Further tags

Κάποτε δεν υπήρχαν οικιακές συσκευές όπως πχ τα πλυντήρια πιάτων και ρούχων. Ως εκ τούτου χρειαζόντουσαν ανθρώπινα χέρια. Ακόμα κι ένα μικροαστικό σπίτι όπως αυτό του Κάφκα είχε υπηρετικό προσωπικό, ήτοι μια πλύστρα και μια μαγείρισσα οπωσδήποτε. Όσο πιο πλούσιος ήσουν, τόσο πιο πολλά άτομα είχες να σε υπηρετούν.

Όσο πιο παλιά πάμε στον χρόνο, τόσο πιο συνηθισμένο ήταν να αντιμετωπίζονται οι υπηρέτες σαν τα αντικείμενα με τα οποία αντικαταστάθηκαν στις μέρες μας... Ο υπηρέτης όφειλε να υπακούσει λες και του πάταγες το ον/οφ κουμπάκι του. Πολλοί νοικοκυραίοι ήταν καλοί και το υπηρετικό προσωπικό έβρισκε μια καλή δουλειά δίπλα τους. Όταν όμως δεν συνέβαινε αυτό (πράγμα όχι σπάνιο), ο υπηρέτης υφίστατο την κακομεταχείριση και τις προσβολές των κυρίων του.

Τότε ήταν που λογαριάζονταν ως δούλος, ακόμα πιο δούλος από αυτόν των αρχαίων χρόνων (όπου η λέξη δεν είχε τη σημερινή βαρύτητα, ήταν αυτό που ήταν χωρίς την κοινωνική κριτική που φέρει σήμερα).

Οι ελληνίδες κυρίες, αφότου έπαψαν να σκουπίζουν τον κώλο τους με πέτρες και φύλλα, αποφάσισαν ότι είναι ισάξιες των ευρωπαίων οικοδεσποινών, οι οποίες, παρά την αποτρόπαιη σνομπαρία τους, αν μη τι άλλο είχαν και μια παράδοση στην αριστοκρατοσύνη τους και δεν είχαν ανέβει απότομα αυτό το σκαλί (άσε που η αριστοκρατία της Δύσης έδωσε, εκτός από καταπίεση, και μια ώθηση προς το πολιτισμικότερον, ενθαρρύνοντας την τέχνη, το πνεύμα κλπκλπ: μην ξεχνάμε ότι ο γαλλικός Διαφωτισμός τράφηκε στους κόλπους της).

Όταν λοιπόν οι ελληνίδες κυρίες αποφάσισαν ότι είναι ανώτερες των υπηρετών τους, άρχισαν να εμφανίζονται στα ελληνικά οι προσβλητικές λέξεις: «το δουλικό», «το δουλί», «το λαδικό». Λέξεις σε ουδέτερο γένος άρα πιο προσβλητικές (φέρνει πιο πολύ σε αντικείμενο), καίτοι αναφερόμενες πάντα σε γυναίκες, πρώτον γιατί το γυναικείο μένος ξεσπά συνήθως ενάντια στο ίδιο φύλο, δεύτερον γιατί άντρες υπηρέτες δεν υπήρχαν πολλοί.

Εκτός από τους έτσι κι αλλιώς παλαιάς κοπής πλουσιέξ, η σημερινή πλουτοκρατία νέας κοπής, μεταξύ των οποίων και πολλά ψάθινα καπέλα που το παίζουν δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, πνεύμα, τέχνη, κλπκλπ αλλά μεγαλώνουν τα παιδιά τους με Φιλιππινέζες τις οποίες τραβολογούν και στις διακοπές μαζί τους, αυτή η φάρα ελλήνων που δεν πληρώνει το ΙΚΑ στην οικιακή βοηθό, που την έχει δει αριστοκρατία με πισίνες και βιλάρες, που καταξοδεύεται στα κομμωτήρια και στα μπουζούκια και στο θέατρο, που με το που μπαίνει η νέα σεζόν αδειάζει τα ράφια των καταστημάτων ένδυσης, που οδηγεί τσερόκι, που είναι μες την κομπίνα και τη λαμογιά, που που που που που, έχει αναπτύξει νέα καλολογικά επίθετα για το είδος: ξεκινάμε από το μαλακό «παραδουλεύτρα» (πάει εκείνο το παλιό «ψυχοκόρη») και μετά πάμε κατευθείαν στα «δουλάρα», «δούλα», Φιλίππα, «Αλβανό», ξεσκατώστρα, παραπουλεύτρα κλπ.

Οι λέξεις αυτές δεν υποτιμούν απλώς το επάγγελμα και την κοινωνική θέση των γυναικών αυτών, αλλά και τον χαρακτήρα τους σε σχέση με αυτά των κυριών τους πάντα... Έτσι πχ η λέξη «λαδικό» σημαίνει και την πονηρή, την πουτανόψυχη, την δευτεράντζα, την πρόστυχη, κλπ (παρ.4).

Τέλος, τα καλολογικά αυτά επίθετα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από κάποιον που δεν τα εννοεί, αλλά θέλει να δείξει τον τρόπο έκφρασης των νεόπλουτων αυτών οικογενειών (παρ.1)

  1. Κατάλαβες η Αντωνία; Και καλά κουλτούρα να φύγουμε, αλλά να η αμαξάρα, να το γκαζόν στο εξοχικό της στο ξερονήσι, έχει και το δουλικό να της βαστάει το μωρό να μην ασχολείται, και το παίζει και κουρασμένη κι από πάνω, καλό ε;;;;

  2. - Ωχ! Έριξα κάτι ψίχουλα στο πάτωμα... Κάτσε να τα μαζέψω μην τα πατήσουμε.
    - Ε πάρε και συ μια δούλα καλέ να σε βοηθάει να κάνεις το σπίτι, χαζή είσαι;

  3. Δε φτάνει που μου την έσπασε τη τζαμαρία, αλλά μου την είπε κι από πάνω η δουλάρα κι έφυγε, κι έμεινα χωρίς βοήθεια!

  4. - Καλό κοριτσάκι η Στέλλα.
    - Είναι ένα λαδικό αυτή...

κι αυτό λαδικό είναι... (από BuBis, 27/10/09)λαδικό! (από BuBis, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.

Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;

(από nick, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ακόμα συνώνυμο του γυναικωτού.

Ίσα μωρή λουλού που μας το παίζεις και άντρας!

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, μικρής ή μεγάλης ηλικίας, κάποιες φορές χαμηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά όχι πάντα ή απαραίτητα, που αναλώνεται σε επουσιώδη ζητήματα, επιδίδεται στο σχολιασμό τρίτων προσώπων και κουτσομπολεύει ασύστολα. Βασικό χαρακτηριστικό της Κατίνας είναι η διπροσωπία και η κουτοπονηριά. Εναλλακτικά χρησιμοποιούνται και οι όροι «κατινάκι» ή «κατινικό».

Η γυναίκα του Γιώργου είναι μεγάλη κατίνα: χθες σχολίασε τα ρούχα της Καίτης μπροστά σε όλους, λέγοντας ότι είναι σίγουρα αγορασμένα από φτηνιάρικη βιοτεχνία στα Λιόσια.

Σχέση αγάπης- μίσους με την κυρα-Κατίνα. (από Hank, 22/02/09)

Βλ. και κατινιά. Στα σχόλια του λήμματος υπάρχει συζήτηση για την ετυμολογία του «κατίνα».

Βλ. και αυτί της γης, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κουτσομπολόι, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός-ρατσιστικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους μουσουλμάνους (ή κατά το γραφικότερον μωμαμεθανούς). Η προέλευση είναι το αραβικό όνομα Μαχμούντ, το οποίο στα τουρκικά μεταλλάσσεται σε Μέχμεντ. Λόγω της τουρκοκρατίας επικράτησε η χρήση του όρου από τους Ορθοδόξους Έλληνες για όλους τους μουσουλμάνους, δηλαδή τους Τούρκους. Στο πέρας του χρόνου η λέξη υπέστη αλλαγές, και τελικά από μεχμέντης κατέληξε να προφέρεται μεμέτης. Συχνότατη λέξη σε ρεμπέτικα τραγούδια.

  1. (Απόσπασμα από εθνοπατριωτικό blog στο διαδίκτυο)
    «Είναι τα 12 χρόνια από το θάνατο του Σαδίκ (ήταν ένας αυτός-αμαν αμαν),και ο Ερντογάν με την παρέα του,ετοιμάζουν απόβαση στο μνημόσυνο που θα γίνει στην Κομοτηνή,αρχές Αυγούστου,παρέα με 30 βουλευτές/μεμέτια από το δικό του κόμμα...»

  2. (Απόσπασμα από ρεμπέτικο άσμα του '30)
    «Δυό μεμέτια τα καημένα, μες στο κόλπο ήταν μπλεγμένα»

Μεμέτια προσευχόμενα (από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος απολίτιστος και άξεστος, μέχρις ηλιθιότητος.

Ενδιαφέρον έχουν οι καταβολές της λέξης οι οποίες είναι, από χέρι, ρατσιστικές. Κάφρους (kaffirs) αποκαλούσαν οι λευκοί τους μαύρους της Νότιας Αφρικής για να δείξουν ότι πρόκειται για υποδεέστερη φυλή - η χρήση της λέξης ήταν η ίδια με τη χρήση του nigger στον Αμερικάνικό Νότο. Αλλά, πιο παλιά ακόμη η λέξη (kafir) είναι Αραβική και σημαίνει «άπιστος» - δηλαδή όπως οι Αρχαίοι έλεγαν «πας μη Έλλην βάρβαρος» οι Άραβες έλεγαν «όποιος δεν είναι μουσουλμάνος είναι κάφρος». Εδώ βρίσκεται και η ρίζα της τουρκογενούς λέξης «γκιαούρης» -> gavur -> kafur -> kafir.

Δεδομένων αυτών των καταβολών έχει όσο νά 'ναι πλάκα ότι η λέξη στην Ελλάδα έχει υιοθετηθεί σ' ένα άνετο από την λεγόμενη προοδευτική παράταξη η οποία, αν ήξερε τι έλεγε, ασφαλώς και θα απέφευγε τη σύνδεση με το απαρτχάιντ και τον Ισλαμικό φονταμενταλισμό.

Είμαστε κάφροι, γκάγκαροι, ακούλτουροι και σε λίγο θα γίνουμε και γύφτοι, γιατί δε θα έχουμε πια πού να πάμε. Οι ίδιοι κάφροι που πετάνε από το αυτοκίνητο τα σκουπίδια, που βρομίζουν και στήνουν τις πλαστικές καρέκλες τους στην παραλία, αυτοί είναι που βάζουν τις φωτιές, πρόκειται ακριβώς για την ίδια εγωκεντρική σκυλάδικη αδιαφορία.

(Το παράδειγμα είναι αυτολεξεί από εναλλακτικό blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο ελληνικής ιθαγένειας και διαμονής, νεαρής κατ' αρχήν ηλικίας, που πάσχει από δουλικό μιμητισμό του λεγόμενου «αμερικανικού τρόπου ζωής».

Το εν λόγω άτομο παραδοσιακά λατρεύει τα μακντόναλντς, την κοκακόλα, το σινιέ ντύσιμο, τα επώνυμα προϊόντα γενικώς σε κάθε καταναλωτικό τομέα. Εκδηλώνει το θρησκευτικό του αίσθημα με το επιφώνημα ΟΜΙΤΖΙ! Απεχθάνεται την κουλτούρα, όπου κι αν ελλοχεύει αυτή (π.χ. βιβλία χωρίς εικόνες). Το λεξιλόγιό του αποτελείται από 300 ελληνικές και 300 ίνγκρικ λέξεις.

Σημαίνει ταυτόχρονα ότι το άτομο εμφορείται από την αφέλεια και ηλιθιότητα του γνησίου αμερικανακίου. Που κι αυτές όμως επικαθορίζονται πολιτιστικά, δεν αναφέρονται δηλαδή στο IQ του ατόμου, αλλά στην παντελή έλλειψη ευφυΐας ελληνικού τύπου: ως αντίθετο δηλαδή του καπάτσος, ανοιχτομάτης, αετονύχης, διαβόλου κάλτσα κλπ. Δεν αμφισβητείται ότι το αμερικανάκι μπορεί να φοιτήσει στο Χάρβαρντ ή στο ΜΙΤ, να κατασκευάσει διαστημόπλοια και να βαδίσει στο φεγγάρι. Όμως παρά τις ικανότητές του αυτές, ο ταξιτζής θα του πάρει τριπλή ταρίφα, ο εστιάτορας θα του φουσκώσει το λογαριασμό και η γκόμενα θα του τα φάει τα λεφτά.

Η έκφραση δεν πολυφοριέται πλέον μ' αυτή την έννοια. Λεγόταν πολύ κατά την πρώτη 10ετία της μεταπολίτευσης, όταν, ελέω Θεοδωράκη, επιγόνων του και κομματικών νεολαιών, ο πολιτιστικός σωβινισμός ήταν στα ντουζένια του και ο πολιτικός αντιαμερικανισμός εκδηλωνόταν και σε πολιτιστικό επίπεδο. Το ρέκβιεμ του όρου νομίζω τραγουδήθηκε από τον Τζιμάκο στο επικολυρικό «κάλλιο να 'μαι πεθαμένος παρά αμερικανάαααακιιιι». Διότι οι γενιές που γεννήθηκαν από κει και πέρα γαλουχήθηκαν στην εταιρική κουλτούρα και μυθολογία, που είναι στην πραγματικότητα ο «αμερικάνικος τρόπος ζωής», από βρέφη, με τους διαφημιστικούς βομβαρδισμούς από την άσβεστη τηλεόραση της οικίας τους και τις παιδικές ταινίες της Ντίσνεϋ ως αφήγηση, με τρόπο που αυτή εδραιώθηκε στα κατώτερα στρώματα του υποσυνειδήτου τους. Υπ' αυτή την έννοια δε θ' αργήσει ίσως για πολύ η μέρα που θα είμαστε όλοι αμερικανάκια, αλλά δε θα το γνωρίζουμε.

  1. Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι
    μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
    με ταξίμια με φυτίλια
    με βυζαντινά καντήλια. Στο βυζί του αμπαρωμένος
    θα τινάξω το καπάκι
    κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
    παρά αμερικανάκι.

  2. – 60 Ευρώ.
    – Τιιιι; Για μια ρετσίνα και τρία πιάτα; Για φέρε δω το λογαριασμό, ο τύπος μας πέρασε για αμερικανάκια.

Τζίμης Πανούσης, «Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι» (1993) (από vikar, 01/09/11)(από Khan, 02/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτά τα πολύ συνηθισμένα συμφύματα επιθέτων των ελληνικών, καθώς και άλλα, χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει πρόσωπο στο οποίο θέλει να αναφερθεί.

Ο ομιλητής μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κάθε σύμφυμα φέρει παραδοσιακά συγκεκριμένες πληροφορίες (κυρίως καταγωγής), αλλά δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου η εκάστοτε τέτοια λεξιπλασία στοχεύει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τόσο χαρακτηρίζεται το εν λόγω πρόσωπο από την συγκεκριμένη ιδιότητα, ώστε θα άξιζε να φέρει και το αντίστοιχο επώνυμο.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαϊμού.

Από τον Cheeta, τον θρυλικό χιμπατζή του Ταρζάν.

- ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΗΔΑΝΕ ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΣΙΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΝΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

- Είδα τον Τζόρβα επιτέλους σε καλή κατάσταση, να εμπνέει μια κάποια σιγουριά στην άμυνα, να σώζει αρκετές φορές την ομάδα κυρίως με τις σωστές τοποθετήσεις του. Διότι ο τερματοφύλακας δεν είναι καλός όταν εκτινάσσεται σαν την Τσίτα δυο μέτρα πέρα, αλλά κυρίως όταν ξέρει να τοποθετείται σωστά και όταν κάνει καλές εξοδους. εκεί

- Oleg Deripaska, a cheeta look-alike without the chimp’s charm and good manners.
Τάκης Θεωδορακόπουλος, παραπέρα

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified