Οι εκφράσεις τα/το ξύνει με μπλακεντέκερ είναι ο υπερθετικός των «τα/το ξύνει». Υπονοείται το πριόνι κι όχι ως συνήθως το τρυπάνι της γνωστής μάρκας.

α) Είναι απαξιωτικότατος χαρακτηρισμός για αχαΐρευτους, τεμπέληδες, άνεργους που δεν ενδιαφέρθηκαν να βρουν δουλειά, κηφήνες, βδέλλες και λοιπά παράσιτα της κοινωνίας που στηρίζονται αδιάντροπα εξολοκλήρου σε γονικές και παντός άλλου είδους παροχές χωρίς να ξοδεύουν πάντοτε πολλά. Το επίπεδο της προκλητικής πλέον τεμπελιάς ή (και) της αεργίας του εν λόγω ατόμου έχει φτάσει σε τέτοια ύψη που δεν καταδέχεται καν να κουραστεί για να ξύσει από μόνο του τ’ αρχίδια ή το μουνί της που υπονοούνται ανάλογα με την περίπτωση.

β) Όταν αναφέρεται από το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του, μπορεί να κρύβεται πίσω απ’ τον αυτοσαρκασμό θυμός ή/και απελπισία λόγω ανεργίας.

  1. –Με τι ασχολείται το γκομενάκι;
    -Το ξύνει με μπλακεντέκερ απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ που ξεκουράζεται.
    -Αλλά το λούσο, λούσο!!
    -Να ‘ναι καλά ο μπαμπάς μάγκα μου. Αλί σε μας που βγήκαμε από φτωχά αρχίδια.

2.-Κι από δουλειά;
-Γάμα τα. Τα ξύνω με μπλακεντέκερ.
-Τίποτα;
-Όλη μέρα στη γύρα. Ούτε καν ντιλιβεράς. Έχε το νου σου.
-Βέβαια!!

Αναρωτιέται κανείς, ποιος το ενέπνευσε. (από sstteffannoss, 17/12/10)

βλ. και ζάπι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το πολυσήμαντο çelik (βλαστός / μπόλι από φυτό / πετώ βλαστάρι / κλαδί - βέργα για στερεό φύτεμα / ατσάλι).

Σημαίνει:

  1. βέργα, μπόλι, κλαδάκι αλλά κυρίως ατσάλι (και ατσαλόπλακα). Εξού η τσιλικόβεργα, η τσιλίκα/τσαλίκα και οι τσιλιγκίριδες/τσιλιγκιρίδες (συχνό σύγχρονο επώνυμο το Τσιλιγκιρίδης) ήταν οι μάστορες που έβαφαν κι επεξεργάζονταν το ατσάλι,

  2. όταν μιλάμε για τη σωματική υγεία κάποιου: ατσαλένια και δηλώνει πως ο εν λόγω είναι υγιέστατος / τετράγερος / ρωμαλέος (απ' το τούρκικο çelik gibi),

  3. το παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι (κατά τόπους: τσαλίκα τσουμάκα –έτσι το έλεγα εγώ- ή τσελίκ τσομάκ ή τσιλίκα ή τσάλτικα ή τσελίκι) που παίζεται με δυο ξύλινες βέργες τη μια (τσαλίκα) μακρύτερη της άλλης που είναι μυτερή στις άκρες (τσιλίκι) με σκοπό χτυπώντας το τσιλίκι με την τσαλίκα μια ομάδα παιδιών να το στείλει μακρύτερα απ’ την άλλη. (απ’ το τούρκικο παιχνίδι çelik çomak), (μέχρις εδώ, τίποτε το σλαγκικό),

  4. όταν μιλάμε για πράγματα: το γερό, το ανθεκτικό, που δουλεύει άψογα,

  5. το άκαμπτο πέος εν στύση.

  6. Προφανώς, η φράση: «άδειο το μουνί, να παίξει την τσιλίκα» εννοεί στην κυριολεξία πως το μουνί όταν είναι άδειο θα κάνει παιχνίδι με την ψωλή (άδειο: ελεύθερο από ..δουλειά –«δεν αδειάζω» λέμε όταν δεν ευκαιρούμε να κάνουμε κάτι-) . Και παίρνει την κυρίως χρήση της με την ειρωνική έννοια «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά / άλλο χαβά δε είχα...», «αυτό μου έλειπε τώρα» που αναφέρεται εδώ, βλ και σχόλιο.

  1. «Μη σε γελάει το μάχιμο αμάξωμα, το μοτέρ είναι τσιλίκι».

2 & 5
-Μα πιο πολύ με τα γεράματα με πειράζει που δε σηκώνεται να κάνω πράξη.
-Σοβαρά; Τι λες ρε συ!! Εμένα, τσιλίκι!!
-Σώπα ρε!! Μεταξύ μας τώρα!!
-Εε!! Δεν ήμαστε μωρά!! Ρώτα και την κυρά!! (sic)

  1. «…Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο• που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα...» (από μεταφρασμένο θεατρικό)

  2. Το παράδειγμα εδώ είναι άψογο. (Το λήμμα το ανέβασα μόνο και μόνο για την κατανόηση μέσω του 5 που θεώρησα πως έλειπε).

Κυνήγι της μπάλιζας (φαλαρίδας) από μονόξυλο στην αποξηραμένη σήμερα, Λίμνα. Διακρίνεται το τσιλίκι, το ξύλο με το οποίο ωθούσαν τη βάρκα στα ρηχά νερά. (από sstteffannoss, 14/12/10)"Οι πιτσιρίκοι". Το ξυλίκι ακούγεται στο 0:16-0:17, αλλά και σε άλλα σημεία του τραγουδιού (από GATZMAN, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμμαζεύοντας, ανακεφαλαιώνοντας και προσθέτοντας για να μη μείνει έξω από τη συλλογή ένα λήμμα που ήδη χρησιμοποιείται κάργα στο σάη:

Προέρχεται από τον Πάξαμο, πολυγραφότατο συγγραφέα αρτοποιό και μάγειρα που ζούσε στη Ρώμη τον 1ο μΧ αιώνα.

  1. Πρόκειται για τον δίπυρο (διπλά ψημένο / φουρνισμένο) κομμάτι ψωμιού (εξού και το λατινικό bis coto, απ’ όπου το ιταλικό biscotti και το αγγλικό biscuit και το δικό μας μπισκότο), ώστε να αφυδατωθεί και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο.

Αποτελεί βασικό συστατικό του περίφημου Κρητικού ντάκου.

Υπάρχουν και:
α. το παξιμάδιασμα που σημαίνει εκτός από το ψήσιμο του ψωμιού ώστε να γίνει παξιμάδι / το φρυγάνισμα,

β. το αντίστοιχο παξιμαδιάζω που, όταν μιλάμε για άτομα, σημαίνει αδυνατίζω υπερβολικά σε σημείο ασχήμιας και

γ. η παξιμάδα (που ‘ναι –άσχετο- και νησί κοντά στη Σητεία) για το ακόμη πιο χοντρό και μεγάλο παξιμάδι (να μη συγχέεται με το 5).

  1. Η πασίγνωστη (και επικαιρότατη) έκφραση «κάνει το σκατό του παξιμάδι», όπως και η παρόμοια «ξεραίνει το σκατό του», σημαίνουν πως (όπως αφήνουμε το ψωμί να γίνει παξιμάδι για να ‘χουμε κάτι να τρώμε στο μέλλον):

α. επειδή υπάρχει μεγάλη ανευρεία στερούμαστε (αναγκαστικά και χωρίς να το θέλουμε) και τα βασικότερα των αγαθών,

β. κάνουμε υπερβολική οικονομία (στερούμενοι ηθελημένα κάτι που άλλοι –ίσως όχι άδικα- να θεωρούν βασικό), με σκοπό να αποκτήσουμε στο μέλλον κάτι που κοστίζει ακριβά.

  1. Η έκφραση «θέλει βρεγμένο το παξιμάδι» σημαίνει πως ο εν λόγω είναι τόσο τεμπέλης που δε στέργει να ταλαιπωρηθεί ούτε στο ελάχιστο, ακόμη και για να απολαύσει κάτι. Βρεγμένο παξιμάδι τρώνε οι γέροι που ‘ναι φαφούτηδες. Αναφορά και εδώ.

  2. Η ψωλή. Προφανώς από το ξερή (ξερό ψωμί είναι το παξιμάδι). Απ’ εδώ η έκφραση «βουτά το παξιμάδι του στον καφέ / το μέλι» κι άλλα, ανάλογα με την περίπτωση.

  3. Παξιμάδα, παξιμάδω και παξιμαδοκλέφτρα σημαίνει κοκότα, πουτάνα. Αναφορά και εδώ.
    Σύμφωνα με το Ρεμπέτικο φόρουμ, προέρχεται απ’ τις καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ, τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί.

  4. Το μεταλλικό κινητό περικόχλιο (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα, που έχει εσωτερικό σπείρωμα (βόλτα), για να βιδώνεται μέσα σε αυτό ο κοχλίας (βίδα), οπότε συνδέονται διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανισμού μεταξύ τους.

  5. Υπάρχει και η έκφραση «Το στρίβεις το παξιμάδι;»

Τέλος: ποξαμάτι στα Κυπριακά.

  1. Κόντρα παξιμάδι.
    α. «Βιδώνω κόντρα παξιμάδι» στην κυριολεξία. είναι όταν βιδώνοντας κάτι, με το γαλλικό κλειδί, κρατάω και το παξιμάδι κόντρα.

β. Επίσης κυριολεκτικά, το δεύτερο παξιμάδι που κρατώντας κόντρα ενισχύει το πρώτο ακριβώς όπως περιγράφεται εδώ.

γ. Συμπληρώνοντας την εδώ δεύτερη έννοια, σημαίνει το χοντρό δούλεμα. ειδικά όταν συνοδεύει το γνωστό ψιλό γαζί.

δ. Δημοφιλής ξινίζουσα σεξουαλική στάση (αναφορά και εδώ).

  1. Η έκφραση «έχω μείνει παξιμάδι» είναι συνώνυμη των «έχω μείνει μαλάκας / κόκκαλο / κάγκελο / παγωτό / έκπληκτος / άναυδος / στήλη άλατος / με το στόμα ανοιχτό» / καγκελώνω.

  2. Ο στεγνός / αυτός που έχει μείνει ρέστος / ταπί / πανί με πανί / δίχως μία. Ακούγεται όλο και συχνότερα παρέα με το «μένω» (χωρίς να μπερδεύεται με το 9.) αλλά και το «είμαι» τόσο για πρόσωπα όσο και για εταιρείες.

1.β. Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει βρε μίζερη, έτσι που παξιμάδιασες; Βάλε και λίγο λάδι στη σαλάτα κι έγινες σαν τον άγι’ Ονούφριο.

2.α. Ξεσκιζόμαστε κι οι δυο σε δυο δουλειές πρωί - βράδυ, έχουμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι, ο μήνας βγαίνει με δανεικά κι έχουμε και το χοντρομαλάκα να λέει πως μαζί τα φάγαμε. Τότε γιατί πεινάμε χώρια ρε;

2.β. Για να κάνουν το σπίτι αυτό που βλέπεις, έκαναν το σκατό τους παξιμάδι πάνω από μια δεκαετία.

3. Ποιος βρε, ο Χρήστος; Αυτός θέλει βρεγμένο το παξιμάδι του, σιγά μη κουνηθεί για το λιοχώραφο. Τσιμέντο να γίνουν όλα, μου πέταξε ο ντεμέκ οικολόγος όταν του το ‘φερα απ’ έξω–απ’ έξω.»

4. «…όσο για τους χαμηλόβαθμους ..ε!! όσο μπορούν και τους παίρνει, βουτούν το παξιμάδι τους στον καφέ της χήρας…»

5.****Ήσουνα τι ήσουνα. Το πασίγνωστο παλιό μουρμούρικο. (Οι παραλλαγές είναι ατελείωτες, αντιγράφω τον Ηλία Πετρόπουλο)

Ρε, ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες 'κοσάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα αδέκαρη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

Βρε, με χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το Χάρο
Να είσαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και τάιζες κοκόρους
τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα και ήρθαν έξι-πέντε Μπάνιζε μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε-πέντε

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες χορτάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια τσουβαλοπλέχτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια παξιμαδοκλεύτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις βαντανίκια (κοσμήματα).

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις άσπρες κάλτσες.

Βρε, ήσουνα στη μάνα σου και πότιζες τη γλάστρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις (τακτιριτακτα)

8γi) «…Μας δουλεύεις ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι, μεσιέ; Προϊόντα κατασκευάζει και η κουτσή Μαρίκα... Με τί, όμως, αν δεν έχει πρώτες ύλες;»

8γii) «…Υπόβαθρο είναι οι ευσεβείς πόθοι τού λαού και γνώμονας το συμφέρον αυτού και αυτών που σχεδιάζουν τα πολιτικά συστήματα. Βεβαίως ο λαός έχει πειστεί πως είναι «σοφός» και δεν δέχεται πως τον δουλεύουν ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι..»

8.δ.i. «…Εμένα πάντα με υποψιάζουν δημόσια πρόσωπα που το παίζουν έντονα κάτι. Αν αυτό είναι πατριωτισμός, σημαίνει ότι την Ελλάδα την έχουν γραμμένη εκεί που την είχαν γράψει και οι άλλοι ”υπερπατριώτες” οι χουνταίοι. Αν το παίζουν αντριλίκι, το γκρόβερ σε κόντρα παξιμάδι είναι δεδομένο. …»

8.δ.ii. «…Αυτά τα rap γκομενίδια μου αρέσουν ΦΟ-ΒΕ-ΡΑ γιατί είναι ρυθμικά, γενικώς και δεν κάνουν τα έξυπνα όπως τα ανάλογα ροκ γκομενίδια που και δεν μεγαλώνουν ποτέ και κάνουν ότι τα ξέρουν κι όταν τους λες “Μωρό, είσαι για ένα βιδωτό κατσαβιδάτο ή τουλάχιστον για κόντρα παξιμάδι και τα ξαναλέμε αργότερα για τον Ντύλαν, στο τσιγάρο”…»

8.δ.iii «….Το φιλί της ήταν βαθύ και με πολύ σάλιο και οι κινήσεις της έδειχναν πως είχε μάθει από καιρό το καμασούτρα, μιας και οι έμεινα έκπληκτος από τις παραλλαγές του all time classic «κόντρα παξιμάδι».

  1. Διάβασα σήμερα και είδα το βίντεο και απλά έμεινα παξιμάδι! Έμεινα παξιμάδι γιατί είδα με τι ψυχραιμία κάποιος συνάνθρωπος μας ήταν ικανός να κάνει τη θυσία του για τα πιστεύω του, χωρίς να προσπαθήσει να κάνει κακό σε κάποιο υπεύθυνο για τη κατάστασή του όπως το βλέπει! Δεν έχω λόγια να πω για αυτόν τον άνθρωπο, πραγματικά ανατρίχιασα βλέποντας τη ψυχραιμία του! Την απελπισία του και με ποιο τρόπο την έδειξε…
    (αναφέρεται στη βουτιά στο κενό απεγνωσμένου Ρουμάνου μέσα στο ρουμανικό κοινοβούλιο πέρσι)

  2. Ήταν που ήταν παξιμάδι του ‘ρθε και το τέλος επιτηδεύματος. (sic)

(όλα αγορασμένα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.

Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).

Εξού και τα:

  1. «Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).

  2. «Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.

Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».

Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.

Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.

Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γνωστό, θεωρούμενο μεγαλύτερο σε μήκος ποτάμι του πλανήτη στενά συνδεδεμένο με την Αίγυπτο.

  2. Αρκετές δεκαετίες πριν, στην Σαλονίκη, έτσι αποκαλούσαν οι μάγκες κάτοικοι των δυτικών συνοικιών (ακόμη και σήμερα θεωρείται πως απ’ εκείνη τη μεριά της πόλης κατοικεί η μπασκλασαρία σε σχέση π.χ. με την Καλαμαριά) την οδό Τσιμισκή (όπου και τα καλά μαγαζιά της πόλης). Κι αυτό γιατί ο σικ τότε κόσμος που σύχναζε εκεί, είχε ανακαλύψει (σε βαθμό συρμού) σαν σύμβολο στάτους τα «κροκοδειλάκια» τουτέστι τα μπλουζάκια Lacoste.

  1. – Πού να σεργιανίσω το Σοφάκι ρε; Ρίξε καμιά ιδέα.
    - Κάτω απ’ το Νείλο να ‘ναι και θα σε πάει αυτή.

Τα κροκοδειλάκια της Lacoste (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στα Σκυριανά, ο γοργοπόδαρος.

  2. Στα μηχανόβια σινάφια το αλάνι της ασφάλτου. Ο μοναχικός καβαλάρης που κόβει με τα γκάζια στο φουλ περισσότερα χιλιόμετρα το μήνα απ’ ότι άλλοι στο χρόνο. Ντόπες του η ταχύτητα, η μυρωδιά βενζίνης και γράσου ακομπανιαμέντο με τους ήχους της θεάς Μηχανής. Σκληρές ροκιές παίζουν σαν υπόκρουση στις πλείστες ταινίες που τον μυθοποίησαν σαν προσωποποίηση της ελευθερίας. Φέρει τον χαρακτηρισμό με τιμή και καμάρι. Η συνοδεύουσα βρωμιά, κούραση και ταλαιπωρημένη επιδερμίδα από ήλιο κι αέρα είναι αξεσουάρ όπως π.χ. η μπαντάνα. Ό,τι έχει νοιώσει δε θα το νοιώσουν οι λοιποί φευ, ούτε με μεταμόσχευση.

Από κοντά κι ο γκαζόκαυλος οδηγός πειραγμένων οχημάτων παντός είδους.

  1. Σε διάφορα επαγγέλματα δηλώνει το αντίθετο του στρογγυλοκαθισμένου στην καρέκλα γραφειάκια – κομπιουτεράκια του κλεισμένου σε τέσσερα ντουβάρια. Αυτόν που είναι μέσα σ’ όλα, συνεχώς σε κίνηση, τον κυνηγό στη ζούγκλα του πεζοδρομίου, τον μάχιμο π.χ. ρεπόρτερ.

Στα φωτογραφικά σινάφια είν’ αυτός που αντλεί τα θέματα απ’ τη ζωή του δρόμου, που ‘ναι στην τσίτα για τη στιγμή – ευκαιρία για το μεγάλο θέμα.

Νομίζω πως κυκλοφορούν δρομιάρηδες σλαγκοανταποκριτές.

  1. – Πού χάθηκες πάλι βρε δρομιάρη;
    - Εδώ.
    - Καππαδοκία!! Για τριήμερο ρε πούστη; Έχεις τζαζέψει κάργα. Καλά τη μάχα δε τη λυπάσαι; Τι την τάιζες;
    - Πάντα τα καλύτερα και μάλιστα φθηνότερα.
    - Αν βάλω χεράκι στο καθάρισμα παίζω στα προσεχώς;
    - Στα πόσα αλλάζεις φλάντζα;

  2. «… Θα μου πεις η Nikon δεν έχεις autofocus, αλλά η φωτογραφία δρόμου γίνεται κατά κανόνα μέρα, σε άπλετο φως. Σε αυτά τα εστιακά μήκη και γύρω στο f8 με f11, το βάθος πεδίου είναι γιγαντιαίο, πόσο δύσκολο είναι να το πετύχεις; Ότι πρέπει για τον... φτωχό, ερασιτέχνη, δρομιάρη καλλιτέχνη….»
    (αγορασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το αρχαίο βραχίων αλλά μας προέκυψε από το μπράτσο σαν αντιδάνειο απ’ το ιταλικό braccio ή το βενετσιάνικο brazzo.

  1. Το μπράτσο. Στην έκφραση κάνω/χτίζω μπρατσόνι σημαίνει γυμνάζω τα μπράτσα.

  2. Σημαίνει τον μπρατσαρά/μπρατσωμένο/χεροδύναμο άντρα που του φαίνεται (χωρίς τα συμπλέγματα, τις ουσίες, και τις ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο του 3).

  3. Περιγράφει τον σφίχτερμαν, τον μποντιμπιλντερά, το γορίλα, το μπιλντέρι, το ντούκι, τον φουσκωτό, το χτιστό/χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο body building για λόγους ωραιοπάθειας, επιδειξιμανίας ή κολλήματος. Ειρωνικά, υπονοεί μειωμένη ευφυΐα και πνευματικότητα μια και αυτός ο σωματότυπος έχει καταντήσει στερεότυπο για τους άντρες (παρόμοιο με το ξανθιά για τις γυναίκες).

  4. Αφορά και γυμνασμένες γυναίκες τύπου θάντερκατ.

  1. «Μασάω τσιχλίτσα, φοράω ξεβαμμένο τζινάκι με σταυρούς με στρας, μπλουζάκι μιλιτέρ με τρεις αστέρες στο αριστερό μου μπρατσόνι και το σήμα των πεζοναυτών αλεξιπτωτιστών κατάστηθα…» (αγορασμένο)

  2. - Ρε λεβέντη, μου κόλλησε το ΤΙΡ στις λακκούβες εδώ παρακάτω. - Μάγκα μου, κάτσε να σφυρίξω τα μπρατσόνια τα ξαδέρφια μου να μας δώσουν ένα χεράκι κι έννοια σου. Φραπεδιά;

  3. Ακούστε πώς τον περιγράφουν οι στίχοι στο «Τζόνυ το Μπρατσόνι» από τους «Το πλοκάμι του καρχαρία» (μήδι 2)

  4. - Ρε μαλάκα; Σίγουρα η Ζίνα δεν ήταν κάποτε τσουτσουνοφόρος; Πολύ μπρατσόνι ρε παιδάκι μου!!
    - Ε! δεν παίρνω κι όρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λατινικό sol (ήλιος, φωτεινός κλπ, απ’ όπου προκύπτουν ένας σωρός λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών).

Έτσι λοιπόν σημαίνει:

  1. (Στα φωτογραφικά σινάφια) ένα παμπάλαιο εφέ (βασισμένο στο λεγόμενο «εφέ Sabatier»), που συνίσταται στο να εκθέτει ο φωτογράφος στο φως -για λίγο- το αρνητικό ή την εκτύπωση της φωτογραφίας. Συμβαίνει μια ελεγχόμενη αναστροφή χρωμάτων (ή τόνων χρώματος), π.χ. το άσπρο – μαύρο / εμφανίζεται μια άλως γύρω από αντικείμενα / η εικόνα δείχνει παλιά / «καμένη» -ενώ δεν είναι, κλπ.

Στην σύγχρονη ψηφιακή φωτογραφία υπάρχει και στο φωτομάγαζο, το αντίστοιχο εφέ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν βάση για περαιτέρω χρήση κι άλλων εφέ.

(Αυτή η έννοια προκύπτει απ’ το solarize, που είναι το όνομα τόσο της παλιάς διαδικασίας όσο και του σύγχρονου εφέ).

  1. Αυτόν ή αυτήν που έχει μαυρίσει, όχι μέσω ηλιοθεραπείας, αλλά κάνοντας χρήση του γνωστού (και μάλλον επικίνδυνου για την υγεία) solarium, απ’ το οποίο και προέρχεται ο όρος. Επίσης με αυτήν την έννοια συναντάται και σαν «σολαριασμένος, –η».

Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο (άλλο το «σολαρισμένη» κι άλλο το σολαρισμένο γκάγκανο, που σε κάνει σα τη μύγα μεσ’ το γάλα).

Σχετικά ακούγονται και τα μη σλανγκ: «και της έκανε ένα μπετοχρώμ άλλο πράγμα», «στο φούρνο αδερφές μου, στο φούρνο!!», «βγήκε σοκολάτα / ίον / αραπίνα απ’ το φέρετρο», (όπου φούρνος / φέρετρο = ο θάλαμος / κουβούκλιο του σολάριουμ, και βεβαιώνω πως δεν πετάω σφόλι το ίον –το ‘χω ακούσει πολλάκις και για άλλες φάσεις).

Το «μαυρολάγνος» δεν έχει ακόμη καταντήσει συνώνυμο, αλλά μπορεί και να δηλώνει τον λάτρη (και) των σολαρισμένων μανουλίων.

Για την Ιστορία:

Το «black is beautiful» δεν ήταν βέβαια, δεδομένο. Προέκυψε με τη σταδιακή κοινωνική άνοδο (νταξ, αυτήν την αναλογικά μικρή έστω) των μαύρων στις σύγχρονες κοινωνίες και με τη μανία για επίδειξη των βόρεια κατοικούντων πλουσίων (αφού αν έχω χρήμα, μπορώ να πεταχτώ για διακοπές σε ξωτικές ηλιόλουστες παραλίες και σε ηλιόφωτες χιονισμένες βουνοκορφές για ξεσκί οπότε το ‘χω το χρωματάκι μου όλο το χρόνο).

Κανένα από τα δύο δεν έχει σχέση με το σολάρω (απ’ το ιταλικό solo) και το εξ’ αυτού σολάρισμα.

1.«….είναι μία φωτογραφία με ιδιαίτερο ύφος που κατορθώνει να με μπερδέψει για το αν είναι μερικών δεκαετιών ή χθεσινή. Το αυστηρό καδράρισμα άλλων εποχών, η μέτρια ευκρίνεια, ο σολαρισμένος ουρανός, το φόρεμα….» (απ’ το δίχτυ)

2α. «…Βγαίνει ο Μαρτάκης με το δικό του ……το βλέπω και αυτό το παιδί το σολαριασμένο και κάτασπρο (σημ για το ντύσιμο) οκ λέω καλή τύχη και σε αυτόν...» και πιο κάτω «..πάρα πολύ όμως και συ (σημ. για την Κακομοίρα) σολαριασμένη αλλά έχεις και μια φρεσκάδα...»
(από εφημερίδα)

2β. «…Αν μάλιστα πάρετε να διαμαρτυρηθείτε στον ΑΝΤ1 για την γελοία εκπομπή που έχουν με τον σολαριασμένο Κανάκη μπορεί και να σας εξυβρίσουν !!!..» (απ’ το δίχτυ)

2γ. «..ρε μάγκες δεν λέω καλές γκόμενες αυτές που λέτε αλλά μην ξεχνάμε την λευκορωσίδα Αζαρένκα, μεγάλος ξανθός σολαρισμένος μούναρος!!!..» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified