Ο παρλαμούρας / η παρλαμούρα = ο παρλαπίπας.
Κοίτα ρε ένα παρλαμούρα, γλώσσα δεν βάζει μέσα!
Ο παρλαμούρας / η παρλαμούρα = ο παρλαπίπας.
Κοίτα ρε ένα παρλαμούρα, γλώσσα δεν βάζει μέσα!
Got a better definition? Add it!
Τα διάφορα μη κατονομαζόμενα στη ροή του λόγου πράγματα, τα "από 'δω-από 'κει", τα λοιπά, τα κουλουπού-κουλουπού. Επίσης, τα μασάλια, τα περιττά λόγια, αυτά που ίσως και θα έπρεπε να παραλείπονται. Από το "σού 'πα-μού 'πες", με την επιρροή ίσως της λέξης "σούπα".
Got a better definition? Add it!
Πάω με κάποιον/α σημαίνει συνουσιάζομαι, κάνω σεξ μαζί του/της. Ελλειπτικό στη διατύπωση (ολόκληρο θα ήταν κάτι σαν "πήγε μαζί του/της στο κρεβάτι να κάνει σεξ"), κλασικό και σχετικά άχρωμο ως προς τη φόρτιση, ούτε επίσημο, ούτε ιδιαίτερα σλανγκιάρικο.
Ότι έχει πάει με 4000 γυναίκες δήλωσε ο Γιάννης Σπαλιάρας.
Got a better definition? Add it!
Κυρίως χρησιμοποιείται εντός του σχήματος γνωστού αγνώστου ως τα σκατώνω, το οποίο σημαίνει ότι αποτυγχάνω εντελώς σε μία κατάσταση και την κάνω κυριολεκτικά σκατάσταση, δηλαδή μια κατάσταση σκατά, κώλος, θάλασσα, μπουρδέλο. Μπορεί δηλώνει μια αίσθηση ολικής αποτυχίας, όταν κάποιος λ.χ. αποτυγχάνει σαν γονιός, σαν σύζυγος, σαν σχέση, σαν πολιτικός, σαν εκπρόσωπος μιας ιδέας κ.τ.ό.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με έναν πιο ενεργητικό τρόπο, όταν ρίχνω σκατό, λεκτικό σκατό εννοείται, σε κάποιον. Βασικά, όταν α) τον βρίζω βάναυσα, κάτι σαν ένα σκατοψύχι αλλά σε ζωντανό ένα πράμα, ή β) τον λασπολογώ, συκοφαντώ, ή γ) τον επιπλήττω, ξεχέζω.
Παράγωγα: ανασκατώνω, ξεσκατώνω
Got a better definition? Add it!
Εκτός των αναφερθέντων, παίζουν και τα:
Α. Περιπαίζω, κοροϊδεύω, επεξεργάζομαι, δουλεύω κάποιον, (όπως σχολιάζει κι ο Χαλικού στο Βρασταμάνικο, δολοφονικό, παίζω).
Απ' το candianews (Χαλικού δικό σου):
Και δεν αναγουλιά κιανείς το βύζαχτρο να φτύξει,
και σ’ όσους σασε παίζουνε τα ντόδια ντου να τρίξει.
Ελπίζω, όμως, πως εδά που τουτονέ δα δείτε,
πως δα ανεχετζώσετε και δα ξεσηκωθείτε.
Και δα φωνιάξετε μαζί με μάνητα ως τα μπούνια:
Πάψτε να μασε παίζετε! Δεν είμαστε μαϊμούνια!!!
♪♫ Η ζήλεια είναι μια κατηφόρα
μ’ εσένα όμως είναι γκρεμός,
όταν με παίζεις αρχίζει η μπόρα
όταν μου λείπεις, κατακλυσμός ♪♫
Β. Παίζω μπουνιές, ξύλο, κλπ.
Γ.
α) Προβάλλω, δείχνω (πχ στην TV). β) Προβάλλομαι, με δείχνει η TV, το σινεμά, το βίντεο, ακούγομαι στο ραδιόφωνο. Γενικώς, στα μήδεια όσα.
Γκάφα από την ΕΡΤ: Έπαιξε είδηση από το… Κουλούρι! Δεν έχει προηγούμενο η γκάφα της ΕΡΤ! Παρουσίασε ως είδηση μια ανάρτηση γνωστής σατιρικής ιστοσελίδας με τίτλο: «Συνελήφθη σπείρα που έκοβε στη μέση χαρτί κουζίνας και το πωλούσε ως χαρτί υγείας». ΕΔΩ
Με έπαιξε η ΕΡΤ ή να πάω να παίξω για το μαύρο στη νεριτ; #ertopen ΕΔΩ
Δ. Μου τυχαίνει.
Ο εκλέκτορας των Σέρβων (και φυσικά προπονητής του Παναθηναϊκού) είχε παράπονα: "Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στον ημιτελικό μας έπαιξε Ισπανός διαιτητής (σσ: Εμίλιο Πέρεθ)" είπε χαρακτηριστικά ο Σάλε ο οποίος είδε την ομάδα να χάνει με τρεις πόντους διαφορά από την Λιθουανία. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Είναι το ίδιο λιμά των δύο παλιότερων ορισμών, αλλά το βρίσκω να γράφεται επίμονα με όμικρον γιώτα, δεν ξέρω γιατί, μπορεί πχ να είναι ακούσιος ανορθογραφισμός.
Είπα να μην το βάλω ως καινούργιο λήμμα, γιατί κατά τα άλλα σημαίνει ότι και το λιμά, δηλ. τα υπόλοιπα, τα ρετάλια, τα αδύναμα, τα τριτοτέταρτα. Χρησιμοποιείται αρκετά στα οπαδικά.
λιμά - Τα άχρηστα και μη πειστικά λόγια, οι άχρηστες και χωρίς αξία πράξεις και χειρονομίες. Κυριολεκτικά είναι τα άχρηστα χαρτιά στο παιχνίδι της πρέφας {και του πόκερ} {προφορική λαϊκή παράδοση}. Δεν έχω κόζια για να σε χτυπήσω, μου πέσαν τα λιμά = Δεν έχω επιχειρήματα για να σε αντιμετωπίσω λόγω της αντικειμενικής τωρινής συγκυρίας. Μας έπιασε με τα λιμά = Τα επιχειρήματά του δεν είναι πειστικά. (αντίθετο: κόζια) rebetiko.sealabs.net
ο εθνικος και τα αλλα λοιμα σωματεια που εχουν 200 οπαδους δεν επρεπε καν να ηταν 1η κατηγορια για αυτονοητους λογους ΕΔΩ
Μακάρι να τα καταφέρω να σας βλεπω με Θερμαϊκό, Οδυσσέα Κορδελιού, Δόξα Κρανούλας, Τηλυκράτη κ άλλα λοιμά. ΕΔΩ
ME25EURO ο Λιάπης χτίζει βίλα. Τα λοιμά με κρατική επιχορήγηση ΕΔΩ
Ακόμη λόγο του εκλογικού νόμου την πλήρωσαν κυρίως βουλευτές της επαρχίας και όχι τα δοκ άρια της Αθήνας και της διαπλοκής και οι εκλεκτοί των ΜΜΕ. Την πλήρωσαν τα "λοιμά" και η "ψιλαδούρα" που ήταν ... χωρίς κυβερνητική θητεία και αντικειμενικά έφταιγαν λιγότερο από όλους! ΕΔΩ
-τοσα καταλαβαινεις ή θελεις να καταλαβεις. Αλλα μην φας, εχουμε #mnimonio3
-Το κακο για τα κομματοσκυλα ολων των χρωματων ειναι οτι καταλαβαινω και εγω και οι υπολοιποι. Τα λοιμα στο χρονοντουλαπο ΕΔΩ
το κατεχεις το θεμα ... στην ενορια μου ζηταν παιδι που θα περιφερει μετα το κηρυγμα τον δισκο ... """με τους μπακλαβαδες.""""... ξερεις για την αγιογραφηση του ναου και τα λοιμά ... Εισαι ;; ΘΑ ΣΟΥΧΩ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ.. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Μου έρχεται η διάθεση και συμπεριφέρομαι ανόητα, και κάνω πράγματα που σε κανονικές συνθήκες θα θεωρούσα ασόβαρα ή και ανάρμοστα. Κανονικά δεν είμαι έτσι, ξες, απλά κάτι παίχτηκε, κάποια περίεργη συναστρία ρε παιδί, και θέλω να κάνω καραγκιοζιλίκια ή να πετάω κρυάδες χωρίς να μπορώ να σταματήσω και χωρίς να δίνω λογαριασμό και σε κανέναν. Ξες... γιατι κανονικά, είμαι πολύ-πολύ σοβαρός άνθρωπος.
Συνώνυμα: με πιάνει η μαλακία, κουτουρντίζω, παρανοώ, συνήθως λέγεται για καταστάσεις γέλιου και χαβαλέ. Η σύνταξη θυμίζει τα με πιάνει βήχας / λόξιγκας / νευρικό γέλιο (όλα τους αθέλητα!), αλλά δέον να σημειωθεί ότι -παρά τη στάνταρ έκθλιψη στον προφορικό λόγο, με πιάν' η βλακεία- εδώ έχουμε οριστικό άρθρο: ή βλακεία, όχι οποιαδήποτε βλακεία -αν και συχνά λέγεται και με πιάνει μιά βλακεία για έμφαση, με το μια τονισμένο.
Μετά το "Hesame mucho" του μπαμπά μας, πέταξε ατάκα και η μαμά (εγώ δηλαδή): "Πώς λέγεται η πάνα που έχει πάνω χαρακτήρες του Sesame street? Hesame street!!!!" (Ναι, μας έχει πιάσει η βλακεία μας.)
από ιστολόι
χωρις να σκεφτεσαι, πως να καθησεις, τι θα πεις, πως θα το πεις, αν θα κλαψεις αν θα γελασεις, αν θα σε βλεπει τις ωρες που θα σε πιανει η βλακεια κ θα λες χαζομαρες ή οταν θα σερνεσαι στο πατωμα.
από το ζου τζι αρ
Τους έπιασε η βλακεία όταν μπήκα (ήδη άκουγα τα γέλια πριν χτυπήσω το κουδούνι) και άλλαζαν τα ονόματα εκείνη την στιγμή, ενώ ξεκίνησαν να λένε τα κανονικά τους.
από το μπουρδέλα κομ
- Τι ακραία μουσική ακούτε τώρα;
- Δε ξερω, ειμαι εδω με ενα φιλο και μας εχει πιασει η βλακεια και ακουμε Κατη ολη μερα
από φόρουμ
Έτυχε μια φορά στα σαράντα ενός συγγενικού προσώπου να ακούσω μια θεια μου να κλαίει και έπεσα κάτω από τα γέλια. Επίσης στο τέλος μιας πολύ κουραστικής ημέρας αν είμαι με κανένα συνάδελφο ή κανένα φίλο με πιάνει η μαλακία και αρχίζει το σπαστικό γέλιο με το παραμικρό και δεν τελειώνει με τίποτα, λες και έχω καπνίσει φούντα.
από φόρουμ
Συχνή η κρίση βλακείας στους έλληνες, θεμελιακό συστατικό του χιούμορ των οποίων φαίνεται να είναι ακριβώς η σάχλα, η εγνωσμένη κι εσκεμμένη ανοστιά ή και χοντράδα, και συχνά το ψυχαναγκαστικό λογοπαίγνιο επιπέδου αθλητικογραφίας / φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης / γυράδικων της Θεσσαλονίκης... Με άλλα λόγια, αυτά που απαρτίζουν τη λεγόμενη σεφερλίτιδα (εξού και άξιος ο Μάρκος). Όχι βέβαια ότι το ελληνικό χιούμορ δεν έχει και άλλα βασικά συστατικά -άλλη κουβέντα αυτό.
Got a better definition? Add it!
Ατάκα "χρυσός" μεταξύ Μπραχαμιωτών και λοιπών υψηλών προσωπικοτήτων, χρησιμοποιείται είτε ως χαιρετισμός, είτε ως έκφραση σεβασμού μετά από μεγάλη ξήγα.
Προέρχεται, για τους μη μυημένους, από την κλασική ατάκα my nigger ή mah nigga, ελληνιστί, που χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους αφρο-αμερικάνους της Ανατολικής και Δυτικής Όχθης.
Στο τηλέφωνο:
-Πού'σαι δικέ μου νέγρε;
-Πού'σαι μωρή;
-Εγώ εδώ μωρέ Μπραχάμι και ξερό ψωμί.
-Πω ρε μαλάκες δεν κατεβαίνω δεν παίζει σάλιο.
-Άραξε ρε μαλάκα κερνάω εγώ.
-Δικέ μου νέγρε!
Got a better definition? Add it!
Το σύνδρομο του ξερωγού. Χρησιμοποιείται κατά την ανάκυψη εγκεφαλικών βραχυκυκλωμάτων σε μία αφήγηση. Δε φέρει πλέον σημασία και λειτουργεί ως στολίδι του προφορικού λόγου για να μη λήγει ξερά κι αδιάφορα το εκφώνημα. Αντικαθιστά το πάλαι ποτέ ημι-λόγιο "φερ'ειπείν" (=μιας που το'φερε η κουβέντα) ή το παλαιομαγκίτικο "να'ούμ'".Αν και αυτά είχανε πιο πολύ κυριολεκτικά την έννοια του "παρεπιπτώντος" και οριστικοποιούσαν τα λεγόμενα, το "ξέρω 'γω" αν και θα μπορούσε να δηλώνει "με βάση αυτά που ξέρω εγώ" με την αναστροφή Υ - Ρ για έμφαση, παραπέμπει παρόλα αυτά σε αμηχανία, ασχετίλα, ενδεχόμενη και πολύ πιθανή ανατροπή των λεγομένων μου, έλλειψη αυτοπεποίθησης που προ(σ)καλεί για ανατροπή έστω κι αν είναι έγκυρα - έτσι για να ψαρώνουμε - και μορφολογικό clopyright από την εμφατική ερώτηση "ξέρω 'γω;". Καθίσταται μοναδική έκφραση νίλα που κινείται έντονα και κοντά στα εξωγλωσσικά δεδομένα (όπως πού - χού η αντίδραση με "Εεεεεε" όταν στακάρει το μυαλό και χάνει τον ειρμό του) και έχει μορφή (ψευδο)ερώτησης. Οι εμφατικές συντάξεις λόγω ύφους δύσκολα νιλοποιούνται, άρα η μορφή αυτή ως ερώτηση - κολιτσίδα ξεκίνησε ως χαριτωμενιά. Είναι αδελφή έκφραση της δεγκζερωγωτί με τη μορφή "και δεγκζερωγωτί" στο τέλος. Επίσης μπορεί να αντικαταστήσει την έκφραση "και τα λοιπά" του γραπτού λόγου που υπονοεί πως υπάρχουνε περισσότερα απ'όσα ξέρουμε, απλά εμείς αυτά εκθέτουμε χωρίς να αποκλείουμε τα άλλα έστω κι αν δεν τα αναφέρουμε. Πάντως, όσο πιο αγχωτική είναι η κατάσταση - επικοινωνιακή περίσταση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμηχανία (πούχού μιλάω κι έχω όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου κι ανθρώπους να κρέμονται απ'τα χείλη μου) , το βραχυκύκλωμα και οι πιθανότητες να εμφανιστεί αυτή η πορδή της αλουπούς.
Σκηνικό - Σχολική τάξη.
Ι:[...] Ε, και τώρα με τους μετανάστες υπάρχουνε προβλήματα, ξέρω 'γω... Να, σήμερα το πρωί που ερχόμουνα σχολείο με σταμάτησε μια κοπελιά με μωρό στην αγκαλιά και μου ζήτησε να της πάρω κάτι να φάει το παιδί, ξέρω 'γω. Κι εντάξει... Θα της δώσεις, ξέρω 'γω κι αυτηνής να πάρει κάτι, αλλά έχουμε άλλους τόσους δικούς μας έξω που δεν έχουνε να φάνε ένα πιάτο φαΐ... Δεν το καταλαβαίνω αυτό με την ξενολαγνεία. Μόνο για τους πρόσφυγες και δεγκζερωγωτί άλλο πρέπει να πονάμε, να λυπόμαστε και να βοηθάμε, ξέρω 'γω;
Ν + Κ: (ψιθυριστά) έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα.
Κ: Πόσα μέτρησες;
Ν: Δεκατέσσερα όσα κι εσύ, αφού μαζί μετράγαμε.
Κ: Βάλε και δύο στην αρχή που δεν πρόλαβες στο "Κατά τη γνώση μου οι καιροί είναι δύσκολοι, κι όλοι πρέπει να βοηθάμε, ξέρω 'γω, αλλά πρέπει αυτό να μη μας εμποδίζει να σκεφτόμαστε καθαρά και να προσπαθούμε να οργανωθούμε καλύτερα σα κοινωνία, ξέρω 'γω", κάπως έτσι που έλεγε αυτή, δεκάξι.
Ν: Πω, ρε μας κούφανε πάλι, χιχι! Μα καλά, επίτηδες το κάνει; Έχει κολλήσει η βελόνα! Την επόμενη φορά, πάμε στοίχημα ότι θα μετρήσω περισσότερα;
Κ: Ναι, άμα το θυμηθείς... Αφού πάντα σε προλαβαίνω!
Καθηγήτρια: Τί λέτε εσείς εκεί! Για σταματήστε αμέσως! Μόνο εσείς ακούγεστε! Μπλα, μπλα, μπλα...(συνέχιση ομιλίας μετά την παρατήρηση)
Ν + Κ:(ψιθυριστά) Ναι, σίγουρα, ξέρω 'γω...χαχαχα!
Ν: Πρόσεχε ρε μαλάκα μην κολλήσουμε κι εμείς... Είναι κολλητικό!
Κ: Ναι, ναι! Κι αυτό που το κοροϊδεύουμε, το λουστούμε!
Got a better definition? Add it!
Ἡ ἔκφραση σημαίνει ὅτι τρεῖς μοιράζονται κάτι. Συνήθως ἀναφέρεται σὲ περίεργες ἤ ἁμαρτωλὲς καταστάσεις, τρίγωνα καὶ τὰ τοιαῦτα,
Γύρω γύρω τρεις στο γύρο αμαρτήσαμε, γύρω γύρω δυο για σένα την πατήσαμε
Στίχοι ἀπὸ τὸ τραγοῦδι Γύρω-γύρω
ἀλλὰ ὄχι πάντα.
- Δὲ μοῡ λὲς, τὴ βάρκα τὴν ἔχετε τρεῖς στὸ γῦρο; - Τὶ νὰ κάνω, ἀφοῦ δὲν εῖχα λεφτὰ νὰ τὴν πάρω μοναχὸς μου.
Ἡ ἔκφραση εἶναι αρκετὰ παλιὰ, τὴ θυμᾶμαι ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ '50. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πιὸ παλιὰ (τὸ πιὸ πιθανό).
Πάντως τὸ 1978 ὑπῆρχε ὁμώνυμη τηλεοπτικὴ σειρὰ στὴν ΥΕΝΕΔ.
σλανγκασίστ: στη γύρα (ὁρισμὸς titsunited/σχόλιο xalikoutis)
Got a better definition? Add it!