Ρητορική ερώτηση (εννοείται ναι, ψηφίζει). Εννοούμε ότι, παρ’ όλο που αυτός για τον οποίο μιλάμε είναι νεαρός, αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για τις άστοχες ενέργειές του. Είναι αρκετά μεγάλος ώστε οφείλει να έχει μια ελάχιστη ωριμότητα και, κυρίως, έχει στο ακέραιο την ευθύνη των πράξεών του.

Η ηλικία που μπορεί κάποιος να ψηφίζει ορίζεται με νόμο και εκφράζει την επίσημη αντίληψη του κράτους για το πότε η προσωπικότητα ενός ανθρώπου (γενικά) φτάνει στην ωριμότητα που απαιτείται για να αποφασίζει για τις τύχες της χώρας και της πόλης του (ενηλικίωση). Στην Ελλάδα είναι τα 18. Συνήθως ταυτίζεται με την ηλικία για πολλά άλλα δικαιώματα και υποχρεώσεις: δίπλωμα οδήγησης, υποχρέωση στράτευσης, η ιδιότητα του ενηλίκου κατηγορουμένου στα ποινικά δικαστήρια κλπ.


Πρώτος παραδέχομαι ότι την έκφραση την άκουσα μόνο μία φορά (βλ. παράδειγμα) αλλά, επειδή ο τύπος που την χρησιμοποίησε ήταν ψιλομάγκας και μέσα στην πιάτσα από παιδί, μου φάνηκε εντυπωσιακό που διάλεξε να μιλήσει για «τυπικά» δικαιώματα κιέτσ'. Ούτε αυτός ούτε και οι υπόλοιποι από εμάς πιστεύω ότι περιμένουμε το κράτος να μας πει ποιος είναι ώριμος και ποιος όχι. Το βάρος της κουβέντας έγειρε στο ότι ο περί ου ο λόγος νεαρός θα συμπεριφερθεί με τον ίδιο ανώριμο τρόπο και σε άλλα πράγματα στην ζωή του, πράγματα που επηρεάζουν τους συνανθρώπους του και γι’ αυτό δεν πρέπει να βιαζόμαστε να του αναγνωρίσουμε ελαφρυντικά.

- Παιδιά όλα καλά με το φαγητό; Κρασάκι έχουμε; Να φέρω;
- Όλα γκουντ! Να σου πω ρε Μπίλυ, τι παίχτηκε χθες με τον τσαμπουκά στο πάνω στενό;
- Παιδιά, η πόλη δεν πάει καλά, έχει χαζέψει ο κόσμος. Χθες πλακώθηκε ο μπάρμαν από το Red με μια σερβιτόρα και την φίλη της, τύφλα και οι τρεις. Προχθές δυο παρέες παίξανε καρεκλιές στο Lap Dance. Πίνει ο άλλος ένα ποτό και αντί να γουστάρει μαλώνει με τον κόσμο. Εγώ τριάντα χρονών είμαι, από δεκαπέντε χρονών στα μαγαζιά και δεν τους καταλαβαίνω. Εμένα ρε, εμένα εδώ στο μαγαζί, δεν μου σπάσανε την κούκλα;
- Ποια κούκλα;
- Την κούκλα που έχω έξω απ’ την είσοδο, που τον έχω ντυμένο «υποδοχή» και καλά.
- Ε, ναι, τι έγινε;
- Κατά τις τρεις η ώρα, μαζεύω εγώ μέσα και ακούω απ’ έξω κάποιον να φωνάζει. Είχε περάσει ο άλλος σουρωμένος, είδε την κούκλα, ποιος ξέρει, τον κοίταξε στραβά και η κούκλα, κι άρχισε να μαλώνει με την κούκλα! Και να ρίχνει μπουκέτα στην κούκλα! Του λέω «φιλαράκι τι έγινε; σού είπε τίποτα η κούκλα;» Στον κόσμο του αυτός.
- Τι ηλικία;
- Εικοσιένα-εικοσιδύο.
- Νταξ...
- Ψηφίζει; Δηλαδή άμα έμπαινε μετά στ’ αμάξι και έπαιρνε αμπάριζα δέκα νοματαίους, πάλι πιτσιρικά θα τον λέγαμε; Εμένα που η κούκλα μου θέλει Ρουσουλέντση* τώρα ποιος θα με πληρώσει;

*τοπικός χειροπράκτης

(από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίζα ή pisa ή piza. Κατασκευή που χρησιμοποιείται στην υπαίθρια διαφήμιση. Είναι μεγαλύτερη από την ρακέτα, έχει μόνο μία ωφέλιμη όψη· αποτελείται από έναν παραλληλεπίπεδο στύλο, συχνά γειρτό σε σχέση με το έδαφος ώστε να τοποθετείται στην άκρη των δρόμων, αλλά να διατηρεί το πλαίσιο κοντύτερα σε αυτούς, φυσικά παράνομα. Ο στύλος στηρίζει το προαναφερθέν πλαίσιο που είναι αρκετά μεγάλο, τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο (τυπικές διαστάσεις 4x3m) επί του οποίου τοποθετείται το διαφημιστικό υλικό σε μεταξοτυπία ή κάτι παραπλήσιο, πάντως αδιάβροχο, καθώς δεν θα προστατεύεται από plexiglass. Τοποθετείται κοντά σε μεγάλους οδικούς άξονες.

Αν και γράφεται συχνά με λατινικούς χαρακτήρες και λέγεται παγκοσμίως, δεν μπόρεσα να βρω ετυμολογία. Αδιευκρίνιστο παραμένει αν σχετίζεται, με οποιονδήποτε τρόπο (π.χ. τον γειρτό στύλο), με την Πίζα και τον πύργο της.

  1. Από εδώ:

Η παράνομη υπαίθρια διαφήμιση, τα billboard, οι «πίζες», οι «ρακέτες» και τα λοιπά διαφημιστικά μέσα του λεγόμενου «Outdoor» (κατά την επαγγελματική ορολογία), υφίστανται αυτό τον καιρό ένα ισχυρό πλήγμα απ’ την ίδια την κεντρική εξουσία.

  1. Από εδώ:

[...] Η ΕΑΧΑ από την πλευρά της δεν έχει κάποιο εμφανές εμπόδιο για να μην κατεβάζει τις μεγάλες πινακίδες (γνωστές και ως «πίζες»), αλλά δεν το κάνει επειδή πρόκειται για μια διαφορετική νομική διαδικασία σε σχέση με την καθαίρεση απλών διαφημιστικών επιγραφών [...]

(από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατασκευή που χρησιμοποιείται στην υπαίθρια διαφήμιση. Αποτελείται από έναν λεπτό στύλο, ύψους συνήθως λίγο μεγαλύτερου από το ανθρώπινο, πάνω στον οποίο στηρίζεται ένα επίμηκες πλαίσιο με δύο όψεις και την μεγάλη του διάσταση κάθετη στο έδαφος (τυπική διάσταση 1,30x2,00m). Μέσα στο πλαίσιο αναρτάται ο χάρτινος φορέας της διαφήμισης, προστατευόμενος από διάφανο plexiglass.

Προφανώς μοιάζει με ρακέτα (γαλλ. requette <ιταλ. racchetta <αραβ. rahat, βλ. ραχάτι, αδιευκρίνιστη η σχέση). Η λέξη είναι στάνταρ όρος του κλάδου.

Ρακέτες συνήθως μπαίνουν στα διαχωριστικά διαζώματα των οδών, (φυσικά παράνομα) και συνήθως πολλές-πολλές, η μία μετά την άλλη για το εφέ της επανάληψης. Βρήκα και μια αναφορά ότι ρακέτες τοποθετούνται επί του εδάφους και όχι σε στύλο, κάτι που μάλλον αφορά «καταχρηστική» χρήση του όρου.

  1. Από εδώ:

Ορισμένοι δόλιοι λένε ότι αυτή η διαφημιστική ρακέτα που εικονίζει η παρακάτω φωτογραφία να έχει καταλάβει όλο το πλάτος του πεζοδρομίου στο Ν.Ηράκλειο Αττικής είναι νόμιμη! Πρόκειται περί παγίδας θανάτου. Πάνω σε τέτοια “ρακέτα” [...]

  1. Από εδώ:

Τα υπόλοιπα που υπάρχουν σήμερα τύπου piza, είτε πλαίσια, είτε μπαριέρες, είτε ρακέτες, είναι σε χώρους σύμφωνα με τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις με τις διαφημιστικές εταιρείες. Μάλιστα έχουμε υποχρεώσει τις εταιρείες αυτές [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισάγω ένα λινκ στο περιεχόμενο μιας σελίδας στο internet. Συνήθως αφορά εισαγωγή λινκ σε κείμενο, είτε από τον δημιουργό/διαχειριστή της σελίδας, είτε από τους χρήστες που ποστάρουν σχόλια, χρησιμοποιώντας τα εργαλειάκια που τους παρέχει το site.

Η λέξη λινκ είναι απευθείας μεταφορά από το αγγλικό link που σημαίνει σύνδεσμος. Σε πιο χάρκορ κομπιουτερίστικα συμφραζόμενα λέγεται και υπερσύνδεσμος (hyperlink). Επιτρέπει στον αναγνώστη μιας ηλεκτρονικής σελίδας να μεταφέρεται σε άλλη σελίδα κλικάροντας πάνω στον σύνδεσμο. Έχει ελληνοποιηθεί και αυτή ως λίνκι. Οι λέξεις που περιέχουν σύνδεσμο συνήθως διακρίνονται με κάποια μορφοποίηση (υπογραμμίζονται, έχουν άλλο χρώμα κλπ) και ο δείκτης του ποντικιού γίνεται «χεράκι» όταν τον μετακινούμε πάνω τους (mouse over).

Αυτή η απλή αλλά επαναστατική ιδέα της διασύνδεσης οδηγεί καθημερινά στην όλο και πιο «μη γραμμική» αναζήτηση και άντληση της πληροφορίας: αντί να διαβάζουμε ένα ηλεκτρονικό κείμενο σαν βιβλίο, δηλαδή με αρχή-μέση-τέλος, κατευθυνόμαστε και ανακατευθυνόμαστε συνεχώς σε διαφορετικές ηλεκτρονικές τοποθεσίες, μέσω των links. Ένα πολύ θετικό στοιχείο είναι η εύρεση της συγκεκριμένης πληροφορίας στο χάος του διαδικτύου - ένα αρνητικό είναι ο κατακερματισμός της συγκέντρωσής μας από αυτό το ιδιότυπο ζάπινγκ και η αποσπασματική γνώση που αποκομίζουμε.

Το λινκάρισμα ενίοτε προσομοιάζει σε τέχνη (λέμε τώρα), όταν επιτρέπει να προσαρτήσουμε στα λεγόμενά μας ένα παράλληλο νόημα, σαν υπονοούμενο ή επεξήγηση. Αποτελεί σοβαρή ενασχόληση χρηστών του παρόντος σάιτ.

  1. Από εδώ:

Διευκολύνω το έγκλημα (Λινκάρω)

Νομίζατε ότι είμαστε τεχνολογική μπανανία μόνο στην Ελλάδα; Η Μεγάλη Βρετανία δεν πάει καθόλου πίσω. 26χρονος από το Cheltenham συνελήφθη με την κατηγορία ότι διευκολύνει την παραβίαση copyright μέσω διαδικτύου. Είχε εκεί ένα site ο νεαρός, το TV Links, που είχε και μερικά λίνκια που οδηγούσαν σε ‘κλεμμένα’ βίντεο. Τον μπουζουριάσανε κι ησυχάσανε (;)

  1. Από εδώ:

Κανονικά αποφεύγω να λινκάρω απλές γνώμες διαφόρων συμπολιτών μας, βλόγερ και μη, όμως αυτό που θα δείτε παρακάτω από το βλόγι(ν) του Ερμίππου (και που αρχικώς είχε λινκάρει στο μαγαζί του ο zaphod) δεν πρόκειται για απλή γνώμη, μιας και έχει πλήθος στοιχείων (ΦΕΚ, έγγραφα και λοιπά). [...]

  1. Από πρόσφατη πολιτιστική εξόρμηση σλάνγκων:

- Πώς λινκάρετε ρε παιδιά βιντεάκια στο youtube στο συγκεκριμένο δευτερόλεπτο που λένε μια ατάκα;
- Λέγεται deep linking, ψάξτο στο internet.
- Deep licking;
- Όπα, όπα, μη μας πας στους φραπέδες τώρα! Ντηπ λιν-κινγκ!
- Τι λε ρε παιδάκι μου...

  1. Λινκάζ στο slang.gr.

α. Από τα σχόλια του λήμματος μοϊκάνα:
- Αγαπητέ σέβομαι την γνώμη σου και την συμμερίζομαι εν μέρει αλλά γενικώς
είμαι βράχος στις απόψεις μου. Φιλικά
- Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια φίλε μου
- στο επανιδείν φίλτατε!

β. Στα σχόλια του λήμματος ένα ίσον κανένα (vikar).

γ. Για να πάρει κρούστα το κάψιμο, επισκεφτείτε και αυτούς τους ορισμούς: οφ, γραμμές και παρελάσεις, σλανγκιστί, φυλή κλπ κλπ...

XKCD, The problem with Wikipedia. (από patsis, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του economy. Χρησιμοποιείται από παίκτες του Counter-Strike σε μορφή παραγγέλματος προς τους συμπαίκτες. Σημαίνει πως, στον συγκεκριμένο γύρο του παιχνιδιού δεν πρέπει να αγοράσουν κανένα όπλο αλλά να παίξουν με το πιστολάκι (που παίρνουν δωρεάν) για να μαζέψουν λεφτά για κάποιο ακριβότερο όπλο στον επόμενο γύρο (σε κάθε γύρο οι παίκτες παίρνουν ένα ποσό, και καλά σε δολάρια). Αυτό σημαίνει ότι το round πρέπει να θεωρείται χαμένο, αφού χωρίς εξοπλισμό, στάνταρ θα πάρουν τον πούλο. Το πολύ-πολύ να φάνε κανέναν αντίπαλο από κωλοφαρδία και να του πάρουν το όπλο, μπας και κάνουν κανένα kill παραπάνω.

Παλιά γινόταν μόνο αν οι συμπαίκτες ήταν στον ίδιο χώρο και έπαιζαν μέσω lan, οπότε ο ένας το φώναζε στους άλλους, αλλά από ένα σημείο και μετά προβλέφθηκε η ενδοεπικοινωνία εντός του παιχνιδιού, οπότε γίνεται και μέσω internet.

Σ.ς. Το Counter-Strike είναι ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια του είδους fps και παίζεται από χιλιάδες παίκτες καθημερινά, από το λανσάρισμά του πριν από δέκα (!) χρόνια μέχρι σήμερα.

- Γέφυρα. Γέφυρα τρεις! ΓΕΦΥΡΑ! Σκατά. Αγορά! Ρίξε smoke! Κωλόζωα! Λαμέρια! Ok, ok, το χάσαμε, άστο. Στον επόμενο έκο. Έκο! ΕΚΟ!
- Ε σκάσε πια, γαμώ την ηχορύπανσή μου γαμώ! Δεν παίζουν όλοι εδώ μέσα counter!

Eco round. (Στα αγγλικά βέβαια.) (από patsis, 25/08/10)Ουμπέρτο Εκο (από GATZMAN, 25/08/10)Μικτης με echo (από GATZMAN, 25/08/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του γαλλικού façon που σημαίνει τρόπος. Χρήσιμος ο σχετικός ορισμός του Τριανταφυλλίδη, τον οποίο θα επιχειρήσω να συμπληρώσω.

Είναι η δουλειά που γίνεται με τυποποιημένο τρόπο, βασισμένη σε υποδείγματα, χωρίς να χρειάζεται πρωτότυπη σκέψη για τον φασονατζή ή την φασονατζού. Επίσης, η δουλειά που γίνεται από κάποιον για λογαριασμό τρίτου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές αυτού. Δευτερευόντως, το αποτέλεσμα άκρατου μιμητισμού σε θεσμούς, δομές και νοοτροπίες.

Αφορά κυρίως εργασία με την στενή έννοια (αμειβόμενη), αλλά και οποιοδήποτε άλλο έργο. Πρβλ. εργολαβία αλλά και σουπερμαρκετίσιος.

Η έκφραση είναι «δουλεύω φασόν».


Υπάρχουν μερικές περιπτώσεις φασόν που, από γλωσσικής άποψης, έχουν τυποποιηθεί. Σε κάποιες η κυρίαρχη έννοια είναι η «χαζή» δουλειά, ενώ σε άλλες η χρησιμοποίηση πόρων τρίτου:

1. Στην ραπτική. Φασόν και πατρόν πάνε μαζί. Πατρόν σημαίνει τα masters, οι οδηγοί που βάζει στο τραπέζι της η φασονατζού και, «πατώντας» σε αυτά, κόβει το ύφασμα δημιουργώντας τα κομμάτια με τα οποία θα συναρμολογηθεί το ρούχο. Φασόν λέγεται αυτή ακριβώς η διαδικασία, όταν γίνεται από τρίτα εργαστήρια για λογαριασμό κάποιου εμπόρου που θα τα διαθέσει με το λογότυπό του στην αγορά. Πρόκειται για OEM σε μικρότερη κλίμακα. Με την στενή έννοια φασόν είναι μόνο η κοπή των υφασμάτων, με την ευρεία έννοια είναι η παραγωγή του ρούχου μέχρι τέλους (έτοιμο προϊόν). Από εδώ μάλλον προέκυψαν όλες οι άλλες σημασίες της λέξης.

2. Στην βιομηχανία. Φασόν δουλεύει ο επιχειρηματίας που ενοικιάζει τις μηχανές ενός εργοστασίου για παραγωγή δικού του προϊόντος με δικούς του εργάτες, προμηθευτές και πελάτες (εκτός από τους εξειδικευμένους χειριστές - θα χρησιμοποιήσει αναγκαστικά τους υπάρχοντες του εργοστασίου). Συμβαίνει όταν ο εργοστασιάρχης δεν απασχολεί τις μηχανές του, είτε λόγω προγραμματισμού είτε λόγω τυχαίων περιστατικών και τον συμφέρει να μειώσει την ζημιά από την απραξία στην παραγωγή. Ο ενοικιαστής, φυσικά, επωφελείται νοικιάζοντας πανάκριβο εξοπλισμό που δεν μπορεί να αποκτήσει.

3. Στην δικηγορία. Είναι οι απλές δικηγορικές εργασίες που γίνονται με το κομμάτι σε μεγάλες ποσότητες. Ιδίως οι διαταγές πληρωμής, οι έλεγχοι στο υποθηκοφυλακείο αλλά και άλλες (επικυρώσεις εγγράφων και μεταφράσεων παλαιότερα, δηλώσεις στο κτηματολόγιο πιο πρόσφατα). Κατά βάση υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ιδίως αν τον χρησιμοποιεί κάποιος που έχει μεγάλη ιδέα για την δικηγορία. Βλ. και εδώ.

4. Στα εργαστήρια. Στάνταρ μικροβιολογικά αλλά και πάσης φύσεως εργαστήρια με πελάτες όχι το κοινό, αλλά παρόμοια εργαστήρια που δεν προλαβαίνουν ή δεν τους συμφέρει να κάνουν όλες τις εξετάσεις με ίδιους πόρους (outsourcing - ιδιότυπη υπεργολαβία).

5. Στα φάρμακα. Τα αντίγραφα φάρμακα, αυτά που είναι όμοια με τα πρωτότυπα αλλά παράγονται από διαφορετική φαρμακοβιομηχανία η οποία εκμεταλλεύεται την παρέλευση του χρόνου προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Όχι τα απλώς υποκατάστατα, αλλά αυτά που έχουν την ίδια δραστική ουσία. Αντιπρβλ. σπασμένος.

1α. Από εδώ:
Όλα αυτά τα χρόνια, δούλεψα αμειβόμενη με «μαύρα» τηρώντας σιωπή για τους εργοδότες! Έγραψα πτυχιακές φοιτητών, μέχρι και διδακτορικά. Καθάρισα σπίτια, χωρίς να το γνωρίζει το παιδί μου, δούλεψα υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, φύλαξα παιδιά, έκανα ιδιαίτερα, έραψα και μεταποίησα ρούχα ως βοηθός μοδίστρας. Εργάστηκα σε φασόν. Τελευταία έκανα αίτηση για να εργαστώ σε τηλεφωνική εταιρεία και εισέπραξα την απάντηση ότι :δεν μπορούμε να σας προσλάβουμε διότι είσθε μεγάλη.

1β. Από εδώ:

Εγώ πολύ παλιά [...] έκανα φασόν ετοίμων ενδυμάτων μαζί με την μάνα μου στο σπίτι. [...] Όταν αποφασίσαμε να ξανοιχτούμε, εκεί τα παίξαμε! Οι μεγαλύτερες βιοτεχνίες απαιτούσαν παραγωγή ημέρας: 100 πουκάμισα (για παράδειγμα) ή 100 φούστες. Σαν αριθμός φαίνεται μικρός, όμως κοίτα τι δουλειά έχει το πουκάμισό σου για να καταλάβεις. Κανονικό συναρμολόγημα και να μην φύγει κι ο κοπτοράπτης και πάρει ύφασμα γιατί θα ξεφύγει το μέγεθος. Τα πατρόν είναι στάνταρ και δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Το δε κέρδος; Μηδαμινό!

  1. - Αυτός ο Σκορδομπούτσογλου τι επιχείρηση έχει;
    - Α, σ’ αυτόν είχα δουλέψει για δυο βδομάδες μετά το σχολείο! Φασόν δουλεύει στο κονσερβάδικο του Παπαδόπουλου, φασολάκι κατεψυγμένο σε δωδεκάκιλα.
    - Πολύ γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee τον κόβω...
    - Ε ναι, κάθε καλοκαίρι την βλέπει εργοστασιάρχης αλλά μετά του περνάει.

  2. Από εδώ:
    Εγώ ακούω ότι έχουμε περισσότερους δικηγόρους στο μπουρδέλο μας από οποιαδήποτε άλλη χώρα και ότι οι περισσότεροι, στην Αθήνα, απασχολούνται σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία με 700 ευρώ το μήνα ή δουλεύουν φασόν υποθέσεις για τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες με ξεφτιλισμένες αμοιβές. Τι απελευθέρωση και κουραφέξαλα.

  3. Από εδώ:
    [...] όχι, τα εργαστήρια αυτά δέχονται κατά κανόνα δείγματα από τα γνωστά «Μικροβιολογικά» (Βιοπαθολογικά) εργαστήρια στα οποία και αποστέλλουν τις απαντήσεις τους. Πρόκειται για εργαστήρια δηλαδή «παροχής υπηρεσιών προς τρίτους» η όπως –κακώς- συνηθίζεται να λέγονται «Εργαστήρια Φασόν».

  4. Από εδώ:

Σε λίγες μέρες ξεκινάω αγροτικό (ήμουν από τους τυχερούς που έπιασα με 3 μόρια!!!) και δεν ξέρω μια βασική λεπτομέρεια. Τα φασόν φάρμακα πως δρουν ακριβώς; είναι εξίσου δραστικά με τα κανονικά; Π.χ το Ladinin με το ciproxin είναι το ίδιο καλά; Πότε δίνουμε φασόν και είναι λογικό να τα δίνουμε; Και πως θα τα ξεχωρίζω;;

  1. Από εδώ:

Η «αφεντικίνα» μπορεί να το κάνει για τα λεφτά, αλλά δεν θέλει πίεση. Κι όταν κάποιος είναι ιδιόρρυθμος, είναι ταυτόχρονα και μερακλής στη δουλειά του. Δεν δουλεύει φασόν γαμήσι, «βάλε μια 69 με cim» και «πιάσε και μια doggie με anal», ό,τι γίνεται, αποφασίζεται επί τόπου…

  1. Από εδώ (τα links δικά μου):

Ποιος φταίει για το παγκόσμιο χάλι; Η μαϊμουδοδημοκρατία-φασόν με την οποία έχουν γεμίσει τον πλανήτη οι τοκογλύφοι απόγονοι του πορνοβοσκού για να κάνουν ανεμπόδιστα τις δουλειές τους; Ή μήπως η θρησκεία-φασόν με τους ψεύτικους παράδεισους και τους αληθινούς τραπεζικούς λογαριασμούς; Ή μήπως η τηλεοπτική παπάτζα-φασόν που κάνει τον μέσο φτωχομπινέ να πιστέψει ότι μπορεί να συμμετάσχει στο καταναλωτικό όνειρο;

Άσχετο: Ο Βέγγος και τα κροκί (=χάρτινα πατρόν). (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πόλη Dachau στην Βαυαρία της Γερμανίας, γνωστή από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης με το οποίο ταυτίζεται στα ελληνικά, λόγω συνεκδοχής.

  1. Ο εργασιακός χώρος στον οποίο οι εργαζόμενοι υποβάλλονται σε απάνθρωπες συνθήκες. Φυλακές και χώροι κράτησης σε παρόμοια κατάσταση. Προφανώς μη σλανγκ.

  2. Ο κλειστός χώρος που έχει γεμίσει με αποπνικτικές αναθυμιάσεις ή ατμούς. Mαύρος αστεϊσμός που παραπέμπει στους θαλάμους αερίων του κολαστηρίου.

  3. Το γήπεδο ποδοσφαίρου του Άρη Θεσσαλονίκης, επισήμως αποκαλούμενο «Κλεάνθης Βικελίδης», περισσότερο γνωστό απλώς ως «Χαριλάου» (από την ομώνυμη γειτονιά της πόλης όπου και βρίσκεται).

Το πώς έφτασε το νταχάου να σχετιστεί με το στάδιο και την ομάδα δεν είναι απόλυτα σαφές. Η απλούστερη ερμηνεία είναι ότι ριμάρει με το όνομα του γηπέδου και, συνυπολογιζομένης της ατμόσφαιρας που επικρατεί εκεί μέσα με δυο-τρία καπνογόνα παραπάνω, δίνει πάσα για πιασάρικα συνθήματα.

Υπάρχουν και κάποιοι που μπλέκουν και υποτιθέμενους νεοναζί οπαδούς αλλά δεν με πείθουν καθώς τόσα χρόνια δεν έχω δει φίλο αρειανό να συνδέει ομάδα και ιδεολογία/πολιτική. Απόψεις και τσακωμούς επί του θέματος μπορείτε να δείτε εδώ, εδώ, εδώ, εδώ και αλλού, αν δεν τα βαριέστε αυτά τα πράματα. Ίσως να σχετίζεται, προς επιβεβαίωση ή παταγώδη απόρριψη, ο χαρακτηρισμός «εβραίοι» για τους αρειανούς (βλ. σχόλια εδώ).

1α. Από εδώ:

Που τους είδανε τους κόκκινους; Μαύροι – κατράμι είναι. Η Τυποεκδοτική είναι σκέτο Νταχάου, γεμάτη Πακιστανούς σκλάβους και οι δημοσιογράφοι του ΚΚΕ α.ε. εργάζονται απομονωμένοι σε κλουβιά. Μεγάλες και μικρές καπιταλιστικές εφημερίδες τυπώνονται εκεί.

1β. Από εδώ:

Μαζική Απεργία Πείνας στις ελληνικές φυλακές-Νταχάου: Τη Δευτέρα 3 Νοέμβρη νέες κινητοποιήσεις ξεκίνησαν [...]

2.

- Από πού ήταν οι γύροι; Γιατί μορφασμός ζορίσματος πολύ βρωμιά πρέπει να φάγαμε...
- Σταμάτα ρε μαλάκα να κλάνεις, νταχάου τό ’χεις κάνει εδώ μέσα!

3α. Από εδώ:

Λοιπόν και να νικούσαμε τίποτα ουσιαστικό δεν θα είχαμε αν δε νικήσουμε τον πανιώνιο. Στόχος είναι η 3η θεση από την οποία την Κυριακή, θα απέχουμε 3 πόντους με τα “παλιακρόπαιδα” [σ.σ. τι;] της Κλεάνθους στο Νταχάου. Ο Άρης μόνο θα βελτιώνεται και έρχονται και δυνατές μεταγραφές σε 1 μήνα οπότε … ετοιμαστείτε για τα καλύτερα.

3β. Από εδώ:

Σας έριξε ο alcohol τα οπαδικά και τσιμπήσατε.. για αγωνιστικά τουμπέκα.. Πες μας ρε alcohol, πότε έκανες τελευταία φορά άσσο στο νταχάου με την ΑΕΚ; Κάθε χρόνο πριν το ματς κελαηδάτε και μετά τα βάζετε με την τύχη σας…

3γ. Από εδώ:

Μπράβο στα παλληκάρια μας για την μάγκικη εμφάνιση στο νταχάου αλλά απερίσκεπτη η ενέργεια του Κονσεισάο οταν σου ρίχνουν αντικείμενα τα παραδίδεις στον διαιτητή και έτσι τους οδηγείς σε τιμωρία και εσύ την βγάζεις καθαρή και δεν κρεμάς την ομάδα και περιμένω κύριε Σάντος να δείξετε την ίδια ευαισθησία όπως με τον Μπάκα. παίξτε την Τετάρτη όπως σήμερα και γκρεμίστε τα σκουλήκια στα τάρταρα.

3δ. Από εδώ:

ΜΕ ΤΗ ΡΟΜΑ ΤΥΧΑΜΕ ΑΔΕΛΦΙΑ!!!
ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΤΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΧΑΡΙΛΑΟΥ,ΕΡΕ ΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΝΤΑΧΑΟΥ ΣΤΙΣ 15 ΚΑΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ ΘΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΛΑΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΚΟΜΜΑΝΤΑ ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ!!!

Συνθήματα:

α. Νταχάου νταχάου
Και σκεπαστή θα κάνουμε
Όλο το Χαριλάου

β. Νταχάου νταχάου
Παλέ και Χαριλάου

γ. Νταχάου νταχάου
τα ΜΑΤ και Χαριλάου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι πολύ φορτικός σε κάποιον, τον απασχολώ επανειλημμένα με ενοχλητικό τρόπο ή για ενοχλητικούς λόγους, τον εκνευρίζω, του ζαλίζω τ' αρχίδια, του τα πρήζω, του τα σκοτίζω, του σπάω τα νεύρα, γίνομαι σπασαρχίδης, σπάω καυλί.

Λέγεται και σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου, μηχανήματος ή κατάστασης, χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένα αρχίδια συγκεκριμένου θύματος: αυτός σπάει αρχίδια.

Χρησιμοποιείται και από γυναίκες, ποιητική αδεία. Τιραμισουρεαλιστικός υπερθετικός: σπάω τ’ αρχίδια του ευνούχου.

  1. Από εδώ:

Αλάνθαστη τακτική: παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα με ύφος καθυστερημένου και ζητάς τα λεφτά σου. Μην ντρέπεσαι, αυτός πρέπει να ντρέπεται. Αν σταματήσει να το σηκώνει, βάζεις απόκρυψη, παίρνεις από άλλο τηλέφωνο, κοινώς του σπας τ' αρχίδια και ζητάς τα λεφτά σου κάθε γαμημένη μέρα. Την τακτική μου την είπαν φίλοι επαγγελματίες που κάνουν το ίδιο σε αυτούς που τους χρωστάνε και πιάνει συν ότι πληρώνουν πρώτα αυτούς που τους ζαλίζουν τ' αρχίδια!

  1. Από εδώ:

Μετά από δυο μέρες πήρα απάντηση και πήγα για συνέντευξη. Καλά ο τύπος νομίζει ότι προσφέροντας μια θέση μερικής απασχόλησης είναι ο γαμάω. [...] Τι άλλο θέλεις; Σου λέω, επικοινώνησε με προηγούμενους εργοδότες για να δεις αν είμαι αποδοτικός ή όχι. Τι άλλο θες; Μόνο θεωρίες του κώλου να μου αραδιάζεις για να νιώσεις ότι είσαι κάποιος; Το ότι είμαι τριάντα πέντε χρονών δε σημαίνει ότι γέρασα. Αν δε θέλεις απλά πες το και μη μου σπας τ' αρχίδια μια ώρα.

  1. Από εδώ:

foggy: YPARXEI KAPOIA EIDIKOTHTA POU NA EXEI SIGOURA S-K EKSW;
ανώνυμος: Ναι, παπάς. Ρε foggy όλο μαλακίες είσαι, αν δεν ξέρεις, πες δεν ξέρω. Αν δεν υπάρχει, πες δεν υπάρχει. Αλλιώς τι κάθεσαι και γράφεις μαλακίες για να μας σπας τ' αρχίδια;

  1. Από εδώ:

- Ο Σκουντης το κατεχει το αθλημα...
- Κατέχει το άθλημα συμφωνώ. Αλλά άμα αρχίσει για παίκτες της δεκαετίας του 60 σπάει αρχίδια... Και δεν μιλάω άμα κάνει εκπομπές και έχει αφιερώματα. Καλά τα αφιερώματα να μαθαίνουμε και να θυμόμαστε πράγματα του παρελθόντος. Απλά την ώρα που μεταδίδει αγώνα δεν δικαιολογείται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ψάχνω κάποιον:

Τσιγκλάω, πειράζω, ψαρεύω κάποιον, ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα αλλά χωρίς ιδιαίτερη ατζέντα, για το χαβαλέ και το μουχαμπέτι. Χαριεντίζομαι πετώντας σπόντες και σχόλια. Ενίοτε πιλατεύω κάποιον με τις ερωτήσεις και την αδιακρισία μου.

Ακουσμένο από Ναουσαίο (στην Νάουσα λέγεται πολύ, απ' ό,τι μου είπε) αλλά και από άγνωστο περαστικό στην Αθήνα, μάλλον Αθηναίο.

Πρβλ. με άλλες σημασίες: ψαγμένος, ψαγμενιά, ψάχνομαι.

[Τα παραδείγματα αυθεντικά]

  1. - Πάμε κάνα θέατρο;
    - Θέατρο; Γιατί όχι, έχει τίποτα σε αποδομιστικό μεταστρουκτουραλισμό;
    - Τώρα με ψάχνεις κουφάλα αλλά πράγματι κάτι τέτοιο παίζει.
    - Σοβαρά μιλάς;
    - Γιατί, αν το δεις θα καταλάβεις τη διαφορά;
    - Μουνάκι...

  2. - Καλά ρε φίλε, ενώ μπορείς να μείνεις σπίτι μου μου μιλάς για ξενοδοχεία και μαλακίες; Να δώσεις τόσα λεφτά τζάμπα;
    - Σ' ευχαριστώ πολύ αλλά δεν...
    - Τι μ' ευχαριστείς ρε μαλάκα; Μεταξύ μας έτσι θα μιλάμε; Εκτός κι αν δεν νιώθεις άνετα σπίτι μου να μου το πεις να το ξέρω...
    - Τώρα γιατί με ψάχνεις ρε πούστη; Αφού ξέρεις, δεν έχω τέτοια κολλήματα. Άμα να είναι να μαλώσουμε για παπαριές θα μείνω, λήξις.
    - Α να έτσι μπράβο! Τώρα μιλάς σωστά!

  3. - Την άλλη φορά βρεθήκαμε στο λεωφορείο και μ' άρχισε πάλι την πάρλα.
    - Διακόσια χρόνια ο ίδιος ρε πστ. Τι σού 'λεγε;
    - Άκου να δεις. Εγώ ήμουνα με τον Βλάση και την γυναίκα του κι άρχισε να τους μιλάει κι αυτούς, και πού δουλεύετε και τι επιδόματα σας έκοψαν στο υπουργείο και πού μένετε και τι νούμερο παντόφλα φοράτε... Μού 'ρθε να του πω σκάσε ρε μαλάκα, τι τον ψάχνεις τον άλλονα μόλις τον γνώρισες; Την όρεξή σου έχει να περνάει ανάκριση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified