Selected tags

Further tags

Ποδοσφαιρικές ομάδες οι οποίες κατ' ισχυρισμόν βάζελων συστηματικά και εξόφθαλμα χαρίζονται στον Ολυμπιακό ελέω κοκκαλιστάν. Εκ των γαύρος και γερμανοτσολιάς.

Πάσα από φίλο μπανάθα.

- Ως γαυροτσολιάδες έχουν αναφερθεί, δικαίως ή αδίκως, οι:

  • Αστέρας Τρίπολης,
  • Λεβαδειακός,
  • Ξάνθη,
  • Πανιώνιος (παίζεται).

- Σε συνέντευξή του ο Καστίγιο παραδέχτηκε ότι ο Ολυμπιακός προ ετών έχασε εντός έδρας από τον Λεβαδειακό για να μην υποβιβαστεί ο εν λόγω γαυροτσολιάς στην Β' Εθνική...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ στεγνό φαγητό, συνήθως κρέας, χωρίς καθόλου λιπαρά. Παρασκευάζεται με ψήσιμο (σχάρα) ή βράσιμο, έτσι ώστε να φύγουν όλα τα περιττά ζουμιά του (τα οποία, φευ, συνιστούν και τη νοστιμάδα του). Εννοείται πως και άλλα πρόσθετα λάδια και σάλτσες αποκλείονται a priori.

Ένα τέτοιο κρεατικό είναι κατά κανόνα άνοστο και καταπίνεται με βασανιστική δυσκολία. Είναι συνήθως και σκληρό, εξ ου λέγεται και σόλα ή παπούτσι. Μπορεί να κάνεις πολλή ώρα να το φας, ιδίως αν δεν το συνοδεύεις και με κάτι άλλο που να «γλιστράει», π.χ. γιαούρτι ή έστω λίγο ρύζι ή και ψωμί. Ορισμένοι βέβαια το έχουν συνηθίσει.

Τον όρο χρησιμοποιούν πολύ μποντιμπιλντεράδες και λοιποί αθληταράδες, που υποβάλλουν τον εαυτό τους στο μαρτύριο της ειδικής low fat διατροφής, σαν τους άρρωστους, ενίοτε και επί πολλά συναπτά έτη.

Κανονικά, όπως μαθαίνουμε κι απ' τον Μπάμπη, το στουπί είναι ινώδες υλικό που λαμβάνεται ως απόξεσμα κατά τον διαχωρισμό των υφαντουργικών ινών του βαμβακιού, του λιναριού ή της κάνναβης και χρησιμοποιείται για απόφραξη ρωγμών στα ξύλινα σκάφη, για καθαρισμό μηχανών ή των χεριών από γράσο κλπ.

Το στουπί διαθέτει λοιπόν εξαιρετική απορροφητικότητα. Δε θα το δεις ποτέ να στάζει νερά ή άλλα υγρά: τα «καταπίνει» όλα μέσα του και παίρνει την εμφάνιση μιας σκληρής, υγρής βεβαίως στην αφή, βρώμικης μάζας. Όπως ακριβώς και το ολόστεγνα μαγειρεμένο κρεατικό.

— Πω ρε αγόρι, έχεις στεγνώσει απίστευτα! Κομμάτια έχεις γίνει!
— Ε ναι ρε φίλε, κι εσύ άμα έτρωγες κάθε μέρα δυο στήθη κοτόπουλου στουπί όπως κι εγώ, την ίδια γράμμωση θα είχες.

Στα καλύτερα εστιατόρια. (από Galadriel, 13/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός του ότι το χωνί είναι κωνικό σκεύος / εξάρτημα μέσω του οποίου γίνεται έκχυση υγρών εντός δοχείων, υπάρχουν και εξής άλλοι ορισμοί:

  1. Χωνί ονομάζεται η γκόμενα η οποία τα παίρνει όλα και όλους δίχως ενδοιασμούς και αναστολές (συνώνυμο / συναφές: χοάνη).

  2. Χωνί ή χώνος χαρακτηρίζεται ο πούστης που παίρνει ό,τι του κάτσει.

  3. Χωνί χαρακτηρίζεται απαξιωτικά το απύθμενου βάθους ή και εύρους αιδοίο (συνώνυμο / συναφές : άπατα).

  4. Εάν δεν χαρακτηρίζεται ως χωνί ολόκληρη η ομάδα, τότε χαρακτηρίζονται συνήθως τερματοφύλακες ή αμυντικοί των οποίων η απόδοση δεν είναι η επιθυμητή, ή σε μεμονωμένες φάσεις με αντίπαλο παίκτη γίνονται ρόμπα.

  5. Χωνί χαρακτηρίζεται κάποιος λόγω επανειλημμένων αποτυχιών σε κάποια δραστηριότητα, είτε αυτή είναι αθλητική, επαγγελματική, ή σπανίως κοινωνική. Επίσης χωνί χαρακτηρίζεται όποιος όταν βγαίνει για ποτό, γίνεται κωλοτρυπίδι.

  1. - Ρε συ εχθές πήδηξα τη Λουίζα.
    - Κι εσύ τη Λουίζα; Όλη η σχολή έχει πάει με το χωνί.

  2. - Λες να τον παίρνει ο Βασίλειος;
    - Καλά είσαι σοβαρός; Ο μεγαλύτερος χώνος στην Ευρώπη είναι ρε.

  3. - Καλά ρε, μπουκάλι σαμπάνιας έχωσε το ξέκωλο;
    - Γιατί, έχει κανένα πρόβλημα με τέτοιο χωνί η κοπέλα;.

  4. α. Ξυπνήστε ρε μαλάκες. Παίξτε λίγο άμυνα !!! Χωνιά μας κάνανε.

β. Ρε χωνί, πώς τα τρως έτσι; Πουτάνα σε κάνανε.

γ. Τι τάβλι να παίξω μαζί σου ρε χωνί; 3 Χρόνια έχεις να με κερδίσεις.

δ. Πώς τα κατεβάζεις έτσι τα σφηνάκια ρε χωνί; Χαλάρωσε.

(από dimitriosl, 24/03/10)Νικήτας Χωνιάτης (από Khan, 25/03/10)The name is Χουνί. Ανάλια Χουνί. Και είναι η πρώην του Σλάβοι Ζίζεκ. (από Khan, 20/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τότε που μπήκε το ποδοσφαιρικό στοίχημα στη ζωή μας, ένα πλήθος εκφράσεων το ακολουθεί. Ίσως η πιο πολυχρησιμοποιημένη είναι η συγκεκριμένη, η οποία έχει να κάνει και με το «πόσο ειδήμονας» το παίζει ένας τζογαδόρος.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει τη σιγουριά κάποιου παίχτη για την έκβαση ενός αγώνα.

Ολόκληρη η έκφραση συναντιέται ως εξής:
Αυτό το παιχνίδι είναι άσος (ή διπλό, κάποιες φορές και Χι), από εδώ μέχρι το (είτε την χώρα είτε την πόλη που γίνεται ο εν λόγω αγώνας).

  1. -Μαλάκα, παίζει στο Μονπελιέ η Μπορντό με την τοπική ομάδα. Και μιλάμε ότι η Μονπελιέ άλλαξε προπονητή. Και ξέρεις τι γίνεται όταν μια ομάδα αλλάζει προπονητή...
    -Ρε, μπούρδες μας λες. Η Μπορντό είναι η πιο φορμαρισμένη ομάδα αυτή την περίοδο, στη Γαλλία. Αυτό είναι καραδιπλό, από εδώ μέχρι το Μονπελιέ....

  2. -Ανκαρασπορ με Μπουρσασπόρ.... Δύσκολα τα πράγματα. Ο άσος είναι ψηλά.
    -Έχω διαβάσει ότι έχουν καλές σχέσεις οι δύο ομάδες. Μάλλον για Χί το βλέπω..
    (Πετάγεται τύπος από διπλανό τραπέζι, έξαλλος)
    -Τι λέτε ρε; Αυτό είναι διπλό από εδώ μέχρι την Μπούρσα, η άνκαρασπόρ πάει για φούντο. Σέρνεται σου λέω, είδα το προηγούμενο παιχνίδι της. Έτοιμος είμαι να πάω να πάρω δάνειο και να τα κάτσω πάνω ρεεεε....

  3. ....λοιπόν έχω κάτι παιχνιδάκια, φοβερά, θα πάμε ταμείο. Ξεκινάω με διπλό της Σταντάρ μέσα στη Μαλίν, συνεχίζω με τον άσο της Χερέθ που φιλοξενεί την Καντίθ, τσοντάρω και διπλό τη Νασιονάλ με την Πάσος Φερέϊρα, και κλείνω Κυριακή βράδυ με την ασάρα από δω μέχρι το Μόναχο, της Μπάγερν κόντρα στην Κολωνία.

(από Μάγιστρος, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική κουβέντα που βγήκε και στον υπόλοιπο κόσμο.

Σημαίνει: Μου λείπει η κατάλληλη πείρα και εμπειρίες, μου λείπουν οι γνώσεις που μαθαίνει κανείς πάνω στη δουλειά και δεν μπορεί να τις βρει σε βιβλία ή συμβουλευόμενος έναν γνωστό. Δεν πατάω γερά στα πόδια μου, δεν είμαι ακόμα «ψημένος» στο αντικείμενό μου.

Δεν σημαίνει το ίδιο με το έχω χάσει επεισόδια. Τα επεισόδια συνήθως αφορούν συμπτωματικές γνώσεις - εδώ έχουμε να κάνουμε με ελλείψεις που επηρεάζουν την απόδοση στην δουλειά μας. Αν και δεν επιβεβαιώθηκε από το internet ή προσωπικό μου άκουσμα, θεωρώ πολύ πιθανό να αφορά και άλλες καταστάσεις που απαιτούν εμπειρίες, όπως για παράδειγμα στις ανθρώπινες σχέσεις γενικά.

Στο ποδόσφαιρο, ένας παίκτης μπορεί να έχει ταλέντο, μπορεί να έχει διάθεση, ορμή ή ό,τι άλλο, αν δεν έχει στην πλάτη του αρκετά ματς, ιδίως σε σοβαρές διοργανώσεις ή/και απέναντι σε δύσκολες ομάδες, όλο το δυναμικό του μπορεί να υποχωρήσει μπροστά σε έναν εμπειρότερο αντίπαλο. Συνήθως η έκφραση λέγεται όταν ένας παίκτης επιστρέφει από ανάρρωση ή μόλις έχει μεταγραφεί σε ομάδα ανώτερης κατηγορίας και συμπεριφέρεται ακόμα σαν ψαράς.

  1. Αρχική χρήση (σχεδόν κυριολεξία), από εδώ:
    [...] o PABLO όταν το μυαλό του είναι συγκεντρωμένο μόνο στην μπάλλα και δεν παρασύρεται από νεύρα και μαγκιές είναι απλά ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ!!!!!! [...] Για το γεγονός ότι πούλησε μπάλλες φταίει πρώτον το γεγονός ότι του λείπουν ματς και ρυθμός και δεύτερον Λίνο (εκτός 1-2 προσπάθειες) και Ιβιτς ήταν σε άλλο γήπεδο.

  2. - Πώς τα βλέπετε τα στελέχη τώρα σαν επιθεωρητής;
    - Ρε Πάτση εντάξει, καλός κι ο Τάσος, καλή κι Νανά πάνω στην Θεσσαλονίκη, κι ο άλλος ο μαλάκας, ξέρεις ποιος, νταξ, την ξέρει τη δουλειά. Αλλά όλοι αυτοί για προϊστάμενοι το πολύ. Δεν μπορείς τον άλλον να τον προσλαμβάνεις σήμερα, αύριο να τον κάνεις προϊστάμενο και μεθαύριο να του δίνεις μαγαζί, πώς θα γίνει δηλαδή, θα του λείπουνε ματς, θα τον κάνουνε κουμάντο οι πελάτες. Τους λέει μια παπαριά ο πελάτης κι αυτοί κωλώνουνε, και δώσ' του εισηγητικά της πούτσας και δώσ' του χαμένες προθεσμίες. Δε λέω, βάλε και το καλό το μουνί για βιτρίνα αλλά βάλ' του από πάνω κάποιον που να τό ’χει. Τεσπά, μαλακίες. Εσύ τι λέει; Γαμείς καθόλου;
    - Εεε... ναι. Τι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα γλεντάω /-ώ ως αμετάβατο έχει την έννοια του ξεφαντώνω, γιορτάζω, πανηγυρίζω, βγάζω γούστα, κ.τλ. Όταν όμως συνοδεύεται από αντικείμενο ως μεταβατικό ρήμα (δηλ. γλεντάω κάποιον), σημαίνει ότι διασκεδάζω σε βάρος του, βγάζω τα γούστα μου / ασελγώ πάνω του, ή ακόμη παίρνω την εκδίκησή μου.

Το λήμμα προέρχεται από τον θαυμαστό κόσμο των συνθημάτων που αναρτούν σε πανώ ή φωνάζουν στα γήπεδα οι επιστήμονες των διαφόρων ομάδων και αναπαράγουν με μεγάλη προθυμία οι αθλητικές καφροφυλλάδες.

Συνώνυμο: κάνω πάρτι με επίτιμο καλεσμένο, κερνάω τον καλύτερο πελάτη.

  1. Θρύλε γλέντα τους κι απόψε ΑΝΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ.

  2. Γλέντησε τον Θρύλο ο Πάο στο βόλεϋ και πήρε το κύπελλο.

(από allivegp, 01/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός, ο υπέρβαρος, o παχύσαρκος. Αυτός που θυμίζει παλαιστή του σούμο. Οι οποίοι παλαιστές (για να παρηγορηθούν όσοι χλαπακιάζουν αβέρτα αλλά έχουνε και τύψεις), θεωρούνται στην πατρίδα τους όχι μόνο γαμώ τους γκόμενους, αλλά σχεδόν μυθικά άτομα (αν και εδώ τα μωρά φαίνεται να μην έχουν την ίδια γνώμη...)

Η μόνη μου απορία είναι πώς μπορεί κανείς να παχύνει τόσο τρώγοντας ιαπωνέζικο φαγητό, όσο ρύζι και να βάλει μέσα.

  1. Ρε συ, τον είδες τον Τέλη πώς έχει γίνει; Το άτομο είναι σούμο, χωρίς πλάκα...

  2. Αυξάνονται τα μωρά-«σούμο»
    Την αύξηση κατά 20% από το 2003 μέχρι σήμερα του αριθμού των μωρών που έχουν βάρος κατά τη γέννηση πάνω από 4,5 κιλά, αλλά και την αύξηση των μεγάλων μωρών (των επονομαζόμενων μωρών-σούμο) καταγράφουν οι στατιστικές στη Μεγάλη Βρετανία...
    από εδώ

(από ironick, 02/04/10)(από ironick, 02/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:

Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.

Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).

Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).

- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.

Εσφαλμένα αναφέρεται ως "πορδοποδόσφαιρο", καθότι οι καλλιτέχνες δεν γνώριζαν την "απλολογία" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Γερμανικό είναι μια παραλλαγή ποδοσφαίρου που παίζαμε τσιμπιρίκοι, ειδικά όταν δεν μαζευόμασταν πολλά άτομα, μιας και αντίθετα με το κανονικό ποδόσφαιρο το Γερμανικό είναι καλύτερα να το παίζουν το πολύ πέντε άτομα (γιατί αλλιώς γίνεται ψιλομπάχαλο). Το έχω ακούσει από κάποιους και ως «ψηλό».

Τρόπος παιχνιδιού:
Στο Γερμανικό δεν υπάρχουν δύο ομάδες, όπως στο κανονικό ποδόσφαιρο, αλλά παίζουν όλοι εναντίον του εκάστοτε τερματοφύλακα. Πρέπει να του βάλουν γκολ αλλάζοντας πάσες, χωρίς όμως να πέσει η μπάλα κάτω. Πριν γίνει κάποιο σουτ πρέπει πρώτα να προηγηθούν τρεις πάσες (στον αέρα εννοείται) και μετά να μπει το γκολ. Εννοείται βέβαια πως η μπάλα δεν πρέπει να σκάσει κάτω προτού περάσει την γραμμή του τέρματος. Αν το σουτ είναι άστοχο (είτε βγει έξω, είτε μπει γκολ ενώ έχει σκάσει κάτω η μπάλα) αυτός που το έκανε γίνεται τερματοφύλακας και ο πρώην τερματοφύλακας μπαίνει μέσα.

Βαθμολογίες:
Όλοι οι παίχτες έχουν από 21 βαθμούς, εκτός από αυτόν που μπαίνει πρώτος τερματοφύλακας που έχει συν 2 για αβάντζο. Για να μειωθούν οι βαθμοί σου πρέπει να γίνεις τερματοφύλακας και να φας γκολ. Ανάλογα με τον τρόπο που τρως το γκολ έρχεται και η μείωση που έχεις (όταν βάζεις γκολ δεν κερδίζεις πόντους, απλά χάνει αυτός που το τρώει.).

Αν δεχθείς γκολ:

  • Από απλό σουτ -1 πόντος
  • Από κεφαλιά -2 πόντοι
  • Από γυριστό σουτ -3 πόντοι
  • Από τακουνάκι -4 πόντοι
  • Από ψαλιδάκι -5 πόντοι

Όταν μείνουν μόνο δύο παίκτες παίζουν πεναλντάκια για να βγει ο νικητής.

Συνηθίζαμε να βγάζουμε ένα παρατσούκλι σε όποιον παίκτη έφτανε τους 10 πόντους και σε όποιον μηδενιζόταν πρώτος να του κρύβουμε κάτι (π.χ. το παπούτσι του). Δεν έφτανε που έχανε δηλαδή του κάναμε και την ζωή μαρτύριο μέχρι να το βρει. Τι τσογλάνια…

Ασίστ: σχόλιο από jimakos στον άλλο ορισμό

Τζίζζζζζ (θυροτηλέφωνο)
- Ναι;
- Άσε τα ναι και κατέβα για μπάλα…
- Πόσοι μαζευτήκατε;
- Με σένα πέντε. Άντε κατέβα…
- Τι μόνο πέντε;
- Σκάσε ρε μίρλα και κατέβα, Γερμανικό θα παίξουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα / ιαχή που λεγόταν στα τέλη των 90's από τους οπαδούς της Νίκης Βόλου, ως μέρος του συνθήματος «κουρουκουτάο(υ), κουρουκουτάο(υ), φόρτσα Νικάρα, Ιωνία μάο-μάο!».

Η λέξη είναι συνώνυμη των: είμαι στ' αρχίδια μου, δε μασάω τα αρχίδια μου, δε με νοιάζει κι αν με δέσουν / σταματήσουν, εγώ θα κάνω τελικά αυτό που γουστάρω.

Είναι μία λέξη-επινόηση των οπαδών της ομάδας αυτής, η οποία εκτός από την ομοιοκαταληξία που κάνει με τη λέξη μάο-μάο (η γνωστή όχι και τόσο πολιτισμένη φυλή ιθαγενών της Αφρικής), ταιριάζει και με την ιδιοσυγκρασία πολλών κατοίκων της Νέας Ιωνίας Βόλου, όπου και η έδρα της ομάδας (το γνωστό κλουβί ή κλούβα). Όποιος είναι από εκεί γνωρίζει, my word!

  1. - Ρε μαλάκα, δεν έχουμε λεφτά για το εισιτήριο, πώς θα μπούμε στο λάιβ;
    - Στ' αρχίδια σου ρε, θα μπούμε κουρουκουτάου κι όποιον πάρει ο χάρος!!

  2. - Καλά, τί κάνει; Προσπαθεί να περάσει από τον κλοιό των ΜΑΤ μόνος του;
    - Ε, άμα είσαι κουρουκουτάου δε λογαριάζεις τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified