Ὅστις μπαγλαρώνει: πας τεστοστερονούχος νταής, τζόρας, βαρυψώλης, μπατσόνι, κουραδόμαγκας, ή ανήκων σε λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

1.
25-30 μπαγλαράδες με ρόπαλα και αλυσίδες να δέρνουν ένα φουκαρά και ίδιο είναι να τα βγάζεις πέρα μόνος ;. Ρόμπες σε όλα τους.

2.
Όσο για τις κομματικές νεολαίες, τρομάρα τους. Θυμάμαι πριν από λίγο καιρό στην Νομική όταν μια ομάδα δέκα ατόμων μπήκε και διάλυσε μια αίθουσα, όπου συνεδρίαζε μία ολόκληρη συνέλευση τμήματος με διακόσια άτομα, κανένας «δημοκράτης» μπαγλαράς, δεν βρέθηκε να ορθώσει το ανάστημα του και να τους πάρει με τις κλωτσές.

Ινσέψιο: το μπαγλάρωμα ενός μπαγλαρά. (από σφυρίζων, 16/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χλίμης, ο χλιμίτζουρας, ο φίτσουλας, ο χλέμπουρας, η χλεμπόνα, ο χλεμπονιάρης, ο λαδοπόντικας, ο πορδοσάλτε.

Προφάνουσλυ εκ του ομώνυμου εμπτύσματος.

1.
Αυτός ο χλέπας που θέλανε κάτι δικά μας τσουτσέκια, να του δώσουνε να κρατήσει τη σημαία, λές κι ήτανε κανένα καφάσι ντομάτες, θα γυρίσει από τις Λόντρες, που τον σπουδάξαμε, και θα κάνει κόμμα, να μας μπει και στη μύτη!

2.
Και μέσα σε όλα αυτά κάθε καρακάξα στο γραφείο να συζητάει για τον «Άγιο Βλαμμεντίνο», τι δώρο θα της πάρει ο γκόμενος και πόσο θα χώσει το χέρι στην τσέπη ο κάθε χλέπας. Τι άντρες σκυλάκια κυκολοφορούν ρε διάολε.

3.
Ποσο χλεπας πρεπει να εισαι για να προσπαθεις να πηδηξεις δειχνοντας καρτα της ΧΑ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σβαγκουροειδή πιπιναριά το κλίνουν πλέον το γιόλο κανονικά. Ωσεκτουτού λημματογραφούμε την σλανγκιά αυτή εν τη γενέσει της, στα σχολειά, τα ινσταγκράμια και στα ασκ.εφέμια.

Για να το κάνω πιο λιανά σε όσους γεννήθηκαν προ του 2000, γιολάρω σημαίνει προβαίνω σε κάθε λογής μαλακία, γιατί η ζωή είναι και καλά μικρή, και τις απαθανατίζω στο εξυπνόφωνο με ένα τσίου ή με μια σέλφικη ποζεριά, ποιούμενος πάντα την νήσσαν και με παρατεταμένα τον δείκτη και το μέσο δάχτυλο.

Βλ. το τελευταίο γιολάρισμα στην άσφαλτο γνωστού χιπχοπά (1ο μήδι).

1.
- Είδα τη λέξη «Σελφάρω».Έχω πάρει το λεξικό του Μπαμπινιώτη σκίζω μία μία τη σελίδα και τη μασάω.
- που να δείς και το «Γιολαρω». Όλη τη βιβλιοθήκη του Καποδιστριακού θα φας.

2.
- Θέλει αντοχές να ζεις χωρίς καταχρήσεις.. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι χάνεις το ωραίο κομμάτι αυτής της ζωής. Γιολάρουν.. και τέλος; έχουμε μία ζωή για να τα κάνουμε όλα πουτάνα...; ή μήπως για να τη ζήσουμε όσο καλύτερα γίνεται και να την αξιοποιήσουμε στο έπακρον.. Γιόλαρε το και άλλες πίπες. Ζήσε καλά.

3.
- «Δεν μπορώ τώρα, γιολάρω.» ~Barack Obama

4.
- γενικά γιολάρω τα σαββατοβραδα βλεποντας ταινιες

5.
- Τελικά ξεανγχωθηκα, δόξα τω θεω. Πέρα από το γεγονός ότι κατάλαβα ότι δεν έχω ξεχάσει τα πάντα όπως νόμιζα Razz συνειδητοποίησα ότι σήμερα είναι η τελευταία μέρα άγχους και από αύριο θα γιολαρω σα τις πουτάνες Laughing

6.
- ΓΙΟ ΓΙΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ ΜΕ ΜΑΓΙΟΟ ΠΟΥ ΓΙΟΛΑΡΕΙ ΣΑΝ ΤΡΕΛΟ ΓΙΟ ΓΙΟ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγάζω σέλφικες ποζεριές με το εξυπνόφωνο και τσι ποστάρω στα φατσομπούκια και τα ινστανγκράμια, ενίοτε γιολάροντας και ποιούμενος την νήσσαν, εις άγραν like-ιστικής επιβεβαίωσης του εγώ.

1.
- Είδα τη λέξη «Σελφάρω».Έχω πάρει το λεξικό του Μπαμπινιώτη σκίζω μία μία τη σελίδα και τη μασάω.
- που να δείς και το «Γιολάρω». Όλη τη βιβλιοθήκη του Καποδιστριακού θα φας.

2.
-Τι κάνεις εκεί; -Σελφάρω στο ινσταγκραμ

3.
που είσαι γιατί με αφήνεις να σελφάρω πρωινιάτικα μόνη;;;.

4.
Σελφάρω και σαλπάρω.- Χάππι σάννι Σάντει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακεντρεχής χαρακτηρισμός του Κόμματος και των μελών του, υπονοεί ότι οι κουκουέδες είναι πειθήνια βελάζοντα προβατάκια.

Βλ. επίσης: αρσενοκνίτης, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο, κούτβηδες, λαϊφστάλιν, σταλίνας, σταλινοτσολιάς, το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

1.
- Από τη σύγκρουση εκείνη, εκτός από το μόνιμο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου, έμεινε στην ιστορία το όνομα του αρχισυνδικαλιστή τότε της ΚΝΕ στο Χημικό, του φημισμένου Μαλάμη. Θα τον θυμίζουν στους επόμενους και οι στίχοι τραγουδιού του Τζίμη Πανούση, που τότε έχτιζε κι αυτός την εικόνα του ατίθασου και αταξινόμητου καλλιτέχνη: «Βάρα μας Μαλάμη, χτύπα μας Μαλάμη, είμαστε όλοι μαζοχιστές» διότι «μας χτυπούσαν αδελφωμένοι φοιτητές και εργατιά». («Μαλαμης ο αρχιτραμπουκος των τραμπουκων του κουκουμπε»)

2.
- αχαχαχαχαχα η νουδουλα το τσυριζα το πατσοκ η ρημαδ οι καμμενοι και τα κουκουμπε εχουν …………. σοβαρό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο.

3.
- ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΚΟΥΚΟΥΜΠΕ,,,,,,ΞΥΠΝΗΣΕ Ο ΛΑΟΣ

4.
- Τσιπρανδρέου, Θαμαράς, Ποταμίσοι, Κουνέλης, Κουκουμπε..ΑΝΤΑΡ-CIA, Αλ Καμίν ή Κρασέμπορας;

5.
Μια φορά από κάτι κουκουμπέδες σαν εσένα Λευτεράκη δεν έχουμε κάτι να περιμένουμε. Εσύ πας με τα γυναικόπαιδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεμελιώδες αυτό γαμοσλανγκοτέτοιο προσθέτει πολλά κιλά συναισθηματικού βάρους σε κάθε μπινελίκι. Επισυνάπτονας το μέσα σε κραυγές απογοήτευσης ή απόγνωσης τ. «το Χριστό μου / την Παναγία μου», πετυχαίνουμε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον άλλον, μια συναισθηματική ταύτιση και κατανόηση, κανονικό einfühlung που λένε και στα βραστοχώρια.

Η προέλευση του μέσα είναι αινιγματική. Ο παπαρόγιαννος προτείνει μια θεμιτή ερμηνεία, σχολιάζοντας το λήμμαν χέσε μέσα: > πρέπει να προέρχεται από τον παλιό καλό καιρό, όπου οι τουαλέτες δεν ήτανε μέσα στα σπίτια, αλλά έξω, είτε αυτές ήτανε Καλλιόπες είτε ήτανε εξοχικές. Εάν λοιπόν ο καιρός έξω ήτανε τόσο χάλια ή εάν έξω τριγυρνούσε εχθρικός στρατός, έτσι που δεν μπορούσες να βγεις έξω από το σπίτι για να αφοδεύσεις, έπρεπε αναγκαστικά να «χέσεις μέσα» στην κυριολεξία. Για αυτό και το χέσε μέσα δηλώνει μια τελείως χάλια κατάσταση, ισάξια στο χάλι μιας θεομηνίας ή μιας ξένης κατοχής[/quote]...δίνοντας πάσα στον χότζουλα...[quote=HODJAS]Το «μέσα» ίσως να προέρχεται απο την έκφραση του λήμματος, αλλά πλέον έχει αυτονομηθεί. Δηλ. λέμε «την Αγία μου μέσα!», «την Πανακόλα μου μέσα!», «γαμήσου μέσα!» κλπ-κλπ

paparogiannos Εναλλακτικά, και πιο οκκαμικά, το μέσα μπορεί απλούστατα να παραπέμπει στα εσώψυχά μας, στα σπλάχνα μας, στην καρδιά μας.

1.
Μια Ακρίτα, ένας Νότης και μια Βανδή...Χέσε μέσα δηλαδή!

2.
- Πότε σε ευνούχισα το κέρατό μου μέσα;;; όταν κάποιος λέει σε μια γυναίκα ότι είναι ευνουχιστική τι εννοεί;;; ΜΙΛΑΩ ΣΟΒΑΡΑ, ΜΗΝ ΑΡΧΙΣΕΤΕ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ

3.
Το φελέκι μου μέσα με την τεχνολογία τους...

4.
Αν δεις σκ@τ@ στον ύπνο σου πολλά λεφτά θα πάρεις. Δεν ξέρω αν ισχύει για άλλα μέρη της Ελλάδας αλλα σε μας το θεωρούν καλό. Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι… Ξέρει κανείς πως βγήκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την αυτοκινητιστική έννοια, δηλαδή όταν επιτρέπεται να μπαίνω στον δακτύλιο με το τουτούνι μ'. Όχι ότι κωλώνω δηλαδής όταν δεν επιτρέπεται.

Το λήμμαν καταγράφεται πριν ξεχαστεί, καθώς μέτρα τ. μονά-ζυγά μάλλον βαίνουν προς κατάργηση.

1.
Ρε παιδια τι ακριβως ειναι ο δακτυλιος στη Αθηνα; ΕΙναι σε λειτουργια; Μενω εδω και εναμιση χρονο στην Αθηνα και κυκλοφορω οπου να'ναι.

2.
Με υγραεριοκίνητο euro 4 εκ μετατροπής και εκπομπές CO2 140 gr/km, μπορώ να κυκλοφορώ στο δακτύλιο;;

3.
μέρα, παρά μέρα, επειδή δεν κυκλοφορώ στον πράσινο δακτύλιο, αναγκάζομαι να παρκάρω στα όρια του δακτυλίου και να περπατήσω μία απόσταση, τουλάχιστον, 2 χιλιομέτρων για να κατέβω στο γραφείο. Στη διαδρομή, μέσω περιφερειακού του Λυκαβηττού, βλέπω να περνάνε, δίπλα μου, δεκάδες αυτοκίνητα, που έχουν παραβιάσει το δακτύλιο !!

(από σφυρίζων, 23/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρα, πόλη, γειτονιά ή ... πρόσωπο που γεννά θεούς και ημίθεους τση μπάλας.

Εκ του ποδοσφαίρου και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μάνα.

1.
Πέρα από προσφυγική περιοχή, η Νέα Αλικαρνασός είναι και… ποδοσφαιρομάνα και δεκάδες παίκτες φόρεσαν τη φανέλα του Ηροδότου πριν κάνουν καριέρα σε μεγαλύτερες κατηγορίες.

2.
Κρήτη λεβεντογέννα... ποδοσφαιρομάνα!

3.
Nικήτρια πόλη του ΜΟΥΝΤΙΑΛ της Βραζιλίας; Η Εσμεράλδας του Ισημερινού! Ακούγεται απίστευτο, αλλά η μικρή επαρχία στις βορειοδυτικές ακτές, με τους περίπου 500.000 κατοίκους, μπορεί να αποτελεί μόλις το 3% του πληθυσμού της χώρας, ωστόσο, πρόκειται για μια πραγματική ποδοσφαιρομάνα, αφού 10 από τους 23 διεθνείς ποδοσφαιριστές της Εθνικής ομάδας του Εκουαδόρ που είναι στη Βραζιλία, είναι γεννημένοι εκεί!

4.
Σουλάρα η ..ποδοσφαιρομάνα! Οίκοι ανοχής και γραφεία κηδειών… χορηγοί ομάδων! Η οικονομική δυσπραγία οδηγεί τις μικρές ομάδες σε χορηγικές ακρότητες προκειμένου να εξασφαλήσουν τα «προς το ζην». Η ομάδα του Βουκεφάλα, που αγωνίζεται στο τοπικό πρωτάθλημα της Λάρισας, προχώρησε σε μία ασυνήθιστη χορηγική συμφωνία, καθώς θα απεικονίζεται στη φανέλα της ομάδας ο οίκος… εποχής (ανοχής) ονόματι «Σούλα»! Μάλιστα, στα εγκαίνια που έγιναν εκτός από 3.000 φίλους της ομώνυμης ομάδας, παρούσα ήταν και η Τζούλια Αλεξανδράτου!

Λιουλανάμπε η ποδοσφαιρομάνα (από σφυρίζων, 04/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες τσάκα-τσούκας:

  • Τα ξηροκαρπίδια: ονοματοποιία κυρίως του πασατέμπου και του ηλιόσπορου, λόγω του κριτς-κριτς που παράγεται όταν δαγκώνουμε τα τσόφλια,
  • Διάφοροι εκνευριστικοί θόρυβοι: πιχί ανθρώπινη φασαρία ή μπλιμπλικώδεις ήχοι που μας προειδοποιούν ότι σωμ θυρών,
  • Παρατσούκλια γραφικών χαρακτήρωνε: του θρυλικού πλανόδιου πωλητή πασατέμπο (R.I.P.) που όργωνε την Ομόνοια και τα Εξάρχεια, και του τιτανοτεράστιου Βλάση Τσάκα.

1.
Τσιπς, κωκ, σάμαλι και τσάκα - τσούκα

2.
Λίγο ησυχία ρε παιδιά. Τσάκα, τσούκα, τσάκα, τσούκα

3.
Αν σου κάνει τσάκα τσούκα λόγω βυσμάτων, σκέψου να οδηγήσεις τον ένα ενισχυτή απευθείας από το άλλο σετ RCA του μίκτη, αυτό που είναι για την ηχογράφηση.....

4.
Vrastaman:
- Άλλη θρυλική φιγούρα της Αθήνας, ο Τσάκα-Τσούκας που πουλούσε ξηρούς καρποί στην Ομόνοια.
betatzis:
- Νομίζω είχε ταμπέλα ο βασανιάρης τσάκα τσούκας

5.
Θυμάμαι επί πάρα πολλά χρόνια, και μέχρι σχετικά πρόσφατα, έναν όλο και πιο ηλικιωμένο κύριο (θα πρέπει να πέθανε δουλεύοντας) να παίρνει σβάρνα όλα τα καφενεία και τα μπαράκια στα Εξάρχεια πουλώντας ξηρούς καρπούς, μ' ένα τρίκυκλο όπου έγραφε «Ο Τσακατσούκας - Πάω αργά γιατί βιάζομαι».

6.
Η ιστορία του «τσάκα τσούκα» μόνο γέλιο μπορεί να μας προκαλέσει. Ένας δήθεν εκπρόσωπος που ούτε το όνομα αυτού που εκπροσωπεί δεν ξέρει καλά καλά, ένας άνθρωπος που κοροϊδεύει τον κόσμο του Παναθηναϊκού, λέγοντας ότι ο «πρίγκιψ» είναι δήθεν οπαδός της ομάδας και μάλιστα ανησυχεί και για τους τραυματίες από τα επεισόδια και φυσικά δεν χρειάζεται να αναφέρουμε και στις πολλές αντιφάσεις στις οποίες έχει πέσει ο δήθεν εκπρόσωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified