Έχω χάσει το μυαλό μου με δύο διαφορετικούς τρόπους.

μού'χει στρίψει

Έχω τρελαθεί με την κακή έννοια. Τελώ υπό καθεστώς μανίας, καταστροφικού θυμού, ερεβώδους κακίας και βρίσκομαι ένα βήμα πριν την πύρινη λαίλαπα της σχιζοφρένειας, άμα αυτό συμβαίνει πολύ τακτικά. Σε ένα τυχαίο βίαιο υπέρ το δέον ξέσπασμα, αυτή η άτις μπορεί να προκαλέσει μιαν ύβρι που το κάρμα θα την επιστρέψει. Ο δράστης έχει το ακαταλόγιστο γιατί το πνεύμα του έχει διαβληθεί από σκοτεινές δυνάμεις. Η βίδα όταν έχει στρίψει παραπάνω απ'όσο πρέπει στο μηχανισμό που βρίσκεται, τον πιέζει παραπάνω με αποτέλεσμα να ασφυκτιά από την ακαμψία και την έλλειψη μπόσικων με κίνδυνο αν χτυπηθεί ή δεχτεί ποικίλες εξωτερικές δυνάμεις να σπάσει - τον καθιστά το υπερβολικό στρίψιμο εκ των προτέρων εύθραυστο. Έτσι και ο άνθρωπος καταρρέει από το συναισθηματικό βάρος και τρελαίνεται όταν δεν έχει την ανοχή που χρειάζεται για να αντέξει κάποια πίεση και κατόπιν εκρήγνυται καταστροφικά σαν ηφαίστειο που ξυπνά με απρόβλεπτες συνέπειες.


- Θα πάω να τόνε σφάξω τον πούστη! Τον αρχιψεύταρο! Δύο χρόνια τώρα με δουλεύει! Κάτσε και θα τον τακτοποιήσω εγώ...
- Πού πας θεοπάλαβη με το μαχαίρι; Σού'στριψε τελείως;
- ΑΕΡΑ! ΦΕΥΓΩ! Ξεφτιλισμένε άντρα, ήρθε η ώρα σου!!!

μού'χει λασκάρει η βίδα

Έχω χαζέψει. Εδώ η έκφραση απαντά συνηθέστερα πλήρης σε αντίθεση με την παραπάνω που η βίδα εννοείται. Όπως το ασφυκτικό της σφίξιμο σε ένα μηχανισμό τον θέτει σε κίνδυνο έτσι και το υπερβολικό λασκάρισμα αφήνει χαλαρά τα συναρθρωθέντα μέρη, θέτοντας τα σε κίνδυνο διάλυσης. Έτσι η βίδα που συγκρατεί τα πράγματα στη θέση τους, όταν είναι στον εγκέφαλο και λασκάρει, κακά τα μαντάτα γιατί χάνει στροφές. Προμηνύεται ουφοποίηση, μαλάκυνση ίσως και ατσχάι. Συνήθως ένας με λασκαρισμένη βίδα είναι ευχάριστος για παρέα, όταν δε βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και κάπως γίνεται κάποια ψευδοσυνεννόηση που δεν είναι να την πάρεις στα σοβαρά γιατί καταλήγει χαλασμένο τηλέφωνο και μόνο για το χάι και για να σπάσεις πλάκα την επιδιώκεις.


- Καλά, χάζεψες; Τόση ώρα που σε χαιρετάω, δε με πήρες χαμπάρι;
- Όχι. Να εδώ καθόμουν και χαλάρωνα και δεν πρόσεχα...
- Άμα λέω γω ότι σού'χει λασκάρει...Να, μια βίδα! Από σένα έπεσε!
- Όχι ρε, απ'το πολυκατσάβιδο. Το'χα πριν στο χέρι μου και έπεσε. Να, είναι μαγνητικό. Τσουπ! Το' πιασε.
- Τί θα σε κάνω πού'σαι εκτός θέματος και αλλού ντ'αλλού; Έλα, πάμε και μας περιμένουν τα παιδιά...
- Είχαμε δώσει ραντεβού;
- Όχι. Γιατί σε χαλάει;
- ...
- Ε, τότε τί το κουβεντιάζουμε; Πάμε να τους βρούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς μόκο, τσιμουδιά, (κάνε) τουμπεκί, σκάσε. Το μουρμού έρχεται και ως αντίθετο της μουρμούρας, της αντιμιλιάς, της κακομοιριάς, της μανιαμουνιάς. Απ' την αργκό του γέρο-Γιώργακα.


- Είντα γίνεσαι, δαφνί;
- Καλά, γέρο, εσύ πως...
- Δαφνί, εσύ μουρμού!Που να με πεις θέλει γέρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον έχουνε μπανίσει. Αν ισχύει το αξιοζήλευτον της παρακολούθησής του και το άκρως σκανδαλιστικό εις τα ιδιαίτερά του με νεγκλιζέ ή άλλου είδους ελλιπή περιβολή λόγω κατάστασης - ειδικού περιβάλλοντος(π.χ. μαγιό, μπικίνι, τρικίνι και πλέον και τόπλες) κατ' επέκταση είναι ο γουστόζικος, ο τραβηχτικός τα βλέμματα, ο ωραίος. Απαντάται στο ουδέτερο γένος στην έκφραση "μπάνικο μωρό" συχνότατα.Το μπάνικο παρόλα αυτά αφορά σε κάτι άψυχο, σε κάτι που αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο προς απόκτηση και επίδειξή του ως τρόπαιο, έστω κι αν δεν είναι και ως κάτι που οπωσδήποτε αναμένεται να αναβαθμίσει το κύρος του κατόχου του.


1.- Πω, ρε φίλε... Κοίτα με τρόπο ένα μπάνικο μωρό που περνάει μόλις τώρα... με τρόπο ρε κάφρε, μην καρφωθούμε!
2.- Κοίτα μαλάκα τι μπάνισα!... Με δύο σιμ, λειτουργικό γουίντοουζ, 4πύρυνο στα 1200 MHz, κάμερα 5mp μόνο 60 ευρουλάκια! Λέω να το τσιμπίσω... Τα αντρόιντ σ' αυτά τα λεφτά είναι τραγικά - ειδικά οι οθόνες τους δε βλέπονται...
- Μαλάκα, είναι όντως μπάνικο; Γιατί εμείς τα πληρώνουμε μετά με τη γκρίνια σου, "μου βγήκε τό' να άχρηστο, μου βγήκε τ' άλλο σάπιο"... Ξέρω' γω... Πάρ' το και βάλ' το στον κώλο σου όμως μετά, σε προειδοποιώ...Άντε να μου χαθείς, Μπιλ Γκέιτς - τρομάρα σου! Εσύ και τα γκάτζετ σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο εφιαλτικός ρουφηχτρώνας σκόνης χειρός, που έκανε θόρυβο, σάρωνε και ρούφαγε τα πάντα στο πέρασμά του, ακόμη και ψιλομπιχλιμπίδια. Τραγική παιδική ανάμνηση, επειδή το αγαπημένο σου μινιατουράκι σε μέγεθος πινέζας καταπλακωνόταν από την σκόνη μέσα στον κάδο του κι άντε να το βρεις μετά: εξίσου μισητό με την κανονική ηλεκτρική σκούπα σ'αυτό, πού'χε λιγότερη ακρίβεια λόγω της κατασκευής του μαρκουτσίου της στα τετραγωνικά εκατοστά. Υπήρχε και σε άλλες μάρκες (εμείς είχαμε "Bosch"), αλλά αυτή ήταν η πιο διαδεδομένη, όπως κάποτε η "Tρύλετ" για τα πιάτα και τώρα η "Ava".


- Πω, πω! Μα πριν από λίγο το πήρα! Είναι δυνατόν να μάζεψε τόση σκόνη ή έμεινε εκεί από πριν; Αχ, και τί θα κάνω τώρα;
- Μην τρελαίνεσαι... Πάρε ένα μπλακεντέκερ να βρεις την υγειά σου...

  1. Το τρυπάνι. Πάλι αυτή η μάρκα κάνει θραύση κι εδώ αν και υπάρχουν πλείστες άλλες.


- Άμε στο γέρο ν-το διάολο με τσι τρύπες σου! Έχεις γεμίσει τον τοίχο!
- Και πώς θες να το κρεμάσω τούτο νε το κάντρο μωρή, χωρίς ούπα; Αφού είναι βαρύ, δε ν-το θωρείς; Πιάσε μου το μπλακεντέκερ: Μόνο μη σκούζεις, σου είπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση άφεσης αμαρτιών προς όλους τους υπερβόλες. Φτιάχνομαι και μόνο που λέω κάτι, μη με ζορίζεις να σου αποδείξω γιατί δεν υπάρχει απόδειξη. Θέλω να πουλήσω λίγο μούρη ακόμα και άτεχνα, έστω κι αν ξέρω ότι δεν πείθω κανένα. Μη με παίρνεις στα σοβαρά προκαταβολικά, έτσι για την πλάκα, για το κλίμα και την ωραία ατμόσφαιρα το κάνω, έχοντας συναίσθηση της γελοιότητας μου και νιώθοντας το χάλι μου - αλλά η ροπή στη μαλακία είναι ακατανίκητη και πάνω των δυνάμεών μου - και προπαντώς μη μου κρατάς κακία που δεν είμαι σοβαρός, φίλε ακροατή, συνομιλητή, αναγνώστη τούτων των αράδων. Ο πληθυντικός "παίρνω κι άλλους στο λαιμό μου" δείχνει ότι αφού το κάνουν κι άλλοι και τη σκαπουλάρουν, δε τους γυρεύει κανείς τα ρέστα για τα φούμαρα, γιατί όχι κι εγώ; Επιείκεια στον (παθολογικό) ψεύτη που τον πρώτο χρόνο χαίρεται, τον δεύτερο μαραίνεται - ή παντρεύεται, το ίδιο κάνει. Το ζητούμενο είναι: "Μη μου χαλάτε την ονειροπόληση, που κάνω τα πικρά - γλυκά κι ας μην τα διορθώνω στ'αλήθεια. Αφήστε με να ζω εκτός πραγματικότητας, στον κόσμο μου και που και μου με θράσος ότι ίσως και να περάσει κάτι από την τρέλα που πουλάω στους άλλους, όντας ακίνδυνα επικίνδυνος". Γεια χαρά νταν και τα κουκιά μπαγλάν.


1.- Μια φορά εκίνησα να πάω στα Χανιά από το Καστέλι και μέχρι να φτάξω, ήπια εκατό μια τσικουδιές. Όπου εστέκουμουνα, μ'εκέρνουναν.
- Είντα λέεις μωρέ Γιώργη, αρχίνιξες πάλι τσι κουζουλάδες σου; Να τσι μετρήσεις να ζαλιστείς θέλει, όι να τσι πιεις... Αφού δε κατέχω είντά σε; "Να μην κάνομε, να μη λέμε κι ολας;"...
2.- Κι ήτανε η μικρή ένα ξερολούκουμο... Αλλά άσ'τα αυτά, περάσανε. Δεν είμαστε πια για τέτοια. Πάει η μπογιά μας.
- Ναι μωρέ καημένε χαχαμίχο... Εμείς τώρα πια, απογαμέψαμε. Αλλά να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας; Ο,τι μπορούμε...
- Σαν τους πιτσιρικάδες καταντήσαμε που την έχουνε αλλά δεν ξέρουν τί να την κάνουν και τηνε καταντούνε λάστιχο. Α,ρε φτωχά νιάτα κι έρημα γεράματα...Δεν πείθουμε πια κανέναν με τις γκομενοδουλιές μας τάχα μου...
- Έλα να πούμε το τραγουδάκι:
"Γεράματα βρε φίλε μου,
καθόμουν σε μιαν άκρη.
Κοίταζα τον πούτσο μου
και μού'φυγ' ένα δάκρυ...
Πούτσα μου πώς κατάντησες
εσύ σ'αυτό το χάλι...
Όταν έβλεπες μουνί
γινόσουνα ατσάλι!"
Από εδώ
3.-Είδες τη Γιωργίτσα; Βλαμμένο, βλαμμένο τη λέγανε όλοι στη γειτονιά αλλά μπήκε πρώτη πρώτη στο πανεπιστήμιο και στη σχολή που ήθελε...
- Σιγά, κι εμένα ο Νικολάκης μου άμα ήθελε δε θά'μπαινε... Διάβαζε, διάβαζε αλλά τί να γίνει, δεν τα κατάφερε... Να τελειώσει τουλάχιστο καμιά τέχνη και θα τη βρει την άκρη...
- Ποιος διάβαζε μωρή; Το χαζογκομενί σου όλη μέρα καιγόταν με το προ και πήγαινε σχολείο μόνο να χαβαλεδιάσει! Σε τα μας τώρα; Είσαι συ πτυχιούχα και το πελαγώνεις το μόμολο σου κι επαναπαύεται... Έλα τώρα... Μη γίνεσαι "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας"... Μην τον δικαιολογείς... Πας και μπλέκεις με τα νιάνιαρα κι εσύ... Αφού είναι αλλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βασικό δίπολο κατάφασης - άρνησης που το ένα αποκλείει το άλλο ως αληθινό σε μία πρόταση (δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο άκρα ταυτόχρονα, λόγω του διαζευκτικού "ή", που δίνει διαζύγιο στο μεν απ' το δε και απαλλάσσει το ένα από το άλλο. Δεν πρέπει να μπερδεύεται με το "ναι και όχι" τον καφετζηδων που το πρώτο αφορά στον καφέ και το δεύτερο στη ζάχαρη, όχι σημασιολογικά στο ίδιο αντικείμενο, αλλά συνολικά στο προϊόν του πόσιμου καφέ ως προς τη δοσολογία, λόγω του συμπλεκτικου "και").

Το "ναι ή ου" παραδόξως έχει επικρατήσει αν και το "ου" ήταν ένας από τους τρόπους με τον οποίο γινόταν η άρνηση στα αρχαία ελληνικά, αντί του "ναι ή όχι" που ακούγεται πιο σπάνια. Ας πούμε πρώτα για το "ου" γιατί έχει πιο πολύ ενδιαφέρον κι ύστερα μέσω αυτού καταλήγουμε στο "ναι".

Το "ου" κυμαίνεται σε κάτι μεταξύ γλώσσας και μη γλώσσας, μορίου και επιφωνήματος. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι εκφράζει μια αρνητική και έντονη συναισθηματικά κατάσταση, που κάνει το υποκείμενό της να αντιδρά με άμεση ενόχληση, άκομψα και βίαια. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ταυτόσημο με το επιφώνημα της αποδοκιμασίας που ακούγεται σε γήπεδα, ομιλίες κουλουπού, συνοδευόμενο και πολλές φορές από την αντίστοιχη χειρονομία (ο αντίχειρας κάτω - "να πεθάνει" στη ρωμαϊκή αρένα). Κατόπιν εξελίχθηκε και για λόγους ευφωνίας (αποφυγής της χασμωδιας) πριν από τα φωνήεντα απέκτησε ένα "κ" κι έγινε "ουκ".

"Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος", "Πώς δ' ουκ;" (τέλος πρότασης).

Στα νέα ελληνικά επιβιώνει ως: "ούτε"(ου+τε(=και)=και όχι, και ου, ως συμπληρωματική άρνηση σε άρνηση που έχει προηγηθεί), "ουδέν" (αρχαϊσμός στο "ουδέν σχόλιον", "ουδέν πρόβλημα", αναλύεται σε ου+τε+hεν>ου+τ+hεν,ου+τhεν, ουθέν - στον Αριστοτέλη, ουδέν -τρεις λέξεις σε μία: όχι παίζουμε(!)= και όχι ένα, ούτε ένα, δηλαδή κανένα, εξ ου και το νεοελληνικό "δεν" που είναι απομεινάρι και συντίθεται από το τε+hεν και το αστείο είναι ότι σημαίνει "και εν" δηλαδή "κάτι", το αντίθετο του "τίποτα" ως άρνησης!)και φυσικά στο "όχι"(ουχί<ου+χι,οπου -χι= εμφατικό μόριο και ουχί= όχι βέβαια!, όπως "ναίχι"=ναι βέβαια, και βέβαια!, βλ. τα νεοελληνικά "ναίσκε","όσκες", όπου -σκε είναι το μόριο της έμφασης).

Υπήρχαν και άλλες αρνήσεις που χρησιμοποιούνταν στις λοιπές εγκλίσεις και στα ονοματικά περιβάλλοντα, όπως η "μη" και στα πιο αρχαϊκά χρόνια η παραλλαγή της φωνολογικά που κατέληξε αρνητικό πρόθημα, καθώς το α- ήταν τότε ακόμα καθαρά προσθετικό και επιτατικό κι όχι αρνητικό, η "νη" (νηπενθή<νη+πένθος(=έλλειψη πένθους), νήπιο<νη+έπος(=το έχον ελλειψη ομιλίας), νηνεμία<νη+άνεμος(=απουσία ανέμων)κ.λπ.)

Το ναι... Η ιστορία αυτού του βεβαιωτικού μορίου, που εμφανίζεται σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με μεγάλη ποικιλία, είναι μεγάλη. Ο στόχος του είναι να επιβεβαιώνει. Να επιβεβαιώνει μέσω της επίδειξης και να επαληθεύει στο δια ταύτα του λόγου το αληθές.

"Να! Πάρτα να μην στα χρωστάω"

Ποια; Τα δάχτυλα που δείχνω στο φασκέλωμά μου. Και υπονοούν άλλα, γνωστά στους υβριστές της συνομιλίας και μόνο, αφού έχουν προηγηθεί. Προς Θεού και Τζίζας, αγαπητές κυρίες και κύριοι, μη μπερδεύετε το "να" το δεικτικό μ' αυτό της υποτακτικής στο "να μην στα χρωστάω" που προέρχεται από το μόριο "ίνα" που είναι τελικό μεν, συντελικό δε γιατί περιγράφει το σκοπό αυτού που ακολουθεί...

Οι αρχαίοι ημών όμως είχαν διαφορετική προφορά... Φτιάχνανε πολλούς κατιόντες διφθόγγους... Στα γ' ενικά της οριστικής (π.χ.:λέγει->legej), στις ονομαστικές των πληθυντικών (οι άνθρωποι->hoi anthropoj), και σ' αυτό το ίδιο το βεβαιωτικό μόριο, το "ναι" (naj), όπου το aj ως κατιούσα δίφθογγος (ως δύο φθόγγοι που ακούγονται στην ταχύτητα εκφοράς ενός απλού σχεδόν και όπου ο δεύτερος είναι ημίφωνο, ακούγεται σ'αυτήν την περίπτωση κάτι σαν "γι", αλλά επειδή είναι στο τέλος της λέξης εδώ με το "γ" σχεδόν αναιπαίσθητο) προφέρεται σα "βλάχικο" φωνήεν που γυρεύει να σβήσει γρήγορα από τη γρήγορη εκφορά των προφορών αυτών. Το "α" είναι ο πρώτος φθόγγος που συνοδεύει τον άνθρωπο σ' όλη του τη ζωή. Υπάρχει σε όλες τις γλώσσες και μεταφέρει θετικά μηνύματα στις γλώσσες των ενηλίκων. Συμβολίζει τον ήλιο και το φως. Την αρχή των πάντων. Και ποιος ξέρει; Ο αρχαίος μας πρόγονος, μπροστά στη γεμάτη ενέργεια και θετικότητα που εκπέμπει ο ήλιος, να θάμαξε κι αυτός την ομορφιά του κάνα αναφώνησε ένα ωραιότατο μέσα στο δέος "ΝΑΙ", δείχνοντάς τον και έτσι επιβεβαιώνοντάς τον. Με την ίδια ευκολία που θα βγάλει τα σώψυχά του μ'ενα οργιαστικό "α" κάθε φορά που θα θέλει να νιώσει την ωραιότητα και να την επικοινωνήσει στους παρευρισκόμενους, ή απλώς για να εκφράσει το συναίσθημά του και να ανακουφιστεί.

Η σλανγκιά της έκφρασης "ναι ή ου" έγκειται στην ειρωνική χροιά της. Είναι μια έκφραση που σπάνια θα ξεφύγει από το κλίμα οικειότητας και των ατόμων που κάνουμε χαβαλέ, άρα μας παίρνει και να ειρωνευτούμε, δε θα την πούμε σε κάποιον ανώτερο - ο ανώτερος στον κατώτερο όμως για μ' αρέσει ασκήσει πίεση είναι δυνατόν, αφού μιλά από θέση ισχύος και η ειρωνεία του ταιριάζει - και δε θα τη γράψουμε σε δόκιμο λόγο, δε θα τη δούμε σε κείμενο εκτός κι αν είναι ανεπίσημο, σενάριο, θεατρικό κουλουπού...

1.- Άσε μας, που θα μας βγάλει κι ο Μήτσος γλώσσα τώρα... Αυτού η μάνα του είχε βολέψει όλα τα Πετράλωνα... Παντού της κάνουν τεμενάδες, για να μην πω τίποτε χειρότερο...
- Μάκη, έτσι και συνεχίσεις να μη μετράς τα λόγια σου, θα σε κάνω εγώ να μετράς τα δόντια σου!(του ορμάει, τον αρπάζει απ'το γιακά και τονε στένει στον τοίχο) Λέγε ρε! (αγκωμαχεί ο Μάκης) Θα ξαναβρίσεις τη μάνα μου, ναι ή ου;(ως αποφώνηση σκηνικού προσβόλας, απειλειτικά. Καβγάς εν όψει αλλά όχι σίγουρα)
2. - Άσε με, ρε μλκ!
- Τί να σ'αφήσω ρε! Ολυμπιακός με Άντερλεχτ, έλα να το παίξουμε μονό! Πάμε καφενείο να δούμε τον αγώνα και στην πορεία τ'αλλάζουμε άμα δεν μας πάει...
- Όχου, δεν το βλέπεις εδώ πέρα που έχω δουλειά, διάβασμα, δεν έχω τελειώσει ακόμα... Χέσε με σου λέω...
- Έλα, για τελευταία φορά:Έρχεσαι ναι ή ου;
- Καλά, κουφός είσαι; Ουουου, ρε, ουουου, φύγε από δω χάμου! (αποφώνηση κι απάντηση να φύγει και ο ζόρες σε περίπτωση πίεσης:σε τέτοιες περιπτώσεις ένας ξάδελφός μου επειδή τού'λεγα πιο πολλές φορές όχι,μού'λεγε "ναι ή ναι",ο σκασμένος!)

3.- Κοιτάξτε την παλιαδερφάρα... (στο κυλικείο του σχολείου ένας "μπούλης" ρίχνει το δίσκο από ένα παιδί) Είσαι άντρας, ναι ή ου; (πρόσκληση καυγά ως ρητορική ερώτηση που η απάντηση καλείται να δοθεί πυξ λαξ στα τσαμπουκαλίκια.Πιο πιθανό να πέσει ξύλο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκμηδενισμός. Όταν κάτι έχει καταστεί νίλα, εκ του λατινικού "nihil" που προφερόταν σαν νίιλ και σήμαινε "τίποτα". Ειδικότερα, όταν ένας γλωσσικός τύπος εμφανίζεται στη γλώσσα, χωρίς να φέρει σημασιολογικά στοιχεία, αλλά να είναι περισσότερο ενα μελωδικό στοιχείο με συγκεκριμένη στάση - συναισθηματική φόρτιση ανεξαρτήτως του πρωτοτύπου νοήματος που έφερε η λέξη, ή οι λέξεις που το αποτελούν αν πρόκειται για φράση.


Οι κλειστές τάξεις των λέξεων απανταχού των γλωσσών (π.χ. άρθρα, σύνδεσμοι, παγιωμένες φράσεις κενού περιεχομένου, βλ. "ξέρω 'γω")ακόμη και μορφηματικών κατηγοριών όπως κλιτικά επιθήματα -ος, -α, -η, -ων κ.λπ. (ονοματικά) -άω, -ουμε, -ετε κ.λπ. (ρηματικά) που έχουν λεξικοποιηθεί για τη συντακτική τους χρήση σε φράσεις ή σε ρίζες φτιάχνοντας λέξεις που είναι οργανικά εργαλεία, χαρίζοντας μορφή σε μία γλώσσα, αλλά δε φέρουν σημασία παρά μόνο γραμματικοσυντακτική λειτουργία, καθώς το νόημα και ο τρόπος που προέκυψαν έχει χαθεί στα βάθη των αιώνων.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς του καρακαταξεσκίσματος. Εκεί όπου πάει κανείς να κάνει αρπαχτή, υποβαθμίζοντας αισθητικά το αποτέλεσμα της ενέργειάς του, γιατί το ζητούμενο δεν είναι η πχιότητα, κυρίες και κύριοι! Αλλά το "ό,τι φάμε - ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας". Κι αυτό γιατί οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές και μεις λίγο - πολύ απρόθυμοι να πάρουμε την πρόκληση στα σοβαρά, ξεφτιλίζοντάς την κι αυτήν κι εμάς μαζί, αφού παράγουμε εμετικό αποτέλεσμα για κράξιμο και κρώξιμο και για να μπει ο καθένας έτσι στο στόχαστρο της κάθε τελευταίας καρακατινάρας που αν και δεν μπορεί να ξεχωρίσει την ήρα απ'το στάρι, έχει δικαίωμα επ'αυτού.
Το ξεμπουρδέλεμα στην κυριολεκτική του εκδοχή χρησιμοποιείται σπανιότερα. Σημαίνει το αυτό:"βγάζω τα μάτια μου φτάνοντας στα όρια της αντοχής και της ηδονής μου". Εκεί είναι που η κάθε νοικοκυρούλα με τη μικροαστική ψευτοηθική της, λαμβάνει ξαφνικά από την υστερικά υστερημένη ζωή της από παραστάσεις, πνεύμα και πεποίθηση το δικαίωμα να κρίνει από τα εικότα, τα ειθότα, τις εικασίες και τα προσωπικά της απωθημένα. Στερημένες νοικοκυρούλες απαντώνται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και στα δύο φύλα. Δικαίωμα που ξέχασε να εφαρμόσει η ίδια στον εαυτό της και χρέος. Αυτό της ζωής. Από πίσω η Ρώμη καίγεται και το ρωμαϊκό όργιο με οθωμανικά τερτίπια συνεχίζεται. Η πράξη θεωρείται επονείδιστη και για έναν άλλο λόγο: για το ότι είναι ιατρικά παρακινδυνευμένη και με ένα σωρό αφροδίσια να κυκλοφορούν, δεν είναι ο,τι καλύτερο να εφαρμόζεται χωρίς ελεγμένους παρτενέρ και δοκιμασμένους, πράγμα που κάνει το ψώνισμά τους απαιτητική δουλειά ως προς την εύρεση συστάσεων και πλήρωση προϋποθέσεών τους.


1. - Ρε συ, τά'μαθες; Ο Μέντης ξεσπάθωσε και το'χωσε στους καθηγητές στις Σέρρες για μια παράσταση που ανέβασαν ερασιτεχνικά εκεί, το "Ποια Ελένη" των Ρέππα - Παπαθανασίου. 'Ξεμπουρδέλεμα' τη χαρακτήρισε... Να, σου στέλνω το λίνκι.
http://www.anexartitos.gr/panagiotis-mentis-xempoyrdelema-charaktirizei-ti-parastasi-poy-anevasan-ekpaideytikoi-sta-asteria-toy-dimoy-serron/
- Θένκια, φίλος. (Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, Γιάννης πάει και τον δίνει)
2.- Καλά την είδες τη Ματίνα; Πού στον πούτσο ήταν αυτή χτες βραδιάτικο και μου το'παιζε άρρωστη κι έτσι, και τώρα μου κυκλοφορεί με το μινάκι... Αχ, δεν μπορώ... Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ...
- Πρώτον. Άκου, φίλος. Ψάξε στο κεφάλι σου για τίποτε σκληρό. Αν το βρεις, δεν είναι καρούμπαλο. Κέρατο είναι. Και σε βαραίνει. Και πολύ μάλιστα. Δύο. Εχθές ήταν σε ρέιβ πάρτι, αλά εννενήνταζ κι έτσι. Κι εκεί έγινε τρελό ξεμπουρδέλεμα. Το ξέρω απ' τον Μάκη, μού'στειλε φώτο στο βάιμπερ χτες κι ήταν κι η δικιά σου μέσα. Χαλαρά. Μη σε χαλάσει. Όλοι την έχουμε πάθει από γκόμενα. Keep calm and stay cool, φίλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνδρομο του ξερωγού. Χρησιμοποιείται κατά την ανάκυψη εγκεφαλικών βραχυκυκλωμάτων σε μία αφήγηση. Δε φέρει πλέον σημασία και λειτουργεί ως στολίδι του προφορικού λόγου για να μη λήγει ξερά κι αδιάφορα το εκφώνημα. Αντικαθιστά το πάλαι ποτέ ημι-λόγιο "φερ'ειπείν" (=μιας που το'φερε η κουβέντα) ή το παλαιομαγκίτικο "να'ούμ'".Αν και αυτά είχανε πιο πολύ κυριολεκτικά την έννοια του "παρεπιπτώντος" και οριστικοποιούσαν τα λεγόμενα, το "ξέρω 'γω" αν και θα μπορούσε να δηλώνει "με βάση αυτά που ξέρω εγώ" με την αναστροφή Υ - Ρ για έμφαση, παραπέμπει παρόλα αυτά σε αμηχανία, ασχετίλα, ενδεχόμενη και πολύ πιθανή ανατροπή των λεγομένων μου, έλλειψη αυτοπεποίθησης που προ(σ)καλεί για ανατροπή έστω κι αν είναι έγκυρα - έτσι για να ψαρώνουμε - και μορφολογικό clopyright από την εμφατική ερώτηση "ξέρω 'γω;". Καθίσταται μοναδική έκφραση νίλα που κινείται έντονα και κοντά στα εξωγλωσσικά δεδομένα (όπως πού - χού η αντίδραση με "Εεεεεε" όταν στακάρει το μυαλό και χάνει τον ειρμό του) και έχει μορφή (ψευδο)ερώτησης. Οι εμφατικές συντάξεις λόγω ύφους δύσκολα νιλοποιούνται, άρα η μορφή αυτή ως ερώτηση - κολιτσίδα ξεκίνησε ως χαριτωμενιά. Είναι αδελφή έκφραση της δεγκζερωγωτί με τη μορφή "και δεγκζερωγωτί" στο τέλος. Επίσης μπορεί να αντικαταστήσει την έκφραση "και τα λοιπά" του γραπτού λόγου που υπονοεί πως υπάρχουνε περισσότερα απ'όσα ξέρουμε, απλά εμείς αυτά εκθέτουμε χωρίς να αποκλείουμε τα άλλα έστω κι αν δεν τα αναφέρουμε. Πάντως, όσο πιο αγχωτική είναι η κατάσταση - επικοινωνιακή περίσταση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμηχανία (πούχού μιλάω κι έχω όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου κι ανθρώπους να κρέμονται απ'τα χείλη μου) , το βραχυκύκλωμα και οι πιθανότητες να εμφανιστεί αυτή η πορδή της αλουπούς.


Σκηνικό - Σχολική τάξη.
Ι:[...] Ε, και τώρα με τους μετανάστες υπάρχουνε προβλήματα, ξέρω 'γω... Να, σήμερα το πρωί που ερχόμουνα σχολείο με σταμάτησε μια κοπελιά με μωρό στην αγκαλιά και μου ζήτησε να της πάρω κάτι να φάει το παιδί, ξέρω 'γω. Κι εντάξει... Θα της δώσεις, ξέρω 'γω κι αυτηνής να πάρει κάτι, αλλά έχουμε άλλους τόσους δικούς μας έξω που δεν έχουνε να φάνε ένα πιάτο φαΐ... Δεν το καταλαβαίνω αυτό με την ξενολαγνεία. Μόνο για τους πρόσφυγες και δεγκζερωγωτί άλλο πρέπει να πονάμε, να λυπόμαστε και να βοηθάμε, ξέρω 'γω;
Ν + Κ: (ψιθυριστά) έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα.
Κ: Πόσα μέτρησες;
Ν: Δεκατέσσερα όσα κι εσύ, αφού μαζί μετράγαμε.
Κ: Βάλε και δύο στην αρχή που δεν πρόλαβες στο "Κατά τη γνώση μου οι καιροί είναι δύσκολοι, κι όλοι πρέπει να βοηθάμε, ξέρω 'γω, αλλά πρέπει αυτό να μη μας εμποδίζει να σκεφτόμαστε καθαρά και να προσπαθούμε να οργανωθούμε καλύτερα σα κοινωνία, ξέρω 'γω", κάπως έτσι που έλεγε αυτή, δεκάξι.
Ν: Πω, ρε μας κούφανε πάλι, χιχι! Μα καλά, επίτηδες το κάνει; Έχει κολλήσει η βελόνα! Την επόμενη φορά, πάμε στοίχημα ότι θα μετρήσω περισσότερα;
Κ: Ναι, άμα το θυμηθείς... Αφού πάντα σε προλαβαίνω! Καθηγήτρια: Τί λέτε εσείς εκεί! Για σταματήστε αμέσως! Μόνο εσείς ακούγεστε! Μπλα, μπλα, μπλα...(συνέχιση ομιλίας μετά την παρατήρηση)
Ν + Κ:(ψιθυριστά) Ναι, σίγουρα, ξέρω 'γω...χαχαχα!
Ν: Πρόσεχε ρε μαλάκα μην κολλήσουμε κι εμείς... Είναι κολλητικό!
Κ: Ναι, ναι! Κι αυτό που το κοροϊδεύουμε, το λουστούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Το αμπέλι που δεν έχουν περιφράξει κι απ'όπου μπορεί ο καθένας να μπαινοβγαίνει και να κάνει ο,τι θέλει. Να κλέβει αμπελόφυλλα, σταφύλια κι ο,τι άλλο βρει. Αναφέρεται σε ανθρώπους που εγκαταλείπουν την ιδιοκτησία τους και δεν τη διαχειρίζονται με αποτέλεσμα να γίνεται βορά εισβολέων. Κατ' επέκταση σε ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει να διαχειριστούν τίποτε, ούτε και την ίδια τη ζωή τους ακόμη γιατί βαριούνται που τη ζουν και πάντα βρίσκουν μια βολική, ισχυρή και αδιάσειστη γι'αυτούς δικαιολογία για το ότι έχουν καταντήσει τη ζωή τους ξέφραγο αμπέλι και δεν τους νοιάζει πως να ζουν. Μοίρα όλων αυτών των καταστάσεων η ερημιά, η κατάντια, η καταστροφή. Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι μίζερο πράμα που το'χει γεννήσει ένα πιο μίζερο, ακοινώνητο και κομπλεξικό μυαλό που ωθεί τα ίδια τα σέα και τα μέα του στην εγκατάλειψη, λόγω ανικανότητας αυτοδιαχείρησης και αυτοελέγχου. Συχνά οι ίδιοι ανίκανοι για διαχείριση είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την κατάσταση αυτή που οφείλεται σε κείνους, μόνο και μόνο για να μπορούν να την κριτικάρουν έντονα και να την αποστρέφονται για να'χουν κάτι να κλαψουρίζουν, βρε αδερφέ και να ικανοποιούν την έμφυτη κλαψομουνίαση και κακομοιριά τους. Ζητάνε έτσι κηδεμόνες για τη διαχείρισή της και αυτών των ίδιων και να απαλλαγούν από το βάρος των ευθυνών του ξέφραγου αμπελιού που δεν είναι άλλο από τον εαυτό τους. Ποιος νοήμων άνθρωπος εγκαταλείπει το ένα και μοναδικό του χωρίς να έχει βρει κάτι άλλο, καλύτερο; - εκτός κι αν πάσχει από το αμάρτημα της οργής και στρέφεται κατά των εντέρων του, τρώγοντας τα λύσσακά του. Το ξέφραγο αμπέλι ή αλλάζει ή βουλιάζει, mes amis. Tschüss!


1. "Κοίτα τα εδώ τα σκουπίδια... Έχουν πνίξει τη φιλοσοφική και το αεροδρόμιο της Ζακύνθου... Ξέφραγο αμπέλι εδώ, ξέφραγο αμπέλι παντού, όλη η χώρα!"
2. "Τη μια είναι ο Τάκης, την άλλη είναι ο Μάκης, την άλλη θα είναι ο Σάκης; Τί θα γίνει στη ζωή σου, μωρή, με τόσους γκόμενους να μπαινοβγαίνουν; Ξέφραγο αμπέλι την έχεις καταντήσει... Μην απορήσεις αν βρεθείς σε κάνα χαντάκι μ'όλους αυτούς τους άχρηστους που μπλέκεις...

ψυχοπάθεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified