Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο μαστόρων και γλυπτών σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, με ξύλινη λαβή (αγγλ. turning tool). Χρησιμοποιείται ευρέως από αρχαιολόγους και εργάτες ανασκαφών για λεπτοδουλειές και καθαρισμούς. Γνωστό και ως τριγωνάκι.

- Σαν πολύ τετράγωνος να είναι ο τάφος, ή μου φαίνεται;
- Άσε, έχουμε έναν εργάτη μάστορα στο τριγωνάκι! Αφού δεν έφτιαξε και καμία σφίγγα πάλι καλά.

(από σφυρίζων, 05/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυμνός, ελαφρά ντυμένος, στα Ηπειρώτικα. Πιθανότατα σλαβικής προέλευσης λέξη.

Πού πας ωρέ έτσι ζάρκος έξω; Σε λίγου θα ριξ' χιόν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στείρα προβατίνα, συνήθως μεγάλης ηλικίας. Υποτιμητικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες. Ο όρος απαντάται στην Ήπειρο. Πρβλ. και τον άλλο ορισμό του λήμματος που έχει παραπλήσια σημασία.

Πήγε βρε να μου πουλήσει μια μαρμάρω δέκα χρονών για ζυγούρι ο τζερεμές, ο πάσλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δοσίλογος, ο ακροδεξιός παρακρατικός. Η έκφραση χρησιμοποιούνταν υβριστικά από τα μέλη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και έπειτα του ΔΣ για να χαρακτηρίσει κάθε άτομο που ανήκε σε παρόμοιες παρακρατικές αλλά και αστυνομικές-στρατιωτικές δυνάμεις της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η λέξη προέρχεται από το Νίκο Μπουραντά, διοικητή του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων στην Αθήνα που συμμετείχε το 1944 στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Η έκφραση χρησιμοποιούνταν συχνά και στον πληθυντικό («Οι Μπουραντάδες»).

Πάντως είχαμε πληροφορίες ότι ομάδες «Μπουραντάδων» κάμουν επιδρομές στα χωριά. Τα βράδια μέναμε έξω, την ημέρα πηγαίναμε στα σπίτια.

(από jesus, 25/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει τη γενική αβεβαιότητα περί του μέλλοντος. Προέρχεται από το βιβλίο που ο ΟΕΔΒ είχε μοιράσει προς εικοσαετίας περίπου στους μαθητές Λυκείου στα πλαίσια του μαθήματος ΣΕΠ (Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός). Η έκφραση, παρότι ελάχιστα γνωστή πια στις νεότερες γενιές συνεχίζει να χρησιμοποιείται.

- Και τώρα που τελείωσες το διδακτορικό τί θα κάνεις βρε;
- Άστα βράστα φιλέα. Μετά το λύκειο τί; Με βλέπω στο Ινστιτούτο Kavli...

(από Nakas, 15/07/12)(από Nakas, 15/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.

- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διάδρομος. Εκ του Γαλλικού corridor. Απαντάται πια μόνο σε παλιές ταινίες και λοιπά κείμενα και ουσιαστικά έχει εκλείψει.

Λέω να βάλω το σκρίνιο δίπλα στο πορτ μαντώ και τη σιφινιέρα, στο κοριντόρ.

Με το συμπάθειο, αλλά δεν γλjέπω σλανγκ στην άκρη του κοριντόρ. (από Vrastaman, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγγελία επίσκεψης στην τουαλέτα προς αφόδευση. Συνώνυμο του συνάντηση με τον πρόεδρο.

- Πού ήσουνα κι εξαφανίστηκες;
- Είχα μια κουβέντα με το δήμαρχο και με καθυστέρησε.
- Μάλλον βαριές σου πέσαν οι φακές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified