Further tags

Η μαντάμ, η τσατσά σε μπουρδέλο με σλανγκική αύξηση. Αν προαχθεί με το σπαθί της, λέγεται και μαντάμα σπαθί, κατά Γκάτσμαν.

Της μικρής η μαντάμα Ρόζα της έχει σγουρύνει τα μαλλιά και της έχει βάψει τα νύχια των χεριών και των ποδιών για να φαίνεται σαν ώριμο φρούτο, αλλά το μελένιο δέρμα της φαίνεται ταλαιπωρημένο. «Τα μικρά της στήθη έμοιαζαν με αγοριού, αλλά φαίνονται να ωθούνται προς τα έξω από μια μυστική ενέργεια, έτοιμα να σκάσουν». Είναι μουσκεμένη με έναν φωσφορίζοντα ιδρώτα παρά τον ανεμιστήρα που λειτουργεί στο φουλ. Ο γερο-δημοσιογράφος σκέφτεται: ένα ταυράκι για την ταυρομαχία... Θα τον κατανικήσει όμως όχι το πάθος του έρωτα αλλά ο πόθος της αγάπης. Σιγά σιγά ο 90χρονος θα αρχίσει να δένεται με τη 14χρονη παρθένα.

Από το αρρωστούργημα- ύμνο στην πουτανοκαψούρα «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσατσά σε μπουρδέλο, σύμφωνα με κλασικότατη γαλλιά.

  1. Από βλόγιον:

- Εσείς μαντάμ, τι προσφέρετε στο «σπίτι» σας;
- Γιατί, ρε μάγκα, στ’ άλλα μπουρδέλα σού προσφέρουν και μπακλαβά (σ.ς.: back-love-ass) και ρωτάς; Τα καλύτερα κορίτσια της πιάτσας έχουμε!
- Εκτός απ’ τα συνηθισμένα κάνετε και τίποτ’ άλλο;
- Α, κάνα μπινελίκι ν’ ανάψουν τα αίματα, καμιά λωρίδα να σφίξουν οι κώλοι, τέτοια πράγματα! Βρε άντε πάγαινε από δω να μη σε βλέπω, που όποια διαστροφή σάς καπνίσει θέλετε να τη βγάλετε στις πουτάνες! Να πάτε στις γυναίκες σας, ρε μασκαράδες, να τα κάνετε αυτά! Αλλά ξέχασα! Είναι Παναγίες οι γυναίκες σας! Είναι οι μάνες των παιδιών σας! Έννοιας σας, ρε κερατάδες, και θα 'ρθει η μέρα που θα γαμήσουν εσάς οι «παρθένες» σας και τότε θα ψάχνετε να βρείτε αρχίδια! Έννοιας σας ρε κερατάδες …

  1. Πιανίστας σε μπουρδέλο:

Ο Στρατηγός Σκραπίδας (με Σ κεφαλαίο παρακαλώ) ήταν από τους παλαίμαχους του Ελ Αλαμέιν. Γύρισε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο με εφτά μετάλλια, ένα αυτί κουφό και την κρυφή λαχτάρα για μαύρες γυναίκες. [...] Ίσως να έφταιγε το θραύσμα της οβίδας που παρέμενε μέσα στο κεφάλι του, μετά από εκείνη την ενέδρα βαθειά μέσα στη Σαχάρα, που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή. Ίσως να έφταιγε και η γεροντική άνοια. Την πρώτη, και μοναδική, φορά που ανταμώσανε ήταν στο μπουρδέλο της μαντάμ Φλώρας. Ο Ιάκωβος τελείωνε τη «Σονάτα υπό το σεληνόφως», όταν η πόρτα της κάμαρας βρόντηξε ανοιχτή. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Στρατηγός Σκραπίδας. Ήταν αχτένιστος, το παντελόνι του ήταν ξεκούμπωτο και του τρέχαν τα σάλια από την αριστερή γωνία του στόματός του. Φαινόταν, πραγματικά, σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό.

Μαντάμ Μέρκελ. (από Khan, 19/05/12)(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτοπαικτικός (αφορά την πόκα, αλλά λέγεται και στην πρέφα) όρος που αναφέρεται:

α) στο αρχικό ποσό που πρέπει να αγοράσει σε μάρκες ο παίκτης για να μπει στο παιχνίδι (πόκα)
β) στο ποσό που του ζητείται να βάλλει στο τραπέζι αν μπει κατά την διάρκεια ενός παιχνιδιού (πόκα)
γ) στο συνολικό ποσό που μαζεύεται, και αντιστοιχεί σε μάρκες πάνω στο τραπέζι. Ενίοτε αναφέρεται και το μέρος που είναι μαζεμένα τα φράγκα, π.χ. το άδειο κουτί που ήταν οι μάρκες, ή κάποιο συρτάρι, ή το σακάκι του ιδιοκτήτη της λέσχης... (πόκα)

Επίσης υπάρχει και ο όρος «κάνω κάβα», που αναφέρεται στον παίχτη που:

α) όλο το βράδυ έχει υπ' ευθύνη του την κάβα (δίνει μάρκες για λεφτά) και που στο τέλος της βραδιάς αναλαμβάνει να εξαργυρώσει τις μάρκες με χρήματα (πόκα)
β) καλείται να κερδίσει τις χαρτωσιές που δήλωσε μετά την αγορά (πρέφα).

Ο όρος «κάβα», προέρχεται από τα ιταλικά, όπου «cava» σημαίνει σπηλιά (και κουφάλα). Και χρησιμοποιείται για να υποδείξει μεγάλη ποσότητα σαν έκφραση, δηλαδή «μια σπηλιά χρήματα» (una cava di denari). Με τον καιρό έμεινε μόνο η λέξη «κάβα», για να υπονοεί τα πολλά χρήματα που μαζεύονται και παίζονται στο τραπέζι.

  1. - Καλησπέρα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι...
    - Πολλά λες, ξεκινάμε;
    - Άντε, τα ίδια με χθες;
    - Μέρες που 'ναι, λέω να ανεβάσουμε την κάβα. Εκατό για ξεκίνημα, και μίνιμουμ μετά ένα τριαντάρι. Αντίρρηση κανείς;
    - Μέσα, αλλά για να μην το γαμήσουμε, ας βάλουμε όριο. Πρώτο ποντάρισμα ένα ευρώ, δεύτερο 2 ευρώ, και μετά όποιος θέλει ας τουφεκά...
    - (ομοφωνία) Καλώς!!!!

  2. - Βλέπω ότι είστε τέσσερις. Να μπω κι εγώ;
    - Τέσσερις είμαστε, αλλά πρέπει να δείξεις φως, και αρκετό!!
    - Γιατί, το παραγαμήσατε πάλι; - Κοίταξε, για να μπεις τώρα, πρέπει να βάλεις κοντά στα τετρακόσια. Στο τραπέζι, όπως τα έχω υπολογίσει, χοντρικά παίζουν 1200 ευρώ. - Να μου λείπει το βύσσινο...
    - Ας ερχόσουν από την αρχή, που ήταν η κάβα εκατό. Τώρα, είναι τετρακόσια. Ή περίμενε, αν έχουν όρεξη, να πάμε για ντεκαβάζ.
    - Φωνάξτε, αλλά πριν τις τρεις.

  3. - Πόσα βάζω;
    - Πενήντα ευρουδάκια.
    - Πού είναι η κάβα;
    - Στην κουζίνα.
    - Πάλι μέσα στο κουτί με τα μπισκότα έβαλες τα λεφτά. Αμάν αυτές οι προλήψεις!!!!
    - Κοίτα ποιος μιλάει! Αυτός που βάζει ζιβάγκο όταν χαρτοπαίζει, ενώ έχει φύγει από τη μόδα τριάντα χρόνια τώρα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς. Λέγεται και χοντρό(ς), σε αντιδιαστολή με τον ψιλοκομμένο, γνωστό και ως ψιλό ή, σε μερικά μαγαζιά, απλώς και ως σούπα. Η άποψη ότι οι μάγκες τρώνε ντουζλαμά και οι αρχάριοι σούπα είναι αβάσιμη.

Μεταφορικά, η λέξη ντουζλαμάς λέγεται και για ο,τιδήποτε χοντροκομμένο ως μη έδει, με ειρωνεία.

Αναφέρεται και ως τουζλαμάς, με τ-, αλλά είναι πιο σπάνιο.

Είναι τούρκικη λέξη, tuzlama. Τuzlama είναι και η σούπα πατσάς αλλά στα τούρκικα αυτή είναι δευτερεύουσα σημασία. Κατά βάση σημαίνει αλατισμένος, παστός από το ρήμα tuzlamak = παστώνω. Τuzla είναι η αλυκή. Τούζλα λέγεται κι ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης αλλά και η γνωστή πόλη της Βοσνίας όπου υπήρχαν μεγάλα ορυχεία αλατιού. Η σύνδεση ανάμεσα στο αλάτι και στον πατσά δεν είναι προφανής, τουλάχιστον σε μένα.

Αν και πατσές στα ελληνικά λέγονται οι κοιλιές, στα τούρκικα paça είναι το πόδι του ζώου, το κάτω μέρος του ποδιού. Η κοιλιά, το στομάχι στα τούρκικα είναι işkembe - εξ ου και σκεμπές - και ο πατσάς που τρώμε λέγεται işkembe çorbası, δηλαδή σούπα από κοιλιά. Το γεγονός ότι μια λέξη που στα τούρκικα σημαίνει πόδι στα ελληνικά έφτασε να σημαίνει κοιλιά είναι μια παρανόηση που την αιτία της πρέπει να την αναζητήσουμε στο μπέρδεμα που συμβαίνει στο καζάνι του πατσά.

Γιατί, ακριβώς, ο καλός πατσάς τα θέλει και τα δυο - τα ποδαράκια ν' αφήνουν το ζελέ τους και το κρέας τους να ξεκολλάει απ' το κόκαλο σχεδόν λιωμένο και τους σκεμπέδες να δίνουνε τη νοστιμιά... τα διάφορα κομμάτια του σκεμπέ, τόπι, νταμάρι, σβηστήρι και, κυρίως, το σκουρόχρωμο σαρδένι που είναι το γευστικότερο και το πιο βαρύ. Εννοείται, βέβαια, ότι ο πατσάς πρέπει να κόβεται επί τόπου και κατά παραγγελία. Πατσατζίδικο που έχει τον πατσά κομμένο εκ των προτέρων, μακριά.

Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, τα καρυκεύματα του πατσά είναι πρωτίστως το κόκκινο (ζουμί και λίπος από το καζάνι μαζί με λίγο ξύδι και γλυκιά πάπρικα), το σκορδοστούμπι (ψιλοκομμένο σκόρδο μέσα σε πολύ ξύδι για να κόβει το λίπος) και το μπούκοβο (τριμμένη ξερή πιπεριά, κόκκινη καυτερή). Αλλά είναι απολύτως ΟΚ και καθόλου φλώρικο να προτιμάει κανείς τον πατσά άσπρο, με λεμόνι και αλατοπίπερο.

Στην Ελλάδα, η κουλτούρα του πατσά είναι βόρειο πράμα - και δη Σαλονικιό, αν και υπάρχουν σοβαρά, παραδοσιακά πατσατζίδικα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ειδικά της Δυτικής. Και τη λέξη ντουζλαμάς παλιότερα μόνον επάνω την καταλάβαιναν. Ασφαλώς και στη Θεσσαλονίκη τώρα ο πατσάς είναι συνδεδεμένος με το ξενύχτι και το ποτό, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Για πρωινό έτρωγαν πατσά, πριν πιάσουν δουλειά, οι λιμενεργάτες και, τα καθώς πρέπει, ας πούμε, πατσατζίδικα της Εγνατίας -ο Λευτέρης και ο Ηλίας, κατά πρώτο λόγο- ήταν πρόσφορα για φτηνές οικογενειακές εξόδους τα βράδια του χειμώνα.

Για την γεωγραφία του πατσά στη Θεσσαλονίκη δείτε εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο-οδηγό της Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη. Και αξίζει να διαβάστε εδώ το σύντομο πεζογράφημα «Ο Ντουζλαμάς» του Γιώργου Γκόζη. Για όποιον θέλει να φτιάξει πατσά στο σπίτι, εδώ έχει μια καλή συνταγή και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Ποδαράκια και σκεμπέδες στη Θεσσαλονίκη πουλάνε δυο-τρία ειδικά χασάπικα που έχουν απομείνει στο Καπάνι.

Ευχαριστώ τον Χότζα που μου τα θύμισε όλα αυτά με το σχόλιο που έκανε εδώ. Το λήμμα, πάντως, είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον Άλλο, από τον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών, που την είχε αναφέρει τη λέξη ντουζλαμάς εδώ αλλά δεν την είχα προσέξει τότε.

  1. Το λοιπόν, εμένα θα μου φέρεις έναν ντουζλαμά, με κόκκινο, και πες του να βάλει και λίγο σαρδένι παραπάνω... για το φίλο μου εδώ θα φέρεις μια σουτζουκάκια σμυρνέικα με πιλάφι ... ναι, για την Έκθεση ήρθε, από κάτω... δε θέλει πατσά...

  2. Καλά, ρε αγόρι μου... ψιλοκομμένο είπαμε το κρεμμυδάκι... ντουζλαμά το 'κανες.

Περί ορέξεως ...πατσάς! (από allivegp, 20/12/09)ΑΜΑΝ. Στο 2:22 και μετά. (από patsis, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως, ελπίζω, έχετε ακούσει οι περισσότεροι, η λέξη τσακμάκι χρησιμοποιείται ευρέως. Επίσης όπως ελπίζω, τη χρησιμοποιείτε και εσείς οι ίδιοι και για χρηστικούς σκοπούς πέρα από το να ακούσετε τους γαμάτους διφθόγγους που περιέχει.

Τσακμάκι λοιπόν αποκαλείται ο αναπτήρας με μια «οθωμανική εσάνς» μιας και προέρχεται από το τούρκικο çakmak που χρησιμοποιείται για την πέτρα που αν πάρεις δύο ίδιες, ή μια μεγάλη και την σπάσεις, και τις χτυπήσεις μεταξύ τους, θα βγάλουν σπίθες. Αφού έγινα ρεζίλι προσπαθώντας να μην χρησιμοποιήσω την, τουρκικής προέλευσης, λέξη τσακμακόπετρα, θα αναφέρω και την «άλλη πλευρά», αυτή των ελληναράδων λέγοντας πως υπάρχει περίπτωση η λέξη να προέρχεται και από το ελληνικό(τατο) διακναίω που σημαίνει ξύνω ή τρίβω, για την ενέργεια πάνω στις... τσακμακόπετρες, λύσσα κακιά...

Αλλά ταυτοχρόνως αποκαλείται και οτιδήποτε ανάβει, ανοίγει, αρπάζει, λειτουργεί με τη μία, δηλαδή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια από μέρος του χρήστη. Το χρησιμοποιούμε για μηχανάκια που ανάβουν χωρίς να πρέπει να έχουμε τις γάμπες του Μπολτ στην μανιβέλα, για κινεζικά προϊόντα πάσης φύσης όταν λειτουργούν (ναι, έχω γνωστό με μαγαζί με ηλεκτρικά που πτώχευσε και βγάζω το άχτι μου) και γενικά για αυτό που είπα στην αρχή της παραγράφου.

Επειδή ίσως μπερδευτήκατε, η σλανγκ χρήση της λέξης είναι η τρίτη παράγραφος. Η δεύτερη είναι «ετυμολογία», προϊόν 2 κλικ στο γκουγκλ. Και τα λινκ στο τσακμάκι είναι το άκρον άωτον της ταχύτητας: γράφεις τον ορισμό τόσο γρήγορα που προλαβαίνεις να λινκάρεις το λήμμα.

- Ώπα Νώντα; Καινούριο μασίνι; Με γειες, με γειες!
- Γουστάρεις; Προχτές το κονόμησα! 2 χρόνων, με 500 χλμ μέσα, φρένα ολοκαίνουρια 5 χιλιάρικα μόνο! Τον έκλεψα τον άνθρωπο. Είχε να το βάλει μπρος 2 μήνες μου είπε αλλά με το που έβαλα το πόδι μου στη μανιβέλα άρπαξε αμέσως! Τσακμάκι το εργαλείο σου λέω!
- Σώπα ρε φίλος! Από που το πήρες;
- Τον θυμάσαι τον Τάκη που είχε το συνεργείο στο χωριό;
- Που πηγαίναμε τα παπιά να κατεβάσει τα χιλιόμετρα στα κοντέρ και αντί να τα φτιάχνει γέμιζε ναφθαλίνη το ρεζερβουάρ;
- Ναι ρε, από εκείνον το πήρα, τι το πήρα, το έκλεψα σου λέω!
- Όχι ρε συ, δεν τον έκλεψες τον άνθρωπο. Απλά σου έκανε καλή τιμή επειδή είσαι γνωστός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το γνωστό επιφώνημα χαράς και πανηγυρισμού, είναι και το χαζοχαρούμενο άτομο, που χοροπηδάει με το κάθε τι, λες και η ζωή είναι κάτι το μόνο ευχάριστο.

Λέγεται και για καταστάσεις που και καλά είναι πολύ ανεβαστικές.

  1. - Γνώρισα χθες ένα παστάκι άλλο πράμα, αλλά πολύ γιούπι ρε φίλε, ό,τι και να της λέω γελάει, ξεκαρδίζεται, πηδάει στην αγκαλιά μου, ακόμα κι όταν είμαι σοβαρός θέλει λέει να με κάνει να διασκεδάζω.
    - Εεμ, πού έμπλεξε το κορίτσι με έναν ξινίχλα σαν και σένα...

  2. - Έεεεεεεεελα, πάμε στο πάρτυυυυυυυυυ!
    - Δεν πάω εγώ σε τέτοιες γιούπι φάσεις, ξέχασέ το.

Λ.χ. από Κηλαηδόνη (δεν βρήκα κάτι άλλο) (από Khan, 06/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα απειροελάχιστο αλλά και καλά μαγκιόρικο μηχανάκι, το DAX της Honda, το οποίο ήταν πολύ της μοδός στα τέλη εβδομήνταζ-αρχές ογδόνταζ. Παραδόξως παίζει ακόμα, και υπάρχουν διάφοροι κολλημένοι με δαύτο. Υποθέτω ότι είναι κάτι σαν του κολλημένους με τα ντεσεβό ή τους σκαραβαίους.

- Ρε μαλάκα! Ποιος μου έστειλε μέιλ χθες;;;
- ;;;
- Ο Σίμος! Με βρήκε στο φατσοβιβλίο και μού 'γραψε.
- Ποιος Σίμος;;;
- Ο Σίμος; Από το σχολείο; Με το νταξάκι;
- Αααααααααα! ο Σίμος!

Λέει για πρα πρα! (από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα έκπληξης και αιφνιδιασμού, εμπνευσμένο από τα κόμιξ και τα καρτούν. Συνοδεύεται από θαυμαστικό ή αποσιωπητικά.

Υπερθετικός: Γκντόινγκ!

Ηχομημιτικό. Σα να σου έρχεται κάτι κατακέφαλα. Για την ακρίβεια κάτι μεταλλικό, που θα βγάλει και αυτόν τον ήχο. Ένα τηγάνι, ας πούμε.

Συνώνυμο: το μάτι μου!

Σχετικό (όταν ακούμε μια κοτσάνα): τούβλο

- Κώστα... Σε αγαπώ...
- Γκντόινννννγκ!

Ηχητική υποστήριξη του χαλικούτειου σχολίου (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified