Γιατί δεν κάνεις το κλασικό, να ξεμπερδεύεις;
- ;;;
- Κρεμμύδι. Βάλε-βγάλε. Απλά πράματα.

Στο φίλμ Scarecrow (1973 A. Pacino-G. Hackman), ο τελευταίος, ως βετεράνος τρόφιμος φυλακών, ακολουθούσε την παλιά παράδοση των καταδίκων: Ντύνονταν σαν κρεμμύδι, για να εκτίθεται το σώμα του, το δυνατόν λιγότερο... (από HODJAS, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση της λέξης χλιμίτζουρας.

- Τι έγινε, πώς είναι το νέο αφεντικό;
- Χλίμης... αλλά ξέρω και γω, νταξ, καλό παιδί, ρεμπέτης.
- Ε αποφάσισε.

Χλίμης ο Αλεξανδρεύς (από Vrastaman, 21/10/10)Ο ρουμάνος Δεινόσαυρος προς τους συναδέλφους του: Ο χλιμίτζουρας δεν έχει καμιά δουλειά μέσα στο χλιμιτζουράσικ πάρκ. Φάτε τον αδέλφια (από GATZMAN, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεξικάνικο έδεσμα γουακαμόλε (μεσογειοποιημένη παραλλαγή: αβοκάντο, φουλ σκόρδο, ντομάτα, ελαιόλαδο, αλατοπίπερο, όλα νιανιά), ιδανικό για ντιπ ή για παρέα σε άλλο έδεσμα (πχ. κοτόπουλο) ή για ορεκτικόνε.

Σλανγκιά των ογδόνταζ, εποχή κατά την οποία πρωτοεμφανίστηκε το γουακαμόλι στο ελλάντα. Τότε όμως ακόμα προηγούνταν το σλανγκίζειν της απόλαυσης όποιας νέας γεύσης.

Πέραν της ηχητικής ομοιότητας με τον γαμιόλη ή την κατάληξη - όλι γενικά, η σλανγκιά παρέμεινε σε επίπεδο λειψού λογοπαιγνίου, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένου και πάντως μη διαχρονικού. Έτσι λοιπόν εξέλιπε σχεδόν εντελώς τελείως.

Η υποφαινομένη έχει την εντύπωσις ότι το πρωτοέφερε εδώτο μπαρ-εστιατόριο Μετς (μην το ψάξετε, έχει κλείσει προ Κρίσης).

- Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε;
- Μάλιστα, φέρτε μας ένα ριζότο με γαρίδες και σαφράν, ένα σουφλέ μελιτζάνας και μία αραβική πίτα με κοτόπουλο και σως γουαγαμιόλι...
- Εεεχμμ, μμμάλιστα...
- ΡΕ ΜΠΑΜΠΑ! Πάψε να λες κάθε φορά την ίδια μαλακία! Πάλι ρεζίλι μας έκανες!
(ο μπαμπάς παρεξηγημένος:) - Στα χρόνια μου το λέγαμε και γελάγαμε και έτσι μου αρέσει να το λέω.

Εγινε η μάχη στα Γαυγάμηλα, οταν είπα στο σεφ γουάϊ γαμιόλη (από GATZMAN, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίκος κρητιστί. Μάλλον από το ιταλικό becco (=ράμφος) > η μύτη ενός αιχμηρού αντικειμένου, η μπίκα.

Ο όρος αυτός αφορά το σεχ και όχι τον άντρα, αντίθετα με τον όρο μπήκας -βλ. και σχόλια.

Ασίστ: nick

Κρήτη, 2010, μέγα συμβούλιο περί δια μπάτσελορ πάρτυ:
Α: - Πού θα το βοrτάρουμε το γαμπρουrάκι μας απόψε;*
Β: - Χανιά, Χανιά!
Γ: - Εκειά μόνο θα τονε 'γγίζει. Επά πέρα στο Ρέθυμνο θα ρίξει και κανα μπίκο...

*βλ. σχόλιό μου στο άρτζι μπούρτζι και ρουλάς

(Μ) πίκος απίκος εκ Φρουτοπίας (από GATZMAN, 03/10/10)

βλ. και μπίκας, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified