Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου εντούρο (enduro), δηλαδή ελαφρού δικύκλου με υψηλές αναρτήσεις, ιδανικού για διαδρομές στο χώμα και στη λάσπη.

Αυτούς τους εντουράδες δεν τους μπορώ. Βρωμοκοπάνε ορυκτέλαια τα ρούχα τους όλη την ώρα!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράξενη και αστεία, έως γελοία εμφάνιση ατόμου, που χρήζει περιφρόνησης. Παρότι προέρχεται από το γνωστό μπουγέλο, η ουσιαστική ετυμολογία βρίσκεται στις γνωστές μπουγελόφατσες, δημοφιλή πλαστικά παιδικά παιχνίδια που εκτοξεύουν μικρές ποσότητες νερού και έχουν εμφάνιση αστείων προσώπων και πραγμάτων.

- Τί να ψηφίσουμε ρε στις εκλογές;
- Εγώ θα ρίξω Προκόπη Παυλόπουλο δαγκωτό. Είναι ο πολιτικός της ελπίδας των νέων.
- Τί λε, ρε μαλέφα; Τέτοιες μπουγελόφατσες στο χωριό μου τις πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η φάρα!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά η βελόνα του παλιού πικάπ σε αντιδιαστολή με την ψηφιακή τελειότητα των CD. Παλιός όρος των DJ και των ραδιοφωνικών παραγωγών. Σπάνιος και ουσιαστικά μη χρησιμοποιούμενος πια.

Άντε να ξεκουμπιστεί ο προηγούμενος DJ με τις παλιατζαρίες του και τις πρόκες του ν' ακούσουμε καμιά μοντερνιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αίθουσες τσαγιού (εκ του Αγγλικού tea room) που ανοίγαν με επιτυχία πολλοί Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία στις αρχές του 20ου αιώνα.

Εμένα ο παππούς μου ήταν πολύ προδομένος. Χωρίς ένα βρακί ήρθε στην Αυστραλία και έφτιαξε μόνος του ολόκληρο τιρουμτζάδικο στην Καμπέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.

- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί στα Γιαννιώτικα. Απαντάται συνήθως ως σ'μαδ'. Χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά.

- Εγώ θα πάρω μηχανάκι!
- Άντε απο'δω ρε σ'μαδ' που θες και μηχανάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άθλιος, ο απαίσιος, ο μισητός, γενικά το άτομο στο οποίο αξίζει η έκφραση «γαμώ το κέρατό σου».

Θα έρθω στο μαγαζί σου, γαμοκέρατε, και θα στο κάνω καλοκαιρινό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβώ το πουκάμισο ή το T-shirt που φοριέται μέσα στο παντελόνι ώστε να κρεμάσει λιγάκι και να μοιάζει με μπουφάν παλαιάς κοπής (βλ. εϊτίλα).

Κοινή έκφραση σε παλαιότερες εποχές που τα εν λόγω ρούχα φοριόταν μέσα στο τζιν (ει δυνατόν σωλήνας) ή στο υφασμάτινο παντελόνι με τις πιέτες.

- Πώς σου φαίνομαι; Σένιος, ε;
- Βρε, μπουφάνιασε το πουκάμισο! Σου κάνει μια κοιλιά να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified