θυμιάζω / θυμιατίζω: Καπνίζω. Φουμάρω. Τσιγαρίζω.

Ως ευφημισμός για το κάπνισμα, το θυμιάτισμα χρησιμοποιείται συνήθως από το παπαδοσυνάφι, την παρασιτική εκείνη κλίκα που έχει προ πολλού πάρει εργολαβία και το ορίτζιναλ θυμιάτισμα. Εννοείται πως θα το ακούσει κανείς μόνο σε κλειστούς κύκλους, μακριά απ' τα μάτια και τ' αυτιά του χριστεπώνυμου πλήθους...

Όποιος έχει συναναστραφεί κατ' ιδίαν κληρικούς, και δη υψηλόβαθμους (δεσποτάδες και τα ρέστα) θα γνωρίζει καλά πως οι άνθρωπες αυτοί δε διαφέρουν ουσιωδώς σε τίποτα από μας τους λαϊκούς: έχουν τα ίδια γούστα, τα ίδια χούγια, τις ίδιες παραξενιές, τις ίδιες ανωμαλίες. Η μόνη τους διαφορά είναι που μας έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο, ζώντας απ' το περίσσευμα που παράγουμε όλοι εμείς οι μαλάκες. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, που θα 'λεγε κι ο Φρειδερίκος. Δημόσιοι υπάλληλοι, αμ πως;

Το γούστο είναι πως και οι ίδιοι, έχοντας πλήρη συναίσθηση της αχρηστίλας και του παρασιτισμού τους, κάνουν τη σχετική πλακίτσα και αυτοσαρκάζονται. Οι μάσκες πέφτουν και τα προσχήματα καταρρέουν όταν βρίσκεσαι με καλή παρεούλα... Αποδομούν και τα σχετικά με το «λειτούργημά» τους, εξ ου και θυμιάζω = φουμάρω. Αρέσκονται ακόμη σε κατινίστικα κακεντρεχή σχόλια προς κάθε κατεύθυνση, αναπολούν με νοσταλγία τα βυζιά της κουμπάρας στον τελευταίο γάμο, σιχτιρίζουν τα μπαστάρδια που δε βγάζουν το σκασμό την ώρα της βάφτισης ή της «θείας» μετάληψης, και πολλά άλλα θεάρεστα και ευσεβή.

Στην τελική όμως, για να είμεθα δίκαιοι με τα τραγιά, δε μπορούμε να μη τους βγάλουμε το καπέλο για τη συσχέτιση των θείων και του καπνού. Διότι τα καπνά είναι πράμα ευλογημένο, όπως ο σίτος, η άμπελος και το έλαιον. Διότι και των μαντείων οι χρησμοί σ' άγιο καπνό υφαίνονταν. Διότι υπάρχει ο όρκος στο τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό (δεν τον πάω τον Κότσιρα αλλά άσχετο). Διότι το κάπνισμα φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά και εξημερώνει τα ήθη (βλέπε Πίπα της Ειρήνης). Γιατί κάθε τσιγάρο είναι μια προσευχή, σαν το άναμμα ενός κεριού. Γιατί το τσιγάρο είναι ο μόνος φίλος που καίγεται για σένα. Γιατί μόνο έτσι καλμάρουν τα νεύρα μας. Γιατί κάνει ωραίο στυλ (δε μπορώ να διανοηθώ ωραία γκόμενα και να μη καπνίζει). Γιατί σ' αυτή τη ρημαδοζωή είναι ότι φάμε κι ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος τους. Γιατί δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτουλα. Γιατί δεν ψαρώνουμε από άψυχα κουφάρια όπως «ποιότητα ζωής» και «σεβασμός στο περιβάλλον». Γιατί έτσι μας αρέσει.

Τέλος, γιατί από σήμερα κάθε τσιγάρο είναι μια φωτιά αντίστασης ενάντια στα ορθόδοξα πολιτικά δόγματα, ενάντια στην τυραννία του ορθού, ενάντια στον καρκίνο του υγιεινισμού και του αποστειρωτισμού. Ένας κόλαφος για τον εξουσιαστικό μπαμπούλα, ένα πλήγμα στην πανούκλα της κανονιστικότητας και της νομοτέλειας.

- Σεβασμιώτατε, προτείνω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στον εξώστη, όπου θα μπορούμε και να θυμιάσουμε συν τοις άλλοις.. Διότι, πιστέψτε με, έχω να σας αποκαλύψω ορισμένες πληροφορίες για τους ανταγωνιστές σας που σίγουρα θα σας ενδιαφέρουν...

- Ναι τέκνον, συνετώς ομίλησες, έχωμεν χαρμανιάσει τόσην ώραν άνευ των σεπτών ημών σιγαρέττων παπαστράτων...

(από xalikoutis, 05/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...τα ζάρια. Πολλές φορές απαντάται στην πιο σύνθετη μορφή «πολύ τα κουνάς και δεν κάνει».

Το λες στον αντίπαλό σου στο τάβλι, όταν αυτός μπεγλερίζει τα κοκαλάκια υπέρ το δέον, ελπίζοντας με αυτό το τελετουργικό να επηρεάσει την τύχη του προς το καλύτερο. Δικαιολογημένος μεταξύ μας ο κουνιστής, διότι όπως κι αν το κάνεις, σου δίνει μια ηδονή να ακούς αυτό το χράκα-χρούκα μες την παλάμη σου, έχεις μια ψευδαίσθηση ελέγχου αυτού που δεν μπορεί να ελεγχθεί.

Η φράση εκφέρεται απαραιτήτως με βαθυστόχαστο, πολύξερο ύφος χιλίων καρδιναλίων. Τα γελάκια αντενδείκνυνται. Ο εκστομίζων είναι συνήθως ο έμπειρος της υπόθεσης, ο παλιός ταβλαδόρος, που αντιμετωπίζει με συγκρατημένη συγκατάβαση τον νιούμπη αντίπαλό του. Λέγεται όμως και μεταξύ ισάξιων παιχτών, σε φάση χαβαλέ κι έτς. Να τονιστεί το κι έτσι, διότι πολλοί τέτοιοι χαβαλέδες έχουν καταλήξει σε παρεξηγησάρες χοντρές.

Με το να πεις πολύ τα κουνάς, επισημαίνεις στον αντίπαλο τη ματαιοπονία του, το μάταιον της προσπάθειάς του. Του ρίχνεις το ηθικό στα τάρταρα. Του κάνεις τα νεύρα τσατάλια, ιδίως με το θυμοσοφικό, ψαγμένο υφάκι σου. Είναι σα να του λες πως ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν χτυπάει τον κώλο του χάμω, θα το πιει τελικά το τσάι του, τέτοιο κατσίκι που είναι. Πόσο μάλλον που η κίνηση του ζαροκουνήματος φέρνει σ' εκείνην της πεοκρουσίας...

Σε περίπτωση δε που ο κουνιστής είναι ντιπ για ντιπ ψάρακας, μπορεί και να αντιτείνει κάτι αμυντικό του στυλ: «γιατί δηλαδή, κι αν τα κουνάω τι θα γίνει;». Τότε - αφού αφήσεις σκοπίμως να κυλήσουν ορισμένες στιγμές αμηχανίας - τον κοιτάς αφ' υψηλού, με ένα πονηρό στραβό γελάκι να διαγράφεται στην άκρη του στόματος, και σε στυλ «άσε, μή μάθεις ... θα μπλέξεις». Δηλαδής και καλά μη ρωτάς πολλά, κάνε δουλειά σου, μη θες να τα μάθεις όλα με τη μία, κι όταν αργότερα βγεις απ' τ' αυγό σου και ξετσουτσουνίσεις, εδώ είμαστε πάλι και τα λέμε.

Να πούμε τέλος, ότι εξίσου σπαστικό με το να κουνάει κάποιος τα ζάρια πολλή ώρα, είναι και το να μη τα κουνάει καθόλου, να τα ρίχνει ξερά. Τρία τινά μπορεί τότε να συμβαίνουν: ένα, να πρόκειται για περίπτωση λαμογιάς, οπότε του λες σπάστα και ξαναρίχτα. Δύο, να είναι νέοπας στο ταβλέτο και να μην έχει μάθει ακόμη πως ένα ελάχιστο κούνημα επιβάλλεται ούτως ή αλλέως. Τρίο, να βαριέται να παίξει, πράγμα ανεπίτρεπτο, διότι το τάβλι θέλει κέφι, θέλει μπρίο, θέλει ζωντάνια βρε παιδί μου (σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη ένα πράμα). Αν βαριέσαι, απλά κλείσ' το το ρημάδι και μη μας μεταδίδεις και μας τη μουργελίτιδα που σε δέρνει...

- Ντόρτια.
- Να τα μας! Με το καλημέρα σας κι ο Γιαννάκης έστησε δυο πόρτες... Πάλι βρε με αράπη κοιμόσουνα χτες; Και σου 'χω πει να το κόψεις αυτό το βίτσιο, σε χαλάει!
- Σειράς. - (χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου) Όχι πάλι ρε πούστη μου, ασσόδυο και γαμώ τη μέρα της κηδείας μου! Τρίτη συνεχόμενη φορά που ξεκινάω με τον κώλο.
- Εμ, στα 'χω πει, πολύ τα κουνάς φίλε μου και δεν κάνει. Άκου μας και μας που είμαστε της σχολής των τριών Φ...
- Των ποιών;
- Τα τρία Φ του ταβλιού αγόρι μου: φοιτητής, φαντάρος, φυλακισμένος... Έχω κάνει απ' όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμένος τύπος του εξοδούχος. Νεολογισμός που ευδοκιμεί στον ένδοξο Έψιλον Σίγμα (Ελληνικός Στρατός ντε), αυτή την κοιτίδα ανανέωσης της πατρίου ημών γλώσσης.

Γραμματικώς, είναι κατηγορηματικός προσδιορισμός, περιγράφει δλδ μια μη μόνιμη ιδιότητα του υποκειμένου, π.χ. ο Γιώργος είναι εξόδου απόψε (αλλά αύριο ποιος ξέρει, παίζει να τον φάει η μαρμάγκα και να χτυπήσει καμιά γερμανικούρα).

Διατί η συντόμευσις; Διότι στας ατελείωτας ώρας εντός του στρατοπέδου, τα κωλοφάνταρα, μη έχοντας πως να σκοτώσουν το χρόνο τους, ασελγούν επί της γλώσσας, όπως ακριβώς οι φυλακισμένοι και άλλες «ειδικές» πληθυσμιακές ομάδες. Πάνε κόντρα στην ορθοδοξία της επίσημης γλώσσας, και μεταχειρίζονται τους λόγιους τύπους της με τη δέουσα ασέβεια, όπως ακριβώς τους αξίζει: ακρωτηριάζοντάς τους.

Η φανταρίστικη ασέλγεια δεν περιορίζεται μόνο επί της γλώσσας. Ενίοτε επεκτείνεται και στο ίδιο το σώμα του φαντάρου (τατουάζ, τσαμπουκάδες, ντραγκς) ή - ακόμη καλύτερα - στο σώμα των συστρατιωτών του. Υπάρχουν διάφορα εξαιρετικά βίαια φανταρίστικα παιχνίδια για σκότωμα της ώρας, π.χ. ο περίφημος βεζίρης. Σε ακόμη πιο εξτρήμ καταστάσεις, λένε απλά πως στο στρατό ανακαλύπτεις τις κρυφές σου κλίσεις. Αλλά δε συνεχίζω μ' αυτά διότι αποτελούν αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Και κάτι τελευταίο. Το εξόδου ακούγεται και σαν γενική του έξοδος, κι όλοι έχουμε καταλάβει τα τελευταία χρόνια πόσο πιασάρικες είναι αυτές οι γενικές που αντικαθιστούν ονομαστικές, π.χ. ο τύπος είναι παμπλούτου (αντί πάμπλουτος), η κατάσταση είναι απαλεύτου (αντί απάλευτη), αυτά που μου λές είναι απιστεύτου (αντί απίστευτα) κ.ο.κ.

(στην παραμεθόριο)

- Μαλάκα, το βρίζουμε το κωλονήσι που μας στείλανε, αλλά έχει και τα καλά του. Πήγα χτες σ' ένα μπουρδελάκι στην πόλη που μου είχαν πει, κι η κοπέλα τα έσπαγε! Το καλύτερο τσιμπούκι της πενταετίας, άσε που τέτοιο θεόμουνο δεν παίζει με την καμία να γαμήσεις σε νορμάλ φάση. - Ναι ε; Καλά, θα πάω αύριο που είμαι εξόδου να ρίξω ένα βλέφαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδεις όροι του λεξιλογίου των ξενύχτηδων. Όχι όμως των ξενύχτηδων γενικώς και αορίστως. Αναφερόμαστε σε όσους είναι ταγμένοι μέχρις εσχάτων, δηλωμένοι τρελοί με τα «πολιτιστικά κέντρα» του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Περισσότερο γνωστοί ως σκυλάδες ή μπουζουκάδες.

Σκουπίζω σημαίνει κάθομαι μέχρι τελικής πτώσεως, έως το απόλυτο τέλος του προγράμματος. Φεύγω τελευταίος απ' τους τελευταίους. Δε το κουνάω ρούπι μέχρις ότου ο χώρος να αδειάσει εντελώς, να έχουν ανάψει τα φώτα και οι πακιστανοί να σκουπίζουν το μαγαζί ώστε να είναι έτοιμο για την επόμενη νύχτα μπουζουκοκραιπάλης.

Ισοδύναμες εκφράσεις με το σκουπίζω είναι τα «κάθομαι μέχρι το σκούπισμα» ή «προβλέπεται σκούπισμα απόψε».

Καταχρηστικά, οι εν λόγω εκφράσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για διαφορετικού τύπου νυχτομάγαζα, π.χ. κλαμπ με μη ζωντανή μουσική, συναυλιακούς χώρους κ.ο.κ. Όμως, στα μπουζουκάδικα, το σκούπισμα στο τέλος της βραδιάς ανάγεται σε τελετουργία, καθώς με αυτό απομακρύνονται ευλαβικά οι τεράστιες ποσότητες εκτοξευμένων λελουδικών, πεμπτουσία του συγκεκριμένου είδους διασκέδασης.

Ποιοί όμως συνήθως σκουπίζουν; Σίγουρα όχι οι χαϊχλίδογλου που κάθονται πρώτο τραπέζι κάλτσα. Αυτοί την κάνουν κατά κανόνα νωρίς, διότι θεωρούν το σκούπισμα ψιλογύφτικη και φτωχομπινεδιάρικη πρακτική, για τους ταλαίπωρους που θέλουν να αποσβέσουν κάθε σεντ που έσκασαν στην είσοδο. Γι' αυτούς δηλαδή που παν να βγάλουν απ' τη μύγα ξύγκι, διότι εκτός των άλλων δεν γνωρίζουν πότε θα μπορέσουν να ξανάρθουν. Οι γκαφράδες δεν έχουν τέτοιες ανησυχίες. Και αύριο εδώ θα είναι, και μεθαύριο κι όποτε γουστάρουν.

Η παραπάνω εικόνα δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα. Τα λαϊκά παιδιά δεν κάθονται μέχρι το σκούπισμα μόνο επειδή έσκασαν τα λεφτουδάκια που έβγαλαν με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα. Θα κάτσουν γιατί πραγματικά γουστάρουν, κι ας έχουν βγάλει κιρσούς στα πόδια απ' την ορθοστασία στον εξώστη. Τα νταλκαδιάρικα άσματα τους εκφράζουν και τους θυμίζουν το βασανάκι τους. Αντίθετα, οι περισσότεροι πλούσιοι πάνε καθαρά για την μόστρα, για τη λεζάντα, για να επιβεβαιώσουν το κοινωνικό και οικονομικό τους status.

  1. - Τι θα γίνει ρε μαλάκα Ηλία, θα την κάνουμε καμιά ώρα να πάμε και σπίτια μας; Ξέρεις αύριο δουλεύουμε κιόλας, σε περίπτωση που το ξέχασες…
    - Πας καλά ρε, τώρα στο καλύτερο θα φύγουμε, τώρα που γυρίζει; Κι εγώ δουλεύω αύριο, δεν κάνω έτσι. Στην τελική, μείνε μέχρι να φύγεις...
    - Αυτά τα κουλά να μην έλεγες ρε Λια, και τί στον κόσμο... Τέσπα, έτσι στο 'πα, κάνε ότι νομίζεις.
    - Έτσι μπράβο αγόρι μου, κούλαρε λίγο, χαλάρωσε και θα δεις δε θα σε χαλάσει. Και στην τελική το 'ξερες, ο Λιας αν δε σκουπίσει δε φεύγει από μαγαζί, όλα κι όλα.

  2. - Μαλάκα Ηλία, Παρασκευή που θα πας Πετρέλη - Οικονομόπουλο θα 'ρθω μαζί σου. Θα είναι κι ένα φιλαράκι από Καλαμάτα που φιλοξενώ.
    - Κανόνισε να μου την κάνεις όπως την άλλη φορά που έφυγες στις 2.30. Και στην τελική στα παπάρια μου, κάν’ την ότι ώρα θες, μόνο μη με πρήζεις και μη μ' αρχίζεις στα κλαψομουνίστικα, του στιλ έχω δουλειά την άλλη μέρα και δεν ξέρω γω τι άλλο.
    - Όχι ρε σου λέω! Είμαστε για σκούπισμα, κανονικά! Κι ο δικός μου καυλωμένος είναι, χώρισε και με τη δικιά του και καταλαβαίνεις. Προβλέπεται σκουπισματάκι αγόρι μου! - Καλά νταξ, το εμπεδώσαμε. Έμαθες κι εσύ ο άσχετος πως μιλάν οι μπουζουκάδες και τώρα ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλώς ήλθατε στο βασίλειο της Παραοικονομίας.

Μαύρα χρήματα είναι εκείνα για τα οποία ο εισπράξας δεν εξέδωσε νόμιμη απόδειξη. Τα παντελόνιασε χωρίς αυτά να καταγραφούν πουθενά. Δεν θα συνυπολογιστούν στο συνολικό ετήσιο εισόδημά του, και ουδέποτε θα φορολογηθεί με βάση αυτά.

Συνηθέστατη πρακτική σε ελεύθερους επαγγελματίες (δικηγόρους, γιατρούς), στους απασχολούμενους στον ευρύτερο κλάδο της οικοδομής (ελαιοχρωματιστές, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι), σε εισοδηματίες που νοικιάζουν διαμερίσματα κλπ. Όλοι τους μαζί συνιστούν την κάστα των φοροφυγάδων (επί το αντζελικότερον, φοροδιαφυγάδων).

Τα μαύρα χρήματα δεν ταυτίζονται με τα βρώμικα χρήματα, τα οποία προέρχονται από 100% παράνομες πηγές (ναρκωτικά, πορνεία, λαθρεμπόριο όπλων). Τα βρώμικα μπορούν να ξεπλυθούν δια του στησίματος πλυντηρίων, δλδ καθ' όλα νόμιμων επιχειρήσεων-βιτρίνα. Για πάρα πολλά νυχτερινά μαγαζιά / διασκεδάδικα, αλλά και για άλλου τύπου επιχειρήσεις, π.χ. γυμναστήρια, ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι, οτι αφ' εαυτά δεν φέρνουν κέρδη αλλά λειτουργούν ως βιτρίνα για ύποπτες δραστηριότητες.

Ειδικότερη περίπτωση μαύρων χρημάτων είναι εκείνη κατά την οποία ο εργοδότης δεν κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές σε αυτόν που απασχολεί, δλδ δεν του κολλάει ένσημα. Αυτό συνιστά και απάτη εις βάρος των αγαπημένων μας ασφαλιστικών ταμείων (mainly ΙΚΑ), για τα οποία όλο μας ζαλίζουν τ' αρχίδια οι Κασσάνδρες ότι θα καταρρεύσουν, αλλά τελικά ποτέ δεν καταρρέουν.

Όσοι εργάζονται και παίρνουν τα λεφτά στο χέρι, χωρίς να τους κολλάει ο αφεντικός ένσημα, είναι οι λεγόμενοι μαύροι. Η ίδια η ανασφάλιστη εργασία που προσφέρουν είναι η μαύρη εργασία, επί το σλανγκικότερον μαυρίλα.

Κατά κανόνα οι μαύρες (ανασφάλιστες) δουλειές είναι και μαύρες με την έννοια του ότι δεν πληρώνουν καλά, σου βγαίνει ο πάτος για τρεις κι εξήντα, ούτε κουβέντα εννοείται για προοπτικές ανέλιξης, χώρια τους όποιους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα του εργαζόμενου (βλ. εδώ μεταξύ άλλων).

  1. Φίλος μαιευτήρας σε γκλαμουριάρικο μαιευτήριο των Βου Που, μου έλεγε πρόσφατα πως πλήρωσε 60 χιλιάρικα εφορία και πως με τα δικά του χρήματα θα σπουδάζουν τα δικά μου παιδιά αύριο. Μου ήρθε να του πω: «βρε παπάρα, με αυτά που βγάζεις θα έπρεπε να πληρώνεις τουλάχιστον τα διπλάσια, κι όλοι ξέρουμε πως το ένα ευρώπουλο στα δύο που βγάζετε εσείς οι κωλογιατροί είναι μαύρο, στην ξεφτίλα». Αλλά συγκρατήθηκα. Δυστυχώς.

  2. Οι εργαζόμενοι οδηγοί δικύκλου (ντελιβεράδες, κούριερ, εξωτερικοί), αλλά και υπάλληλοι-χαμάληδες σε γνωστά βιβλιοχαρτοπωλεία του κέντρου, είναι κλασικές περιπτώσεις μαυρίλας, μαύρης εργασίας και με τις δύο έννοιες. Είναι οι σύγχρονοι σκλάβοι, στους οποίους το κουπί της γαλέρας έχει απλά αντικατασταθεί από το τιμόνι μια πάπιας 100 κυβικών εκατοστών. Σιγά σιγά ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν.... (Βλ. εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερπολύχρηστη λέξη, με σημασία κατά κανόνα θετική. Γιατρός είναι γενικά κάποιος με ειδικές ικανότητες και ταλέντα, που ξεπερνούν αυτά του μέσου όρου. Δίνει τη λύση σε δύσκολες καταστάσεις κι ότι αναλαμβάνει το φέρνει συνήθως εις πέρας με αξιοσημείωτη επιτυχία.

Όλοι βέβαια γνωρίζουμε την all time classic, χιλιοτραγουδισμένη προσφώνηση γιατρέ μου, την οποία περιοριζόμεθα να μνημονεύσουμε ενθάδε μετά τιμής. Γειά σου ρε γιατρέ, όπως λέμε γεια σου ρε καλλιτέχνη, γεια σου ρε ψηλέ, γεια σου ρε όμορφε, γεια σου ρε μάνατζερ, γεια σου ρε αρχηγέ κ.ο.κ.

Οι γιατροί (η λέξη τίθεται είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών), όπως έχουμε πει και αλλού, δε δουλεύουν για την ψυχή της μάνας τους. Προσφυγή στας υπηρεσίας τους θα σας κοστίσει κάτι παραπάνω, τις πιο πολλές φορές όμως αξίζει τον κόπο.

Ειδικότερα:

  1. Στο λεξιλόγιο μιας ειδικής κατηγορίας παρανόμων, εκείνων που ασχολούνται συστηματικά με κλοπές αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, γιατρός είναι ο ειδικευμένος «τεχνίτης» ο οποίος αναλαμβάνει να παραποιήσει τον αριθμό πλαισίου και αριθμό κινητήρα του κλεμμένου οχήματος και να περάσει καινούριους. Κάθε πλαίσιο (σασί) και κάθε κινητήρας (μοτέρ) που βγαίνει απ' το εργοστάσιο, έχουν χαραγμένα πάνω τους, κυρίως για λόγους ασφαλείας, τους κωδικούς αυτούς αριθμούς. Χρησιμεύουν στην ταυτοποίηση του οχήματος σε περίπτωση κλοπής. Ο γιατρός, ο οποίος κατά κανόνα δε μετέχει στη φέρμα, έρχεται κατόπιν εορτής, στο γκαράζ που έχεις κρύψει το κλεψιμέϊκο, αποξύνει τους παλιούς αριθμούς (με προσοχή για να μην αφήσει ίχνη) και «χτυπάει» τους νέους. Ποιοι όμως θα είναι αυτοί οι νέοι αριθμοί; Μήπως ο γιατρός θα τους βγάλει απ' την κοιλιά του;

Όχι βέβαια. Το κόλπο - ένα από τα πολλά - έχει συνήθως ως εξής: Κλέβεις ένα μηχανάκι, π.χ. ένα Yamaha TDM 900, το οποίο όμως σου είναι κατ' ουσίαν άχρηστο, διότι αν σε σταματήσουν οι μπάτσοι και δεν έχεις τα χαρτιά του, την πούτσισες. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να πας να αγοράσεις το ίδιο ακριβώς μοντέλο από κάποιον που το είχε και το τράκαρε. Εννοείται το παίρνεις κοψοχρονιά, εφόσον το μηχανάκι έχει γίνει βίδες, καφενείο, κωλοτρυπίδες. Αφού γίνεις πια ο νόμιμος κάτοχός του, πηγαίνεις και «βαράς» τα νούμερά του στο κλεμμένο, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

  1. Για τους τοξικομανείς, γιατρός είναι ο drugdealer, o πρεζέμπορας, ο τροφοδότης που μοιράζει το φάρμακο για να γίνουν καλά τα αρρωστάκια. Στο εξωτερικό, όπου τα πράγματα είναι γενικώς πιο επαγγελματικά και δουλεύουν πιο ρολόι σε σχέση με την Ψωροκώσταινα, κάθε ντήλερ που σέβεται τον εαυτό του και το θεάρεστο λειτούργημά του, φέρει τον βαρυσήμαντο τίτλο του δόκτορος («doctor») και διαφημίζεται με γκράφιτι από σπρέι στους τοίχους. Αυτό πάει να πει κυριαρχία της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, αν δεν διαφημίζεσαι απλά δεν υφίστασαι.

  2. Για τους φανατικούς των Moto GP (αγώνες μοτοσυκλετών δια τους αδαείς), γιατρός είναι ο ένας και μοναδικός Valentino Rossi, ζωντανός θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού, πολυνίκης και πρωταθλητής επί σειρά ετών.

  1. - Φίλε όλα οκ με το σκηνικό, το βάλαμε στο χέρι το μηχανάκι.
    - Ωραίος. Πού το 'χεις τώρα, στο γκαράζ του Κατσαρίδα, όπως πάντα;
    - Ε ναι ρε, που αλλού θα το χώναμε. Εσύ τελείωσες με τις άδειες και τη μεταβίβαση;
    - Όλα κομπλίτα σου λέω, τον έψησα κιόλας τον τυπά και μας έκοψε άλλο ένα τρακοσάρι. Άμπαλος απ' τους λίγους, που να 'ξερε κιόλας... Έχει μείνει με την εντύπωση πως θα το φτιάξω το ερείπιο του και θα το κυκλοφορώ..
    - Τέλεια. Ρίξε τώρα τηλεφωνάκι στο γιατρό, θέλω ως αύριο βράδι να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία.
    - Μια κουβέντα είπες τώρα. Με τη δουλειά που έχει πέσει τελευταία, τον βλέπω σε κανά διβδόμαδο το λιγότερο να 'ρχεται.

  2. (πρεζάκιας-ζήτουλας έχει βγει στη γύρα)
    - Ρε φιλαράκι μήπως έχεις ένα ευρώ να πάρω ένα σουβλάκι να φάω;
    - Άει πάενε ρε ξέφτιλε που θες και λεφτά.. Να πα να δουλέψεις ρε κοπρόσκυλο, τ' άκουσες;
    - Φιλαράκι ο Αργύρης δεν είσαι; Ο Στάμος από το γυμνάσιο είμαι ρε, με θυμάσαι;
    - Πω......... Ρε Στάμο, πως κατάντησες έτσι αγορίνα μου;
    - Έτσι μας τα 'φερε η πουτάνα η ζωή ρε Αργύρη, είναι κι εξαφανισμένος ο γιατρός μου εδώ και καμιά δεκαριά μέρες κι είμαι να πεθάνω ρε Αργύρη... Μείνε μακριά απ' τον πρεζάκια Αργύρη, είναι καταραμένος σου λέω..

If your down he\'ll pick you up Dr. Robert, Take a drink from his special cup Dr. Robert  Dr. Robert, he\'s a man you must believe, Helping everyone in need, No one can succeed like Dr. Robert (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύνεργα του πρεζάκια, τα συμπράγκαλά του, που δεν κάνει βήμα σημειωτόν χωρίς αυτά.

Σε μια πλήρη μορφή, η έκφραση είναι ασφαλώς τα σέα μου και τα μέα μου, αλλά για τους πρεζάκηδες τέτοιου είδους ακριβολογίες είναι περιττές πολυτέλειες, χαμένος χρόνος. Στα νταραβέρια των πλατειών και των πεζοδρομίων, όσο λιγότερο μιλάς, τόσο το καλύτερο, ενώ κανείς δεν έχει όρεξη να ακούσει την ιστορία της ζωής του αλλουνού.

  1. Πρώτο και πιο βασικό στη λίστα με τα σέα - εκτός ασφαλώς απ' την παραμύθα, δλδ την ίδια την πρέζα - είναι το ομώνυμο σέο, δλδ η σύριγγα. Πρόκειται για την πολύ λεπτή σύριγγα της ινσουλίνης, χωρητικότητας 1cc ή 2cc. Το σέο λέγεται και γκαν ή γκάνι ή γκανάκι, το κατεξοχήν όπλο (gun) του πρεζάκια για το βάρεμα, το σουτάρισμα (shoot), την ενδοφλέβια χρήση.

Παρεμπίπταμπλυ, το σέο της ινσουλίνης χρησιμοποιείται κι απ' τους μπίλντερς για την υποδόρια χορήγηση g.h.

Oι ευρωπαίοι πρεζάκηδες προτιμούν τις Ersta, θρυλική μάρκα σύριγγας με τέλεια ποιότητα βελόνας. Πριν κάποια χρονάκια, όταν γενικά οι κώλοι ήταν πιο σφιχτοί, τα φαρμακεία δεν έδιναν εύκολα σύριγγες, ενώ ένα χρησιμοποιημένο σέο αρκούσε για να βρεθείς στον καθαρό αέρα της εξοχής του Κορυδαλλού. Σήμερα τα πράματα έχουν λασκάρει τελείως, με τους 13χρονους και 14χρονους πρεζάκηδες να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Έτσι είναι όταν η φτήνια τρώει τον παρά...

  1. Το κουτάλι. Πάνω εκεί αναμειγνύεται η πρέζα με λεμόνι ή ξινό, και λιώνει με τη θερμότητα του αναπτήρα. Το μείγμα χώνεται βιαστικά στο σέο, συνήθως αφού περάσει μέσα από βαμβάκι, το οποίο λειτουργεί ως φίλτρο για τυχόν βρωμιές. Όλα πρέπει να γίνουν στο πιτς-φιτίλι, για να μη σου παγώσει το μείγμα μέσα στη σύριγγα και χρειαστεί να το αδειάσεις στο κουτάλι και να επαναλάβεις όλη τη διαδικασία. Πήζουν συνήθως οι μουφάτζικες πρέζες, κινέζικες ή συνθετικές.

  2. Όξινο διάλυμα (λεμόνι ή ξινό). Μόνο οι καθαρές πρέζες (άντε τρέχα γύρευε να τις βρεις) διαλύονται σε ρευστή καραμέλα χωρίς την προσθήκη οξέων. Οι σκουρόχρωμες νοθευμένες πρέζες, οι «κομμένες», αναμειγνύονται πάνω στο κουτάλι ή στο αλουμινόχαρτο με λεμόνι για να λιώσουν. Για ακόμη πιο καφετιάρικες και ακατέργαστες σκόνες, το λεμόνι δεν αρκεί και επιστρατεύεται το ξινό, που πουλιέται σε μπακάλικα και σουπερμάρκετ. Είναι επώδυνο, «καίει» τις φλέβες και καταστρέφει και τα δόντια.

αατά.

Το σέο κανονικά είναι για μια και μόνη χρήση, επειδή όμως τα γαμημένα αντέχουν, οι πρεζάκηδες τσούλαγαν παλιότερα 5-10 νοματαίοι το ίδιο βελόνι. Κονόμαγαν ηπατίτιδες και aids, μέχρι που κάπως κατάλαβαν τη μαλακία τους και περιορίστηκε το φαινόμενο της πολλαπλής χρήσης του σέο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, η γυναίκα αλόγα, η ψηλή και άχαρη, η νταρντάνα στα χειροτερότερά της, αυτή που θα πεθάνει από καρκίνο του προστάτη. Μπορεί να είναι και τζιβιτζιλού, μπορεί όμως και να μην είναι.

Καθόσον η χρήση της έκφρασης προϋποθέτει μια έστω στοιχειώδη εξοικείωση με την πολιτική και τα διεθνή θέματα, θα την ακούσεις κυρίως σε πιο ιντελεκτουέλ / κολωνακιώτικους κύκλους, που αποφεύγουν συνειδητά την αναπαραγωγή λαϊκάντζικων και κακόηχων λέξεων, όπως οι παραπάνω.

Ο συνταγματάρχης Μουαμάρ ελ Καντάφι, δικτάτορας κατ' ουσίαν της Λιβύης από το 1969, είναι ένας ζωντανός πολιτικός θρύλος. Η εκκεντρικότητά του ξεπερνά κάθε όριο. Μορφή υπερτεράστια και γκροτέσκα, τροφοδοτεί με τα καμώματά του τα διεθνή Μήδια σε συνεχή βάση. Ιδίως οι διεθνείς επισκέψεις του φέρνουν σε περιφερόμενο τσίρκο, ένα πανηγύρι του τρελού: στήνει τη βεδουίνικη σκηνή του στα πάρκα των πόλεων, πραγματοποιεί αυτοκρατορικές εμφανίσεις με κουστωδίες και παράτες και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.

Οι επισκέψεις του Καντάφι είναι όμως κι ένα πανηγύρι του μουνιού, καθώς ο ίδιος, γνωστός μουνάκιας, συνοδεύεται πάντοτε από καμιά σαρανταριά και βάλε γυναίκες-σωματοφύλακες, για την προστασία του από τους κακούς απογόνους των αποικιοκρατών. Οι γυναίκες αυτές είναι και καλά πολεμικές μηχανές, εκπαιδευμένες σε ειδική κανταφοσχολή, δεμένες με όρκο ζωής και θανάτου προς τον ηγέτη. Υποτίθεται - εδώ γελάμε - πως παραμένουν παρθένες, οι κακές γλώσσες όμως λένε πως ο Καντάφας τις έχει περάσει από ένα χεράκι, έτσι να ξέρει τι ψωνίζει ο άνθρωπας..

Τα ιντερνάσιοναλ Μήδια αρέσκονται να τις ανεβάζουν και να τις κατεβάζουν ως ωραίες και σεξουλιάρικες, όμως η θλιβερή πραγματικότητα είναι πως οι περισσότερες μοιάζουν σα να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ, μπαζόλες, ανδροειδή του κερατά... Αυτά βέβαια ισχύουν μάλλον για τα εκλεπτυσμένα λαϊφσταλάδικα γούστα μας, ενώ ως γνωστόν περί ορέξεως κολοκυθόπιτα..

- Μαλάκα πως σου φαίνεται η Γεωργία η ρεσεψιονίστ; Μου σκάει κάτι χαμόγελα τον τελευταίο καιρό όταν μπαίνω, κόλαση σε λέω...
- Εσύ αγόρι μου πρέπει να 'χεις να γαμήσεις πολύ καιρό. Ή μήπως να σου συστήσω κανά καλό οφθαλμίατρο; Ρε δε τη βλέπεις πως είναι η γυναίκα, καμήλα με τα όλα της, σαλάχι, υβρίδιο, ιππόκαμπος, σωματοφύλακας του Καντάφι και δε συμμαζεύεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified