Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.
ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).
Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.
ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Το στόμα στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971) δίνει την ησιόδειο ερμηνεία ότι από το στόμα αρχίζει το χάος, κάτι σαν μια άβυσσο ένα πράμα. (Ιδίως αν πρόκειται για αδηφάγο καταπιόνα). Χαρακτηριστική έκφραση είναι το κοντροσόλ στο χάος που σημαίνει φιλί στο στόμα.
Για την ιστορία, Κοντροσόλ στο Χάος λεγόταν κι ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό, που κυκλοφόρησε από το 1986 ως το 1992, το έτρεχαν ο Αλέξης Μπίστικας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Παύλος Αβούρης και έχει πλέον αποκτήσει καλτ αξία. Τώρα και σε πεντέφι.
2. Κοντροσόλ Στο Χάος.
Ντάξει το ΄ξερε πια πως είχε φάει γερό κόλλημα με την πάρτη του. Έκανε και ψυχανάλυση μήπως και μετριαστεί εντός της αυτός ο χαοτικός συναισθηματικός σωρός. Αρχίδια. Έχετε, λέει, ανάγκη ν' αποτινάξετε το πατρικό πρότυπο που όλα αυτά τα χρόνια της νιότης σας επεσκίασε τη ζωή σας, γι' αυτό και τώρα ελκύεστε από άτομα της άλλης όχθης. Και τι σκατά είναι αυτή η άλλη όχθη; Απάντηση δεν πήρε. Πήρε όμως το μηχανάκι της και κατευθύνθηκε και 'κείνο το πρωινό της Τετάρτης στο καφενείο. Θα ήταν εκεί. Σίγουρα. Πάντα ήταν εκεί. Αν ήταν τυχερή θα τον πετύχαινε στο σημείο του ρητορικού του οίστρου. [...]
Eκείνη, τον πλησίασε. Κόλλησε τα κόκκινα χείλη της στο αυτί του.
Εγώ είμαι από ΄κείνες που δεν αγαπούν καμία φορά στη ζωή τους πραγματικά. Σήμερα όμως θέλω να ξεκουράσω τη γλώσσα μου πάνω στη δική σου. Να γείρω το κεφάλι μου στον ώμο σου, καθώς θα σημειώνονται θανατηφόρες εκρήξεις ανάμεσα στα πόδια μου. Θέλω να μου σφίξεις το χέρι μέχρι να μυρμηγκιάσει, καθώς το ραδιόφωνο θα παίζει Στελλάκη Περπινιάδη. Να με πας μέχρι το κρεβάτι μου και να με κοιμίσεις, ψιθυρίζοντάς μου με την μπάσα καυλερή σου φωνή τη λίστα της λαϊκής. Δεν έχω αποφασίσει αν θέλω να με γαμήσεις, αλλά σίγουρα λαχταρώ να με κοιτάς ίσα μες στα μάτια, την ώρα που τα δάχτυλά μου θα 'ναι μέσα μου. Έλα να ζήσουμε μια 24ωρη πορνογραφική νουβέλα, έκφυλε πλάνητα των ονειρώξεών μου!
Εκείνος, άναψε ένα σέρτικο απ' τα δικά της και κάρφωσε το βλέμμα του στη φωτογραφία του Πλαστήρα στον απέναντι τοίχο. Μετά από 3ώρες σιωπής, εκείνη τη βροχερή Τετάρτη, τη φίλησε. Και σαν οι γλώσσες τους ν' αυτονομήθηκαν συνεχίζοντας αεικίνητες στο κολασμένο χάος του διηνεκούς.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι ο μυώδης, ο σβάρτσος, που όμως είναι και λίγο ούγκανος, εκ του χαμάλης και του μούσκουλο (<ιταλικό muscolo < λατινικό musculus).
Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Μπουντουσουμού).
Got a better definition? Add it!
Ο αρραβωνιαστικός, ο μνηστήρας στα καλιαρντά, πιθανόν εκ του ιταλικού fidanzato.
Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι. (Παράδειγμα Αἴαντος).
Got a better definition? Add it!
Η κλοπή ή το κλοπιμαίο στα καλιαρντά εκ της λέξης της ρομανί čor = κλέφτης. Βλ. και τσουρνεύω, τζουρνεύω, τσουρνοκαρότεκνο. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το εξειδικεύει κάμποσο στα Καλιαρντά (Αθήνα, 1971), λέγοντας πως μπορεί να αναφέρεται ειδικότερα στην "κλοπή πορτοφολιού παιδεραστού κατά τη διάρκεια της συνουσίας από τον φίλο του κιναίδου, που είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι". Είναι να μη σου τύχει.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ του τουρλώνω και του λιγούρα. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) σημαίνει τον πρωκτό, ενώ τουρλολιγούρης είναι ο κολομπαράς.
Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως! (Μπουντουσουμού).
Βρίσκω πάντως στο Διαδίκτυο κι ένα παράδειγμα που δηλώνει μάλλον κατάσταση ή ψυχική διάθεση, χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι εννοείται, μάλλον κάτι ή σαν κατάσταση κώλος, ή σαν διάθεση πρεμούρας, όπως όταν σε πιάνει λιγούρα για τουρλοκώλη/α, ή αντιστρόφως μια κωλοκαψίδα, αλλά σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).
- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.
- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω
τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν:
- Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ
μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς
περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)
- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η αποτρίχωση, εκ των τζάζω (< džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω στη ρομανί) και προβιά.
Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή; - Ἄς τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!
Τουτέστιν:
- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή; - Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα. (Παράδειγμα του τιτανοτεράστιου Αἴαντος αποκατέ).
Got a better definition? Add it!