Ο φλώρος. Αλλά ο πολύ φλώρος: ο υπερβολικά, ελεεινά, εξοργιστικά φλώρος, ο άθλιος, ανυπόληπτος, ουτιδανός φλώρος, ο θλιβερός, απεχθής, σιχαμερός και αξιοθρήνητος φλώρος.

Ή γενικά, κάποιος που θέλουμε να μειώσουμε.

Ίσα ρε σκατίφλωρε που το παίζεις και ιστορία!

Έλληνας πολιτικός - Greek politician - Grieche Politiker (από xalikoutis, 24/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποθετικό μουσικό όργανο της οικογένειας των πουλόφωνων, που παίζουν όσοι δεν παίζουν κάποιο άλλο όργανο. Οι φράσεις όπου χρησιμοποιείται μπορεί να έχουν (αλλά όχι υποχρεωτικά) σεξουαλικές συνυποδηλώσεις.

Ηχεί μία οκτάβα ψηλότερα από το κόντρα φλαμπούτσο.

- Αυτό το γκομενάκι που ήταν προχτές στην πρόβα σας...;
- Καλή, ε;
- Παίζει κάνα όργανο;
- Ναι, φλαμπούτσο!

Στο 3:18 είναι το φλαμπούτσο... Τζιμάκος! (από Cunning Linguist, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αναφορικό μέρος συνήθους παρομοίωσης, με δεικτικό μέρος κάποιον που πετάγεται εκεί όπου δεν θεωρείται ότι έχει δουλειά να μιλάει, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν.

Το πέος του κόκορα είναι μικρό μεν (δηλαδή, δεν το 'χω μετρήσει κιόλας, αλλά φαντάζομαι ότι πόσο πια να 'ναι;), αλλά λίαν δραστήριο. Έτσι κι αυτός που πετάγεται όλη την ώρα χωρίς να έχει ζητηθεί η γνώμη του, χαρακτηρίζεται μ' αυτή την παρομοίωση ως μικρός, «λίγος», ασήμαντος, αλλά και που δεν εννοεί να κάτσει στ' αβγά του.

Για μια περαιτέρω ερμηνεία της έκφρασης ισχύουν όσα εύστοχα γράφτηκαν στο συνώνυμο λήμμα πορδή του κάβουρα.

- Εγώ νομίζω...
- Εσύ να μη νομίζεις τίποτα! Αν χρειαστούμε τη γνώμη σου θα σε ρωτήσουμε! Τι πετάγεσαι σαν την ψωλή του κόκορα;

Βλέπε και σφηνόπουτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μισό της έκφρασης «- Καλημέρα Γιάννη / - Κουκιά σπέρνω». Όλο μαζί λέγεται για να σχολιάσει καταστάσεις ασυνεννοησίας, όπου άλλα λες κι άλλα σου λένε.

- Λοιπόν, εσύ τα τηλέφωνα, έχε το νου σου και στο φούρνο μην κάψουμε το φαΐ, εγώ πετάγομαι για τα ψώνια πριν κλείσουν, επιστρέφω και πιάνουμε συγύρισμα. Πιστεύω ότι θα τα προλάβουμε όλα. - ΟΚ, έφυγα.
- Τι έφυγες; Πού πας;
- Ε τι λέμε, για τα ψώνια!
- Όχι ρε πούστη! Καλημέρα Γιάννη, κουκιά σπέρνω! Λοιπόν, πάμε πάλι από την αρχή:...

Τι έχεις Γιάννη; Τι ‘χα πάντα! (από Vrastaman, 27/04/09)(από xalikoutis, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ενν. τζούρα) Γρήγορη περιφορά του μπάφου, με τον κάθε συνδαιτυμόνα να τραβάει μία μόνο τζούρα και να το περνάει αμέσως στον παρακαθήμενό του.

Σημείωση: η προέλευση του όρου έχει φέρει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα σε αμηχανία, καθώς ο σβέλτος έως αγχώδης χαρακτήρας της ως άνω διαδικασίας δεν συνάδει προς το ραχατλίδικο ίματζ των Τούρκων.

- Ρε παιδιά, τούρκικες δεν είπαμε; Πού κόλλησε πάλι;
- Πού αλλού, στον Κώστα. - Άντε ρε μαλάκα Κώστα, πίνε-δίνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελάχιστη ποσότητα φούντας ή μαύρου.

Ετυμολογικό σχόλιο: ψίλος < ψιλή, η (μια ψιλή=κάτι λίγο) με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψύλλος. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη άποψη: ψύλλος < από το όνομα του ζωυφίου, επειδή είναι πολύ μικρό, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψιλή.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε ταράξουνε στο ξύλο ντον΄τ γουόρι, μπι χάπι. (Αφοί Κατσιμίχα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κακή κατάσταση. Μεταξύ άλλων, μη σλανγκικών εννοιών, μπορεί και να σημαίνει «πολύ μεθυσμένος/-η» ή «πολύ μαστουρωμένος/-η». Μέχρις εδώ βρισκόμαστε εντός των ορίων της στάνταρ γλώσσας.

Το πράγμα γίνεται σλανγκ, όταν η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία κατάσταση ακραίας μέθης ή μαστούρας που μας είναι ευχάριστη.

(Το εντάσσω και στα πρόστυχα, γιατί μου φαίνεται πρόστυχο να χρησιμοποιείς μια αρνητική λέξη για να περιγράφεις κάτι που θεωρείς καλό.)

-Αχαχαχαχα! Χαχαχαχαχα! χαχα, χα, χα... χα... Αααχ! [...] Ουαχαχαχαχαχα!
- Μαλάκα, τι ήπιες πάλι; Ξεκόλλα λίγο, πάει μισή ώρα που γελάς! Ντάξει, αστείο ήτανε... Κοίτα ρε μαλάκα, ακόμα γελάει! Τι έπαθες ρε;
- Χαχαχαχα! Άσε, χάλια! Χαχαχα! Ουαχαχα!

Φοίβος meets Tom Waits (από Vrastaman, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατσάδα, αυστηρή επίπληξη, χέσιμο, ξέχεσμα. Παλιομοδίτικη αργκό. Μοιάζει ιταλικής προελεύσεως, αλλά δε γνωρίζω περισσότερα.

(Ο παππούς μου με τον παππού σας, όταν πηγαίνανε μαζί σχολείο:)
- Σε πήγε στο Γυμνασιάρχη;
- Ναι.
- Γιατί;
- Αντί να πω «λαμβάνομεν φιάλην και την πληρούμεν ύδατος», είπα «παίρνουμε ένα μπουκάλι και το γεμίζουμε νερό».
- Και;
- Τίποτα, είναι καλός ο διευθυντής. Μου 'ριξε μια ρομπατσίνα κι αυτό ήταν όλο.

χέσιμο, χέζω, χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος να διαλαλάει ένας πρεζέμπωρ την πραμάτεια του.

(Πραγματικό γεγονός, κοντά στην Ομόνοια:)

(Ένας:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω.
(Άλλος:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω φίλε, ευχαριστώ.
(Τρίτος:) -Φίλε, θες πρέζα;
- Όχι.
(Τέταρτος:) - Ζζζζζζζ...!
- Τς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified