Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο παίκτης που κάνει μαγικά με την μπάλα, όπως περίτεχνες ντρίπλες.
Έλα ρε ζογκλέρ Ροναλντίνιο, μάγεψέ μας πάλι, να βάλουμε όμως και κάνα γκολ.
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο παίκτης που κάνει μαγικά με την μπάλα, όπως περίτεχνες ντρίπλες.
Έλα ρε ζογκλέρ Ροναλντίνιο, μάγεψέ μας πάλι, να βάλουμε όμως και κάνα γκολ.
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.
Φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το γήπεδο, όταν απουσιάζουν οι έντονες φασαρίες, το σπάσιμο καθισμάτων και άλλες καφρίλες. (Δες).
Εκκλησία ήτανε και σήμερα στο ματς.
Got a better definition? Add it!
Σαρδαμισμός-παραλλαγή του "μεταλαμπαδεύω". Η διαφορά βρίσκεται στην κυριολεκτική σημασία κατά την οποία πλέον δεν δίνουμε φως αλλά πασάρουμε τη μπάλα. Μεταφορικά εννοείται το ίδιο, σου μαθαίνω μπαλίτσα, σου κάνω πάσα γνώση.
-Έχω ραντεβού με την Δανάη σήμερα και δε ξέρω που να την πάω για φαγητό.
-Να μαγειρέψεις σπιτι, ψητό σολωμό με πατάτες και καμιά σαλάτα με ρόκα,ραπανάκι,παρμεζάνα και καρύδια.
-Όχι ρε θέλω να την εντυπωσιάσω, θα την πάω σε κάνα καλό εστιατόριο να γουστάρει.
-Άκου ρε λελέ την Ποπάρα, σου μεταμπαλαδεύει γνώση και εμπειρία μπας και φορτώσεις άχρηστε!
Got a better definition? Add it!
Τεχνικὸ χτύπημα τῆς μπάλλας μὲ τὴ μύτη τοῦ παπουτσιοῦ, ποὺ στέλνει τὴ μπάλλα ἐκεῖ ποὺ θέλει ὁ παίκτης καὶ συνήθως αἰφνιδιάζει τοὺς ἀντιπάλους. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸ γκὸλ τοῦ Ρονταλντίνιο στὸν ἀγῶνα Τσέλσυ-Μπαρτσελόνα (8 Μαρτίου 2005), ὅπου πρὶν σουτάρει μὲ τὸ μυτάκι, κάνει τὴ μοναδικὴ προσποίηση "σβήνω τσιγάρο μὲ τὴ σόλα".
"Τύποις" προέρχεται ἀπὸ τὸ μύτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὅμως "οὐσίᾳ" ἀπέχει "παρασάγγας". Εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ παιχταρᾶ , τῆς παιχτούρας ἀπὸ τὸν ἄμπαλο, τὸν τσουρουκά.
Ἀφοῦ ἔκανε δυὸ προσποιήσεις σὰ νὰ σβήνει τσιγάρο μὲ τὴ σὸλα, σούταρε μὲ τὸ μυτὰκι κι ἔστειλε τὴ μπάλλα στὴν ἀπέναντι γωνία, μὲ τὸν Τσὲχ νὰ μὲνει ἄγαλμα!
Καμμιὰ σχέση μὲ τὸ ψάρι μυτάκι, χιόνα ἤ οὔγαινα ( Diplodus puntazzo) τῆς οἰκογενείας τῶν σαργοειδῶν.
Ἐπίσης καμμιὰ σχέση μὲ τὴ θαυμάσια τραγουδίστρια τοῦ δημοτικοῦ καὶ τοῦ ρεμπέτικου Γεωργία Μηττάκη. Στὸ ἐξαιρετικὸ κλέφτικο ποὺ ἀκολουθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐρμηνεία της, μποροῦμε ν' ἀπολαύσουμε καὶ τὸ ὑπέροχο κλαρίνο τοῦ Γιώργου Ἀνεστόπουλου (ἠχογράφηση τοῦ 1939).
Got a better definition? Add it!
Τεχνική στο ποδόσφαιρο. Σημαίνει: ενώ προχωρώ, προφανώς στην επίθεση, δίνω κοντινή πλάγια πάσα σε συμπαίκτη και συνεχίζω να προχωρώ. Ο συμπαίκτης μου μου επιστρέφει αμέσως την πάσα προωθημένη, παρακάμπτοντας έτσι τον αντίπαλο που με πιέζει.
Από εδώ:
Σε τυφλή απόκρουση των αμυνομένων της Κανδήλας η μπάλλα πήρε ύψος,έφτασε στο κέντρο όπου ο εξαιρετικός μέσος της Αποστολάκης στόπαρε τη μπάλλα με το στήθος άφησε πίσω τον Κατσικοκέρη που δεν διάβασε καλά τη φάση και με φοβερό ένα-δύο με τον δαιμόνιο Κεραμίδα Αθ. βρέθηκε μόνος με τον τερματοφύλακα που πλάσσαρε υποδειγματικά κάνοντας το 1-1.
Got a better definition? Add it!
Ένας γρήγορος τρόπος ποδοσφαιρικής κατάταξης μεταξύ δρομόπαιδων όπου το αποτέλεσμα καθορίζει την σειρά ευνοικής θέσης που θα πάρει έκαστο ή ένα συγκεκριμένο στο παιχνίδι που ακολουθεί. Για παράδειγμα, η χειρότερη επίδοση πριν από ένα γερμανικό αντιστοιχεί σ' αυτόν/ήν που θα κάτσει αρχικά στο τέρμα.
Ταυτόχρονα, και εκτός ανταγωνισμού, αποτελεί μονάδα μέτρησης δεξιοτεχνίας και εντυπωσιασμού.
Γνωστά επίσης ως γκελάκια, ποδαράκια ή τσιλικάκια.
πωωω ειμαι ψωφιος μετα απο τα 932 μυτηλικια που εκανα, νεο ρεκορ μου. παρεα με τον χρηστακι τον γιωργο και τον ραφα!!!!!! [αδακά]
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
παοκτζιδιλίκι, βαζελίκι, αεκτζιλίκι
Είναι να πουλάς παραγοντιλίκι και οπαδιλίκι (σύμφωνα με τους άριστους ορισμούς των slangprof και allivegp αντιστοίχως), με αναφορά σε συγκεκριμένη ομάδα.
Οπαδιλίκι είναι η πλειοδοσία σε πίστη και αφοσίωση προς μια αθλητική ομάδα, που όμως γίνεται υστερόβουλα, προς εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.
Πουλώντας οπαδιλίκι καπελώνουμε τους αμφισβητίες μας και εγγράφουμε υποθήκη για την ανάδειξη μας σε πυλώνα της ομάδας, είτε αγωνιστικά (αν είμαστε αθλητές), είτε διοικητικά (αν είμαστε παράγοντες).
Αν όπου οπαδιλίκι, βάλεις παοκτζιδιλίκι / βαζελίκι / αεκτζιλίκι και προσθέσεις μπόλικο νταηλίκι + παπατζιλίκι, αλλά και ολίγην από νταβατζιλίκι, τότε έχεις το τέλειο μίγμα παράγοντα Εδεσσαϊκού και παράγκας.
Σχεδόν πάντα πάει σετάκι με το πουλάω.
Παοκτζιδιλίκια, βλαχομαγκιές και Μακεδονομαχίες. ΕΔΩ
Ο Τζαβέλας δεν υπολογίζεται πλέον απο τον Άγγελο!! μπραβο, κωλοπαιδαρακι ειναι τζαμπα μαγκας και πουλάει ΠΑΟΚτζιδιλικι.. στα τσακίδια #PAOK (εδώ)
δεν μου γεμιζει καθολου το ματι ο σαλπιγγιδης κ δεν πιστευω οτι θα ταιριαξει στην αεκ. αλλο πραγμα ηγετης στην αναμπουμπουλα κ τη διαλυση πουλώντας παοκτζιδιλικι στους απελπισμενους κ αλλο διακρινομαι σε μια σοβαρη ομαδα με καχυποπτους, απεναντι σε σωτηρες κ μαγους παιχτες, οπαδους. (forum.aek)
-ελεος ρε με το σανο που σας ταιζουν εκει. ΘΕΛΗΜΑ ΘΕΟΥ!
-γιαυτο πουλάει παοκτζιδιλικι ... θα πληρωνετε ενα ακομη δημοσιο υπαλληλο ... gazzetta.gr
όταν πρόπερσι έλεγε ότι πάει σε μεγαλύτερη ομάδα κτλ ... εσείς τον παίζατε με μανία και χαιρόσασταν. Ε δείτε τώρα με τι ευκολία πουλάει βαζελίκι (όπως τότε πουλούσε παοκτζιδιλίκι) και τι βαρύγδουπες δηλώσεις κάνει.
Αλαφούζος και Ψυχάρης μόνο το βαζελίκι έχουν κοινό.. όχι και κάτι άλλο συνώνυμο σε -ίκι..; ΕΔΩ
Τι βαζελίκια ρε πστμ! ΕΔΩ
Έτσι...για να κοπεί η πλάκα, το χιούμορ και τα "αεκτζιλίκια"! ΕΔΩ
Βρε ανθρωπαριο, δεν θα βαλεις ποτε μυαλο; Ποτε πουλας... Παναθηναιλικη ποτε πουλας... ΑΕΚτζιλικι... ΕΔΩ
Got a better definition? Add it!
Ή σκέτο μπυραρία.
Είναι η (κυρίως ποδοσφαιρική) αθλητική ομάδα πολύ χαμηλού επιπέδου, ημιερασιτεχνική αν και τυπικά επαγγελματική και παγκοσμίου φήμης άγνωστη, τόσο πολύ, ώστε μοιάζει σαν τυχαίο συνονθύλευμα από θαμώνες μπυραρίας που, πάνω στα τσακίρ κέφια, βγαίνουν στη διπλανή αλάνα και παίζουν και ένα παιχνίδι.
Ο μόνος λόγος που ενδεχομένως θα βγει από την αφάνεια και θα αναφερθεί πέρα από τα όρια της πόλης της, είναι κάποιο φιλικό παιχνίδι με μεγαλύτερη και γνωστότερη ομάδα, στα πλαίσια προετοιμασίας της τελευταίας ή κάποια απρόσμενη νίκη που θα καταφέρει σε βάρος μιας τέτοιας ομάδας. Ούτε τότε όμως η έκφραση επιφυλάσσει κάποιο θαυμασμό προς τη νικήτρια, αλλά μάλλον ψόγο προς την ηττημένη.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο χορταρέας, δηλαδή κατά τον προσφυή ορισμό του Γεωργίου Ζάκκου, "η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού".
Στο Ιντερνέτι το βρίσκω και σε μία περίπτωση που φαίνεται να συνδέεται με το έτερο γρασίδι, ήτοι το γκαζόν του ποδοσφαιρικού γηπέδου, οπότε φαίνεται να σημαίνει τον πωρωμένο - καμένο με το ποδόσφαιρο ή τον ποδοσφαιριστή. Είναι εξάλλου και παρωνύμιο παράγοντα ποδοσφαιρικής ομάδας όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τον γούγλη.
ΤΟΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΧΛΟΟΤΑΠΗΤΑ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ (Εδώ).
Got a better definition? Add it!