Ό,τι και τα μπορέλι και Μπορμπόκης, δηλαδή ένας μαγκίζων τρόπος να πεις μπορεί χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού ποδοσφαιριστή, εν προκειμένω του Βίκτορ Μπόρμπα Φερέιρα Ριβάλντο.

(από Khan, 21/02/11)(από Khan, 27/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και το μπορέλι, δηλαδή ένας μαγκίζων τρόπος να πεις μπορεί χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού ποδοσφαιριστή, ήτοι του Βασίλη Μπορμπόκη. Ή του Στέφανου Μπορμπόκη για τους παλαιότερους.

- Γιατρέ μου πάμε απόψε στον Μπάτμαν;
- Μπορμπόκης...

(από Khan, 21/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται και για την κυριολεκτική πόρνη, την πουτάνα, αλλά κυρίως για αυτή που έχει τάσεις πουτανιάς και εκφυλιάς. Ως ύβρη διαθέτουμε και το πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα.

  2. Στην στρατιωτική αργκό είναι το «κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες». Επίσης λέγεται μπουρδελιάρα.

  3. Λίγο πιο δοκίμως, είναι και το χαρακτηριστικό φως (συνήθως κοκκινωπό) που υπάρχει στα μπουρδέλα, αλλά αυτό περισσότερο λέγεται μπουρδελιάρα.

  1. Ελέος ρε γμτ έχουν λυσσάξει με την πουτανιάρα και σιγά τι έκανε,ένα πήδημα σε κάμερα ουαου, γμτ την δήθεν σοβαροφανεία και το σεμνά και ταπεινά σας!!! Δεν μπορώ άλλο δήθεν ηθικής . Υ.Γ.Ούτε πρότυπο γίνεται να γίνει αυτή ή οποία άλλη ούτε τίποτα,αν θες να είσαι πουτανιάρα θα γίνεις ακόμα και αν ζεις στο Πακιστάν που τις λιθοβολούν. (Τζούλια Αλεξανδράτου- το καυτό πορνό βίντεο).

  2. Κι αυτή η πουτανιάρα δεν σβήνει με τίποτα γκαμώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε στο γενικότερο φαινόμενο ότι τα τοπωνύμια που βρίσκονται σε Πληθυντικό Αριθμό συχνά τρέπονται σε Ενικό για χάρη σλανγκίστικης χαριτωμενιάς στον λόγο.

Κλασικά παραδείγματα είναι τα: Γιάννινο αντί Γιάννενα/ Ιωάννινα, Τρίκαλο αντί Τρίκαλα, Γιαννιτσό αντί Γιαννιτσά. Από ξένα τοπωνύμια, το πιο χαρακτηριστικό είναι η Βρυξέλλα αντί για Βρυξέλλες.

Θα λέγαμε ότι έχουμε εδώ μια υπερ-δημοτική, αντίστροφη προς τον υπεραστισμό/ υπερ-καθαρεύουσα. Δηλαδή, καθώς μια σειρά από πόλεις που ήταν σε πιο αρχαΐζουσες μορφές της γλώσσας μας στον Πληθυντικό, έχουν τραπεί στην Δημοτική (ή και πιο πριν) στον Ενικό, λ.χ. αἱ Ἀθῆναι- η Αθήνα, οἱ Παρίσιοι- το Παρίσι, αἱ Πάτραι- η Πάτρα, αἱ Θῆβαι- η Θήβα, κάποιοι σύσλανγκοι σπεύδουν αυτοβούλως να ολοκληρώσουν αυτήν την διαδικασία, τρέποντας στον Ενικό και τις εναπομείνασες πόλεις που βρίσκονται ακόμη στον Πληθυντικό.

Ο Ενικός δίνει κυρίως μια μεγαλύτερη οικειότητα. Ενίοτε αυτό είναι μια υποτίμηση, μια απαξιωτική σμίκρυνση. Άλλοτε όμως δεν λέγεται υποτιμητικά, αλλά και με κάποια τρυφερότητα. Βλ. και καλό το Τρίκαλο.

Σε κάποιες πόλεις συμβαίνει το αντίστροφο, μια τροπή στον Πληθυντικό. Λ.χ. τα Λονδίνα, τα Παρίσια. Εδώ, όμως, μάλλον εννοούμε τις πόλεις που ανήκουν σε παρόμοιο τύπο μεγαλούπολης, όπως το Λονδίνο ή το Παρίσι. Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!

Πάσα: Jeanoir.

  1. στην περιοδο ζαγορακη-βρυζα αντιμετωπισαμε πολλες δυσκολιες κι αναταραχες (απανωτες αγωνιστικες φαπες την πρωτη χρονια,οδυνηρος αποκλεισμος απο θρασο,περυσι αποτυχια στα πλει-οφ,φετος αποτυχια σε γιουροπα λιγκ,αποκλεισμος απο γιαννινο). (Paokmania.gr).

  2. Για ΓιαννιτσΟ δε ψήνομαι. Μην ξεχνάμε οτι ο jan έκανε απλά μια πρόταση. Δε ''έκλεισε'' το θέμα για εκεί. Κατά τα άλλα, οπου να ναι όποτε να ναι. (Εδώ).

  3. Το αντίστροφο:
    Στα... «Λονδίνα» ο Ραγκούσης τη Δευτέρα! (Εδώ).

(από Khan, 21/02/11)τα ένδοξα Παρίσια (από Khan, 21/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μακαρίτη/-ισσας, ή συγχωρεμένου/-ης, δηλαδή πρώην γκόμενου/-ας. Το αντικείμενο της μεταφοράς είναι ο ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου (αγγλιστί Emeritus), δηλαδή ο Καθηγητής Πανεπιστημίου που έχει πάρει σύνταξη και έχει τελειώσει την ενεργό του καριέρα, πλην απολαμβάνει ίσες τιμές με τους εν δράσει καθηγητές και του δίνεται και η διακριτική ευχέρεια να παρεμβαίνει στην πανεπιστημιακή ζωή, λ.χ. για να παρακολουθεί κάποιο ΠουΤσουΝτου που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα.

Με αυτήν την λογική, ομότιμη γκόμενα (επικεντρώνω στο αντρικό βλέμμα) είναι μια πρώην γκόμενά μας, με την οποία έχουμε χωρίσει χωρίς να την θάψουμε οριστικά, μνημόσυνα κιετς όπως στην περίπτωση της μακαρίτισσας, αλλά διατηρούμε καλές αναμνήσεις και της επιτρέπουμε φού και φού να διεκδικήσει κανένα φιλικό (πλέον) for ol' times' shake δίκην ΠουΤσουΝτου.

Συχνά είναι μιλφού την οποία ο άντρας σφύριξε κι έληξε, χάριν κάποιας πιπινωτέρας. Όμως διατηρεί όλες τις τιμές της σχέσης. Λ.χ. αν ο άντρας λέγεται Γιώργος, μια ομότιμη θα συνεχίσει να λέγεται Γιώργαινα, καθώς θα έχει παγιωθεί η ταύτισή της μαζί του. Επίσης, παρ' όλο που την έχουμε συνταξιοδοτήσει, της αποδίδουμε τις πρέπουσες τιμές που της αξίζουν, εξίσου όσο και στην καινούργια γκόμενα. Μια γυναίκα είναι πιο δύσκολο να κάνει κάτι αντίστροφο, καθώς οι γυναίκες αγαπάνε και θάβουν πιο οντολογικά, πλην στην εποχή που θάλλουν οι γυναίκες πούστηδες όλα είναι δυνατά.

Σημείωση για τον Fritz Slang: τον χρησιμοποιώ μόνο εγώ αυτόν τον όρο, απλώς ως μια σλανγκάζ διάκριση από την μακαρίτισσα, η οποία κάπως πρέπει να γίνει.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο, θα βγούμε το βράδυ;
- Δεν μπορώ ρε συ, θα περάσω από την Γιώργαινα...
- Χαλάλι, αν πρόκειται για το καυλοράπανο...
- Δεν λέω για την πιπινέζα ρε συ, για την ομότιμη μιλάω, τον τσολιά.
- Ακόμα με το μιλφ τραβιέσαι ρε πόντιε;
- Τι να κάνω, χρειαζόταν ένα σέρβις η κοπέλα... Έλα και στην θέση της...

Με λένε Γιώργο (από johnblack, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρβανίτικο κεφάλι, ο ξεροκέφαλος, το αγύριστο μυαλό, κάποιος που δεν ψάχνει ένα θέμα που δεν καλογνωρίζει και βγάζει βιαστική απόφαση. Κάποιος που αποφασίζει κουτουρού, που δεν διαπραγματεύεται, αλλά θέλει να περνάει το δικό του, κάποιος που παραμένει κολλημένος στις αρχικές του ιδέες ακόμα κι αν τον πείσεις ότι λέει βλακείες.

Πηγή: Γκάτζμαν.

  1. Τι ντελιάπης είσαι μωρ' αδερφάκι μου! Έπρεπε να το ψάξεις πριν αγοράσεις. Πάλι γουρούνι στο σακί πήρες.

  2. Τι ντελιάπης είναι αυτός ρε; Ήθελε ντε και καλά να πάμε διακοπές στην Πάρο. Τόσες εναλλακτικές προτάσεις κάναμε. Εκεί αυτός! Πάρο και μόνο Πάρο.

Le Con de Liapis (από Vrastaman, 20/02/11)Τζερονύμο Λιάπης. Φημολογείται πως το pc του είναι dell.Αρα Ντελιάπης; (από GATZMAN, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστορική αργκό, εννοείται το μίνιο, δηλαδή η μολυβδούχος χρωματική ουσία που χρησιμοποιείται ως αντισκωριακό και ως πλαστικό χρώμα. Σημαίνει γαμώ και εκσπερματίζω. Η έμφαση είναι στο μαζικόν της εκσπερμάτισης. Μπορεί να σημαίνει και τον αυνανισμό, όπως το ασπρίζω τοίχους κ.τ.ό. (Να μην συγχέεται με τα μίνια, εκτός κι αν τα μίνια απλωθούν πάνω στα μίνια, όπως στην περίπτωση του Πλύντον).

- Πώς πήγε χτες μάστορα; Άπλωσες τα μίνια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος, δηλαδή το τσιγάρο που περιέχει χασίσι, αφού μετατρέπεται στα ποδανά ως φοσμπά, στην συνέχεια παίρνει και μια κατάληξη τέτοια που να θυμίζει τον τραγουδιστή Kurt Cobain του συγκροτήματος Nirvana. Παλαιότερη σλανγκιά όταν ήταν περισσότερο της μοδός το συγκρότημα, ναϊντίλα κιέτσ'.

Πάσα: Χότζας.

Παίζει πολύ φοσμπαίην στο λοφάκι...

(από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα, δηλαδή η πεολειχία, στα ποδανά.

Επίσης σημαίνει το καυλί στην έκφραση κάτσε στο παπί μου.

  1. - Μωρό μου είσαι να τραβήξουμε κανά παπί;
    - Τραβήξου μόνος σου ρε σαλιγκαροψώλη!

  2. Λοτρέ το μεναγκό! Παπί, νιμού, λώκο και πάλι παπί.

(από Khan, 18/02/11)(από Khan, 16/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified