Κατευθείαν από τη χώρα του τζόγου και των λαχείων που δίνουν για ελάχιστη παρηγοριά ένα μικροποσό στους πολλούς, όταν τα λαχεία τους τελειώνουν σε ένα συγκεκριμένο νούμερο, δηλώνει τρανή αποτυχία και μεγάλη γκαντεμιά γι' αυτούς που δεν καταφέρνουν ποτέ τίποτα και αποτυγχάνουν σε όλα, ακόμα και να πετύχουν στόχους φαινομενικά απλούς και εύκολους.

Δεν πειράζει, και του χρόνου, κουράγιο, αισιοδοξία και καλή δύναμη.

- Πώς τη βλέπεις την οικονομική κατάσταση τη νέα χρονιά ;;; Λες να ρεφάρουμε ;;
- Αδερφέ, δεν ξέρω για τη νέα χρονιά, φέτος πάντως δεν πιάσαμε ούτε το λήγοντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψήστης κρέατος, χειριστής της σχάρας σε καταστήματα εστίασης, (ψησταριές, εστιατόρια, πιτσαρίες).

Πιθανές προελεύσεις :

1) Σχάρα > Σχαριέρης > Σκακιέρης

2) Από την σχάρα με λαβή, η οποία αποτελείται από δύο παράλληλα πλέγματα που σχηματίζουν μικρά τετράγωνα, όπως η σκακιέρα.

Ιδιοκτήτης μικρού συνοικιακού καταστήματος ντελίβερυ :

Τα μικρά καταστήματα όπως το δικό μας δεν βγαίνουν άμα προσλάβεις ένα άτομο για κάθε ειδικότητα, μπουφετζή, λαντζιέρη, σκακιέρη, καθαρίστρια, σερβιτόρο. Εμείς είμαστε δύο άτομα και τα κάνουμε όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην τυπική ερώτηση «τι κάνεις ;;;», με σκοπό να ξαφνιάσει τον ερωτώντα που αρέσκεται στις τυπικούρες, με μία απάντηση που ξεφεύγει από τα τετριμμένα.

Άλλες απαντήσεις αυτού του είδους, είναι οι εξής:

  • Εδώ,
  • Υπομονή (παντρεμένος με παιδιά),
  • Εντύπωση (λίγο φλωρίγκος),
  • σκατά και τα δαγκάνεις (κλασσικό).

- Tι κάνεις;
- Μ΄ ένα χιλιάρικο, τα πάντα. Τι να κάνω ρε μαλάκα, δεν βλέπεις ότι πνίγομαι;
(από χώρο εργασίας)

(από Vrastaman, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουλάω, εισάγω εμπόρευμα στο δίκτυο της αγοράς, με σκοπό την περαιτέρω πώλησή του και την επίτευξη κέρδους για την πάρτη μου, (παραδείγματα 1 και 5).

Ειδικά στη ναρκοσλάνγκ, πουλάω ναρκωτικά, σπρώχνω πρέζα, κυρίως όμως στην φράση «σπρώχνω πράγμα ή πράμα» ή χωρίς να αναφέρεται καθόλου αντικείμενο, απλώς σπρώχνω (παραδείγματα 2 και 3).

Στην αγγλική αργκό, pusher είναι ο έμπορος σκληρών ναρκωτικών. Πάρτε και ομώνυμο τραγουδάκι από τους Steppenwolf και την ταινία Easy Rider.

Χρησιμοποιείται και όταν το προς εκμετάλλευση εμπόρευμα είναι γυναίκες, βλ. και την λέξη «προαγωγός», αυτός που προάγει, που σπρώχνει γυναίκες στα δίκτυα πορνείας.

Στην περίπτωση αυτή, το πράγμα σπρώχνεται για να σπρωχθεί.

Βλ. και τον πολίτικλυ κορέκτ όρο «επαναπροώθηση», π.χ. για τους χωρίς χαρτιά μετανάστες που τους ξαναγυρίζουν ρυμουλκηδόν πίσω τα φαραώνια. Προηγουμένως τους έχουν κλέψει τα κουπιά και τους έχουν τρυπήσει τις βάρκες, λίγο μόνο, όσο χρειάζεται για να βουλιάξει η βάρκα όταν τους αφήσουν και να μην μπορούν να ξαναγυρίσουν μόνοι τους. Τους ξανασπρώχνουν (εάν βέβαια επιζήσουν) αργότερα πίσω τα ίδια κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων, σύμφωνα με την διαδικασία της περιστρεφόμενης πόρτας, αφού πάντα υπάρχει ζήτηση για φτηνά χέρια. (Όποιος αντέχει και ενδιαφέρεται, το ψάχνει στο διαδίκτυο).

Στο παράδειγμα 4 όμως, έχουμε ερασιτεχνικό και καλόπιστο σπρώξιμο πρώην γκόμενας, χωρίς επιδίωξη οικονομικού οφέλους.

Το λήμμα υποδηλώνει ότι το προς σπρώξιμο εμπόρευμα είναι διαλογής, σκαρταδούρα και κατιμάς, απόθεμα μεγάλο σε όγκο, το οποίο ο έμπορος πρέπει να ξεφορτωθεί, για να μην του μείνει (βλ. παράδειγμα 5).

Η διαπίστωση περί εμπορεύματος-μάπα ισχύει και για υπηρεσίες, π.χ. τραπεζικά προϊόντα, διακοπές ή υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας που ταλαίπωροι υπάλληλοι προσπαθούν απεγνωσμένα να σπρώξουν με κατ' οίκον τηλεφωνήματα ή και επισκέψεις. Κάπου πήρε τ' αυτί μου τον εκνευριστικότατο όρο «επιθετικό μάρκετινγκ». Α, και μέσα σε όλα αυτά, υπολογίστε και τον διαφημιστικό καταιγισμό.

Βλέπε και την έκφραση «η υπόθεση δεν περπατάει από μόνη της, χρειάζεται και λίγο σπρώξιμο».

Έχουμε λοιπόν και λέμε, εμπορεύματα, υπηρεσίες, ουσίες, άνθρωποι. Πράμα για σπρώξιμο.

Έχω έναν φίλο που είναι 3 χρόνια άνεργος και μένει στην Αθήνα. Δεν πουλάει όλα τα ψάρια που βγάζει, αλλά πού και πού σπρώχνει κανένα για να βγάλει έξοδα που αφορούν το ψάρεμα. Δεν έχουν όλοι την τύχη να μένουν δίπλα στη θάλασσα και να έχουν και δουλειά.

(Ψαροντουφεκάδες σε φόρουμ, αναρωτιούνται αν είναι νόμιμο και ηθικό να πουλάνε την λεία τους.)

Από τη χθεσινή συνέλευση της πλατείας είχε κανονιστεί παρέμβαση στην πλατεία κατά του πρεζεμπορίου. Το ραντεβού ήταν στις 1.00. Μαζευτήκαμε κάποια άτομα και λίγη ώρα μετά μπήκαμε στην πλατεία. Καθήσαμε στο πάνω μέρος της χωρίς να κάνουμε το οτιδήποτε και τότε συνέβησαν δύο πράγματα. Οι μισοί τοξικοεξαρτημένοι (όσοι προφανώς είχαν πάει για να «γίνουν» ή να «σπρώξουν») έφυγαν από μόνοι τους ενώ οι άλλοι παρέμειναν. Ταυτόχρονα, στο λεπτό που μπήκαμε πλατεία, μας ειδοποιούν ότι έρχονται μπάτσοι.

(Από το ίντιμίντια)

«Έχει έρθει πολύ πράμα και στην πλατεία ψάχνουνε κόσμο για να το σπρώξουνε στην αγορά. Με μία τράμπα, παίρνεις δηλαδή το φακελάκι και το πας πιο πέρα, μπορείς να βγάλεις τρία, πέντε, δέκα χιλιάρικα. Είναι μεγάλος πειρασμός.»

(Τέος Ρόμβος, Πλάνος Δρόμος, 1987)

Όταν σεντράρω, δλδ διώχνω τη γκόμενά μου, τη χωρίζω, αυτή φυσιολογικά ξαναβγαίνει στο νυφοπάζαρο, επανέρχεται στην ελεύθερη αγορά προς άγραν νέου γκόμενου. Είναι πλέον διαθέσιμη, μπορεί όποιος μάγκας θέλει να τη διεκδικήσει χωρίς εμένα πια να μου πέφτει λόγος. Είναι σαν να τη βγάζω σε κοινή θέα, σε στυλ «πάρτε κόσμε», «ελάτε να δείτε τι πράμα σπρώχνω!» κλπ.

(O Μαυρόγιαννος, από εδώ)

τώρα τον θυμήθηκα εκείνο τον τύπο, σωστός, όμως το 80% είναι χαμηλού επιπέδου, τον σουβλατζή τον ενδιαφέρει να φοροδιαφεύγει, να σπρώχνει ότι παλιό έχει στα ψυγεία και να κάνει ανακαίνιση μια φορά στα 10 χρόνια ΄-), ούτε καν ανοίγουμε κουβέντα για ένσημα ΙΚΑ, ωράριο εργασίας κτλ.

(Από εδώ, στην 2η σελίδα)

(από electron, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασσική λέξη της σχολής Χρόνη Μίσσιου. Είναι το μισό τσιγάρο που φουμάρουν οι χαρμάνηδες φυλακωμένοι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Το τσιγάρο είναι μισό, είτε γιατί ήταν αποτσίγαρο που το μαζέψανε από κάτω (γόπα), είτε γιατί ο μαγκίτης κάτοχός του το έκοψε μόνος του στα δύο για να το μοιραστεί με τον ατσίγαρο συγκρατούμενό του ή για να φυλάξει το υπόλοιπο για αργότερα. Όταν το τσιγάρο ήταν λιγότερο και από μισό, το λέγανε «τριτάκι».

  2. Το μισό κιλό κρασί, που παραγγέλνεις σε ταβέρνα.

  3. Επίσης δηλώνει κάθε τι το ατελές, το μισό, το λίγο, το σκάρτο, το μπασμένο και το ανολοκλήρωτο. Βλ. και μισοριξιά, μισοχυσιά

Συνειρμική ασίστ: ο Πονηρόσκυλος και τα στούκας του.

  1. Έφαγα και εκεί που παιδευόμουνα με την τιριτόμπα να ανάψω ένα μισαδάκι, να σου πάλι οι σιδεριές. Κρύβω τα σύνεργα και πιάνω φινιστρίνι.
    (Χρόνης Μίσσιος).

  2. Μια από αυτές τις νύχτες και μετά από αρκετά μισαδάκια, εγώ ο Ματθαίος και ο Μανόλης ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, αφήνοντας τον καφετζή να μαζέψει τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι.

  3. Μετά από αρκετή σκέψη και κουβέντα με αρκετούς καταξιωμένους συναδέλφους αποφάσισα να φτιάξω μερικά μικρά πατώματα που τα λέω μισαδάκια ... Όπως έχω ξαναγράψει σταμάτησα να κάνω μόρσα (δόντια) εδώ και καιρό φτιάχνω μόνο πατώματα με πατούρες κόλλα πολιουρεθάνης και βίδες για γρηγορότερα. Μου στοίχισαν 2,40€ το μισαδάκι (χωρίς τελάρα, κόλλα, και βίδες). Πιστεύω να δουλέψουν τα μελισσάκια την Άνοιξη και να τα γεμίσουν γρήγορα. (από μελισσοκομικό σάιτ !!!).

  4. Aνοιξα τη θήκη για τα κέρματα του πορτοφολιού μου και την έψαξα νευρικά. Το μισαδάκι lexotanil που βρήκα μέσα, ήταν μια ανακούφιση. Το κατάπια με το σάλιο, ιδεολογικά δεν αγοράζω νερό από περίπτερο – παλιά οι κεντρικοί δρόμοι είχαν ψύκτες. (από το μπλογκ του Μ. Φάις)

  5. Και στην πιάτσα των προπονητών ο μόνος που επέμενε για το τεράστιο ταλέντο του Καστίγιο ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Ήταν ο μόνος που τον στήριξε μέσα στον Ολυμπιακό στις δύσκολες στιγμές του. Και όταν πέρυσι χίμηξαν όλοι πάνω του για να τον φάνε και οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «μπαρμπαδάκι και μισαδάκι» και ότι είναι τσαρλατάνος σαν ποδοσφαιριστής, ο Γεωργίου βγήκε και έγραψε φόρα παρτίδα, ότι ο Καστίγιο είναι ο Μέσι της Ελλάδας. (από το καφενείο των φιλάθλων)

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταριφάδικη λέξη. Σημαίνει τον πελάτη που σκάει από το πουθενά, συνήθως νυχτερινές ώρες και ζητάει μια μακρινή διαδρομή, όταν ο συμπαθής επαγγελματίας έχει πια απελπιστεί.

Το ταριφόνι σε όλη την προηγούμενη βάρδια έχει πήξει να κάνει μικρές κούρσες με τη σημαία (3,20 ευρώ), που δεν αφήνουν κέρδος. Το φάντασμα τον ξελασπώνει με μια μακρινή κούρσα, ικανή να ρεφάρει έστω και λίγο τη χασούρα μιας ακόμα επαγγελματικά μίζερης ημέρας.

Ταρίφας μιλάει σε ταρίφα στο κινητό: Άσε σου λέω νέκρα, δεν κουνιέται φύλλο. Και χτες το βράδυ τα ίδια σκατά. Αν δεν ήταν ένα φάντασμα που έσκασε στις τέσσερις, λίγο πριν σκολάσω, δεν θα 'χα βγάλει ούτε τα έξοδα. Πήγαινε σε μια βίλα στο Σούνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν συναντάς σημαντικές δυσκολίες, ενώ βρίσκεσαι μόλις στο ξεκίνημα μίας προσπάθειας. Παρεμφερές είναι το τρώω γκολ απ' τα αποδυτήρια.

Προέλευση της φράσης: Ψαροταβέρνα σε ρομαντικό νησί, δίπλα στη θάλασσα, το κύμα φλιτς φλιτς, τα πουλάκια τσίου τσίου, η Σκλεναρίκοβα με κοιτάει λάγνα πίνοντας ρετσίνα κουρτάκη, εγώ είμαι έτοιμος να τσακίσω την τσιπούρα στα κάρβουνα που παρήγγειλα, στην Ανδριάνα είχα πάρει μόνο μία σαλάτα (χωρίς κρομμύδι), μην της δίνω και θάρρος από την πρώτη μέρα και μου παχύνει κιόλας. Λέω, μωράκι μου, θα φάω γρήγορα, να πάμε μετά στη σκηνούλα να κάνουμε Ανάσταση.

Με την πρώτη μπουκιά όμως από το ψάρι, μου στέκεται η τσίτα στο λαιμό, βήχω, πετάγονται τα μάτια μου έξω, δεν μπορώ ν΄ αναπνεύσω και με τρέχουνε στο νοσοκομείο της Χώρας με ελικόπτερο που κάλεσε ο ταβερνιάρης. Η Ανδριάνα, τρομαγμένη από την γκαντεμιά που με δέρνει, παίρνει το επόμενο γκαζάδικο, αεροπλάνα και τρένα και γυρνάει στο Παρίσι για να γίνει μοντέλο και να παντρευτεί τον σαβουρογάμη τον Καρεμπέ. Από τότε καθιερώθηκε η φράση.

(Πρωί...) - Θα πας στην πολεοδομία να κάνεις την αίτηση, μετά με τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης θα πας στην Τράπεζα, θα τους τον δώσεις και μετά θα σου δώσουν αυτοί ένα άλλο χαρτί που θα είναι η εντολή για να πας να βρεις τον μηχανικό να τον παρακαλέσεις να σου κάνει γρήγορα την εκτίμηση για να σου δώσουνε το δάνειο ν΄ αγοράσεις το σπίτι.

(Απόγευμα...) - Τι έγινε ;;; Πότε θα σου κάνει ο μηχανικός την εκτίμηση;;;
- Παπάρια, στην πολεοδομία μου είπανε ότι το σπίτι έχει πρόβλημα με την άδεια και δεν μπορούνε να μου δώσουνε βεβαίωση. Ούτε καν την αίτηση δεν δεχτήκανε.
- Όχι ρε πούστη, πρώτη μπουκιά και κόκαλο.

Φωτογραφία- ντοκουμέντο από το ψάρι που κάθησε στο λαιμό του μπετατζή. Γιατί εδώ στο σλανγκρρ κάνουμε ρεπορτάζ! (από Khan, 05/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Διαθέτει μεγάλη ικανότητα στο να τυλίγει τον ακροατή του, όπως ένα πακέτο, να τον ξεγελάει και να τον παραμυθιάζει, συνήθως με σκοπό να του πασάρει σκάρτο εμπόρευμα.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται για όλους τους μικρούς ή μεγάλους απατεώνες, στο εμπόριο κάθε είδους, (παραδείγματα 1 και 2), στην πολιτική (παρ. 3) ή στον αθλητισμό (παρ. 4).

Προσωπική γνώμη: Η λέξη χρησιμοποιήθηκε με αυτή την έννοια πρώτη φορά από τους γυρολόγους Τσιγγάνους, που πουλούσαν μικροεμπορεύματα, περιπλανώμενοι από περιοχή σε περιοχή και από κει πέρασε και σε άλλα περιβάλλοντα, κυρίως του λεγόμενου παραεμπορίου, (βλ. 5ο παράδειγμα). Ήθελαν οι Τσιγγάνοι με τη λέξη αυτή να τονίσουν την έμφυτη ικανότητα κάποιων από το σινάφι τους να πουλάνε απίθανα ή και ολότελα άχρηστα προϊόντα στους πελάτες τους, χρησιμοποιώντας άμεσο, στακάτο και έξυπνο λόγο, με ζηλευτές ατάκες και χειμαρρώδη ομιλία, έτσι ώστε απλά να μην μπορεί κανείς να πει όχι.

Το λήμμα αφιερώνεται στον ψηλέα γυρολόγο Τσιγγάνο πωλητή πουκαμίσων και άλλων ειδών που δραστηριοποιείται πέριξ της πλατείας Συντάγματος και ποιος ξέρει πού αλλού. Μιμείται καταπληκτικά τη φωνή του Βοσκόπουλου. Μια φορά να τον συναντήσετε, δεν τον ξεχνάτε.

1) ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΜΑΙ ΝΕΟΣ ΣΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΚΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΩ ΜΠΟΤΕΣ,ΜΗΠΩΣ ΞΕΡΕΤΕ ΑΠΟ ΠΟΥ ;
ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΧΕΙ 3,4 ΜΑΓΑΖΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΣ Ο ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΚΕΤΑΤΖΗΣ.ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ

Από το δίκτυο, εδώ

2) Mόλις είχα έρθει στην Aθήνα από μια άλλη χώρα όπου έλειπα καιρό, και κατέβηκα για να “γίνω” σ’ ένα παλιό νταραβέρι. Aπέναντι απ’ τον OKANA της 3ης Σεπτεμβρίου, ελπίζοντας ότι τα πράγματα είχαν μείνει όπως τα ήξερα. Πίκρα. Kόσμος δεν υπήρχε, τίποτα δεν “έπαιζε”. Mια κοπελιά “αρρωστάκι” κι αυτή μου λέει: “φιλαράκι όλοι είναι Γερανίου”. Mε πήρε σχεδόν απ’ το χέρι και φτάνοντας εκεί έμεινα έκπληκτος από την έκταση του νταραβεριού. Ένα απέραντο πλήθος εξαθλιωμένων πρεζάκηδων, μεταναστών, κάθε λογής ταλαιπωράκηδων σ’ ένα ακατάπαυστο και ατέλειωτο πάρε δώσε, φόρα παρτίδα να την πίνουνε μάλιστα “χύμα” μπροστά σε όλους. H πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Mπορούσες την ίδια στιγμή να σπρώξεις ότι είχες “ψειρίσει” και να γίνεις απ’ τον δίπλα. Πολλή και φτηνή πρέζα. H απόλυτη φαντασίωση του κάθε πρεζάκια. Yπήρχαν όμως και καινούργιες φιγούρες. Yπήρχαν αφρικανοί και ασιάτες που αγόραζαν διαβατήρια και κλεμένα. Tα πρεζάκια που μπαίνανε “μπροστινοί” σου ψιθυρίζανε στ’ αυτί “ψηλέ θες να γίνεις από αράπη;”. Όπου αράπης ήταν ο αφρικανός, νέα φιγούρα νταραβεριτζή, που εγγυότανε καλύτερη “ξήγα”, αφού ο τόπος είχε μπουχτίσει από “πακετατζήδες” Έλληνες και Pωσοπόντιους

Από το δίκτυο, εδώ

3) απο λογια χορτασαμε....ειδικα ο Παπουτσης ειναι μεγαλος πακετατζης.... αν δεν στειλει πισω 10000 τον επομενο μηνα μην πιστευεται τιποτε....

Από το δίκτυο, λίνκ δε βάζω, μυρίζει, κάποιος απαιτεί να στείλει πίσω ο Παπουτσής 10000 μετανάστες, αν θέλει να μην τον περνάνε για πακετατζή. Η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

4) Ο πακετατζής,Γκμοχ δηλαδή, την δουλειά την έκανε με εντολές βάζελου γιατί μέχρι τότε η ομάδα που κυνηγούσε την ΑΕΛ ήταν ο ΟΦΗ του Θόδωρου Βαρδινογιάννη όταν ακόμη ο ΟΦΗ δεν ήταν το παραμελλημένο παραπαίδι της οικογένειας Βαρδινογιάννη.

Από το δίκτυο, εδώ

5) - Δηλαδή είσαι παραμυθάς !! - Πακετατζής το λέω εγώ.

Συνέντευξη του γυρολόγου Τσιγγάνου Διονύση, στο βιβλίο της Αλίκης Βαξεβάνογλου: Έλληνες Τσιγγάνοι, Περιθωριακοί και Οικογενειάρχες, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και έτσι, τα χοντράδια.

Ενδιαφέροντες συνειρμούς δημιουργεί η λέξη πουριτανός.

- Πω, πω, έχω τρεις μήνες να γαμήσω και ζαλίζομαι από την αγαμία.

- Γιατί δεν τραβάς μια παχιά να φύγει το πουρί να ξελαμπικάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified