Further tags

Το χασισάκι, στην αργκό των κουτσαβάκηδων.

Αποκαλείται έτσι λόγω σκούρου χρώματος.

Αγγλιστί: black hash.

- Ξηγιέμαι μαυράκι της Πόλης...
(εδώ)

- Νταξ να πούμε ρε συ θείο, λίγο μαυράκι ήπιαμε να πούμε, ένα διφυλλάκι κόλλησα ξέρω γω...
(ομοούσιους του Señor σλάνγκος, βλ. σχόλια παρακάτω)

Ηρωίνη και μαυράκι

Να ξεφύγω δεν μπορούσα
Καθώς γύρναγα απ' την Προύσα
Με πρόδωσαν κάτι μπράβοι
Και με πιάσαν στο καράβι

Είχα ράψει στο σακάκι
Δυο σακούλες με μαυράκι
Και στα κούφια μου τακούνια
ηρωίνη ως τα μπούνια

Στίχοι και μουσική: Σωτήρης Γαβαλάς, Μεμέτης
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
Άλλες ερμηνείες: Ακατανόμαστος

(από Vrastaman, 07/04/10)Καμία σχέση (από Vrastaman, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βραστάρι ονομάζεται ένα ζεστό ρόφημα-αφέψημα που παρασκευάζεται με την προσθήκη, κάποιου βοτάνου σε βραστό νερό (εξ ου και η ονομασία). Πολλές φορές μαζί με τα βοτάνια προσθέτονται και άλλα συστατικά (π.χ. κανέλλα) δημιουργώντας έτσι άπειρες παραλλαγές βρασταριών. Το ακούμε συχνά στην Κρήτη αλλά όχι μόνο εκεί.

Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξηγήσεως, οφείλω να διευκρινίσω πως η ονομασία ενός αφεψήματος σε βραστάρι δεν υπόκειται σε περιορισμούς όσο αφορά στο τι βότανο χρησιμοποιούμε - αρκεί να προστίθεται σε βραστό νερό. Για παράδειγμα, βραστάρι είναι και το πολύ κοινό σε όλους μας ρόφημα με χαμομήλι ή με τσάι αλλά και με φλούδες γκορτσιάς.

Αξίζει να σημειωθεί πως τα βραστάρια χρησιμοποιούνται κυρίως (όχι όμως και αναγκαστικά) ως φαρμακευτικά σκευάσματα (σίγουρα από αρχαιοτάτων χρόνων, δεν νομίζω όμως να ονομάζονταν έτσι από τότε), είτε για απλά θέματα όπως ο κοιλόπονος (π.χ. τσάι) και η δυσκοιλιότητα (ράμνος και λιναρόσπορος) είτε για πιο πολύπλοκα όπως η χοληστερίνη (φλούδες γκορτσιάς). Περισσότερες πληροφορίες εδώ εκεί και (κυρίως για τους κρητικούς) παραπέρα.

Να σημειώσω επίσης πως εδώ διαχωρίζεται κάπως το βραστάρι με το αφέψημα αναφέροντας τα σαν να είναι διαφορετικά πράγματα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να καταλάβω κάποια διαφορά αλλά το παραθέτω ως αντικείμενο προβληματισμού.

  1. το ταχίνι το βάζω όταν κάνω βραστάρι δηλ. σε κάνα τσαγάκι αντί για μέλι ή πάνω στο φρέσκο ψωμί, δεν τρελαίνομαι όμως... (από εδώ).

  2. Ήταν ιδανική για κομπρέσες αλλά και για το παραδοσιακό βραστάρι (ρόφημα φασκόμηλου με λίγη καυτερή πιπεριά, σούμα και ελάχιστη ζάχαρη), το οποίο ανακούφιζε από τα σοβαρά κρυολογήματα του χειμώνα. (Από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορφανό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες:

  1. Το ορφανό σουβλάκι που δεν περιέχει κρέας ή υποκατάστατα κρέατος, όπως είναι το κοτόπουλο (σε σουβλάκι/καλαμάκι ή γύρο). Το ορφανό σουβλάκι περιλαμβάνει τα υπόλοιπα αναγκαία σαλατικά (ντομάτα, κρεμμύδι και για τους πιο απαιτητικούς μαρούλι, ψιλοκομμένο καρότο και άνηθο) καθώς και το απαραίτητο τζατζίκι (και αλλού κέτσαπ/μουστάρδα, κάποιους τύπους αδιευκρίνιστης από πλευράς υλικών σως και κάτι μυστήριες κόκκινες σάλτσες) αλλά και τις πλέον απαραίτητες τηγανιτές πατάτες. Υπάρχει και η άποψη πως το ορφανό σουβλάκι απλά δεν περιλαμβάνει κάποια ή όλα από τα επιμέρους συστατικά (π.χ. κρεμμύδι ή τζατζίκι), αλλά περιλαμβάνει το κρέας ή τα άλλα υποκατάστατα του. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των εννοιών δηλώνει απλά την αντίστοιχη ερμηνεία του ορφανού βάσει των γαστρονομικών προτιμήσεων του εκάστοτε καταναλωτή. Επίσης, η νέα τάση προτείνει την αντικατάσταση του κρέατος με θαλασσινά (π.χ. καλαμαράκια ή χταποδάκι) και λαχανικά σε μπιφτεκοειδή μορφή. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη αποφανθεί αν αυτά τα σουβλάκια εντάσσονται στην κατηγορία των ορφανών.

  2. Ως ορφανά αποκαλούνται τα φαγητά που δεν περιλαμβάνουν κρέας σε οποιαδήποτε μορφή του (π.χ. κιμάς). Τρανό παράδειγμα τα ορφανά γεμιστά.

Εναλλακτικές εκφράσεις του ορφανού: Οικολογικό (ναι, κάτι μας είπε τώρα...), του αγρότη, νηστίσιμο (ανάλογα με την εποχή και την εορταστική περίοδο).

  1. - Eγώ παραδέχομαι οτι στη Θεσσαλονίκη ξέρουν απο μπουγάτσες, τυρόπιτες, σάντουιτς και τέτοια. άντε και τα τρίγωνα, ό,τι σουβλάκι έχω φάει απο κεί δεν έχει καμία σχέση με εδώ. άσε που είχα ζητήσει μια φορά ένα ορφανό και με κοροιδεύανε...πατατόπιτες τά λένε εκεί, έλεος! (Πάρε εδώ)

  2. - Λυπάμαι τα φοιτητόπαιδα που τη βγάζουν με κανά σουβλάκι. Τους εκμεταλλεύονται κυρίως αυτούς στο έπακρον. Ζορίζονται ακόμα και σε ρεφενέ. Αυτόν τον οικονομικό πολιτισμό προσφέρουμε. Το Ρέθυμνο διαγκωνίζεται με τη Ρόδο στην ακρίβεια. Μια Κίνα μας σώζει. Μόνη λύση να παραγγέλνουμε σουβλάκι...ορφανό!!! (Εκεί)

  3. - Έτσι ακριβώς τα φτιάχνω και εγώ 'ορφανά' (χωρις κιμά δλδ) δοκιμάστε και σε μία γωνίτσα του ταψιού να βάλατε και μία χουφτούλα μπάμιες γίνονται εξαιρετικές!!! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόλυτο μαχαίρι επιβίωσης (;) στη φύση (;).

Είναι ένα μεγάλο μαχαίρι με πλατιά λάμα (έχει και μια τρούπα στη μέση βλ. τηλεφωνικό διάλογο Ζήκου με γιατρέσσα), δίκοπο (ξυράφι από τη μία και πριόνι από την άλλη), με χοντρή λαβή συνήθως κούφια που περιέχει αγκίστρια-πετονιές και στην κορυφή έχει γυροσκοπικό πυξιδάκι (μη χάνεσαι κι έτσι).

Διατίθεται μαζί με σούπερ δερμάτινη θήκη, που δένει στο πόδι και κουμπώνει στη ζώνη και έχει έξτρα ενσωματωμένο θηκάκι για την ακονόπετρα (μπα και στομώσει).

Βγαίνει σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων: Πράσινο, λαδί, κυπαρισσί, φαιοπράσινο, του χαλκού, παραλλαγής κλπ και θα το βρείτε σε κάθε κατάστημα εν χρώ κεκαρμένων φυσιολατρών, που σέβεται τον εαυτό του.

Ονομάστηκε έτσι από τον αχώριστο μελαμψό σύντροφο του Ροβινσώνα Κρούσου, στην πάλη του με τα στοιχειά της φύσης (κάπου στις Αντίλλες), που πέθανε από την επάρατο πλήρης ημερών στο δημοτικό νοσοκομείο του Μπρόνξ (και ας λέει άλλα δακρύβρεχτα ο Νταφόε).

Έγινε τρελλή μόδα στα 80’ς λόγω των κλεψίτυπων ταινιών του Σταλόνε, που κόπιαρε τον ελάχιστα γνωστό Κύπριο αγωνιστή Ράμπο Ράμπου, που χρησιμοποιούσε το μαχαίρι αυτό (που θέλεις ν’ αγοράσεις), ήδη από τα 50’ς για να εξοντώνει τουρκαλέοντες, αποικιοκράτες και κομμμουνιστάς στην Μαρτυρικήν Νήσον.

Το αντίστοιχο σπαθί του Κροκοδειλάκια ελάχιστη απήχηση είχε στις μάζες, (αλλά συνέβαλε τα μάλα στις πωλήσεις δερματίνων ειδών).

Πάμπολλα μειράκια έσπευσαν να αγοράσουν το θαυματουργό κέρατο στα 80’ς (όπως έγινε και με τα γυαλιά Ray-Ban και τα dog-tags μετά το Τόπ Γκάν), ενώ σημειώθηκαν αθρόες εγγραφές παιδιών στους Προσκόπους και νεαρών στις Ειδικές Δυνάμεις, οι οποίοι όμως στην συνέχεια απογοητεύθηκαν (όπως η ΕΟΝ το ’30 και οι Άλκιμοι το ’60) όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Παρασκευάς δεν περιλαμβάνονταν στον παρεχόμενο στάνταρ εξοπλισμό κι έπρεπε να τον αγοράσουν εξ ιδίων θυλακίων.

Όμως, η μητρική ιαχή «πού το βρήκες αυτό το πράμα διάολε», προοιώνιζε το οριστικό καταχώνιασμα του Παρασκευά στη σοφίτα μαζί με τα πλεϊμομπίλ και την αναβολή επικών ανδραγαθημάτων, επ’ αόριστον.

Όταν καταλάγιασε το κακό, οι πωλήσεις του προϊόντος παρουσίασαν πτώση και οι τιμές διαμορφώθηκαν στο 10% των αρχικών, με επίμονους τερματοφύλακες Θερμοπυλών τους συνοικιακούς αναγνώστες του Άμυνα και Διπλωματία (κλπ «επιστημονικών» περιοδικών φαιού περιεχομένου), που πάνε για κυνήγι (εντός και εκτός πόλεως)…

Συνιστάται για εξτρήμ συνθήκες επιβίωσης στην άγρια ζούγκλα της Καλοπούλας Καισαριανής και στη σαβάνα του Άλσους Παγκρατίου, ενώ στο Στρέφη προτιμώνται τα κατσαβίδια.

-Πάμε σουκού ελεύθερο στο Αγκίστρι;
-Σούπερ! Θα πάρω μαζί μου και τον Παρασκευά!
-Δε θα πάρεις κανέναν! Με τη μηχανή θα πάμε και δε γουστάρω να με γράψουνε για τρικάβαλο...

(από xalikoutis, 13/03/10)Σμούτς! (από HODJAS, 13/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αφορά στον πολιτικό προσανατολισμό τινός, αλλά στην εκ γενετής προδιάθεση των γεννητικών του οργάνων του να τείνουν προς τα αριστερά ή δεξιά του παντελονιού.

Πρόκειται για κλασική ερώτηση που κάποτε έθεταν στους πελάτες τους οι τελούντες πλέον υπό εξαφάνιση ράφτες.

- Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Φραγκοράφτες που έραβαν τις «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες. Οι Φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζάδες και από τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή των ενδυμάτων. Φραγκοφορέθηκα, έλεγαν στην Μικρά Ασία, ντύθηκα Ευρωπαϊκά. Φραγκιά έλεγαν την Γαλλία και γενικά την δυτική Ευρώπη. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε ανδρικές φορεσιές. Έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσε: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο. Ρώταγε «είσαι δεξιός ή αριστερός;» Έβαζε σημάδια πάνω στο ύφασμα και το έκοβε...
(εδώ)

- Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός. Νομίζω πως δεν χωράω πουθενά, αλλά καλού-κακού θα ρωτήσω το ράφτη μου.
(εκεί)

- Πιστεύω ότι «δεξιά κι αριστερά» υπάρχει σήμερα μόνο στα…ανδρικά παντελόνια..που γίνονται με παραγγελία στο ράφτη. Κι αν λάβουμε υπόψιν ότι στην πλειοψηφία οι άνδρες αγοράζουν έτοιμα τα παντελόνια τους αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα…
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδού μια όσο σύντομη γίνεται, υποκειμενική και σίγουρα γεμάτη ελλείψεις αναλυσούλα:

Ο Ρομαντισμός (χοντρικά: τέλη 18ου αι.) είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που υπέστη κατά τον 20ό αιώνα -και εξακολουθεί να υφίσταται- μεγάλη υποτίμηση, παρά την ψευδο-επιστροφή σε αυτόν, και παρά την μέχρι στιγμής αδιάκοπη (αν και όχι εύκολα ορατή) επιρροή του σε μεγάλες στιγμές της σύγχρονης τέχνης.

Η οριστική και αμετάκλητη υποτίμησή του επήλθε με τα απανωτά σοκ που πέρασε ο δυτικός κόσμος κατά το πρώτο μισό του 20ού: τους δύο παγκόσμιους πολέμους, την Οκτωβριανή επανάσταση, την πτώση των αυτοκρατοριών και την κατάπτωση της θρησκείας, σοκ τα οποία τον προσγείωσαν απότομα στην ωμή ζωή, πάνω που ανθούσε η παλιά καθεστηκυία κατάσταση πραγμάτων (με όλα της τα πλην αλλά και τα συν), γκραν φινάλε της οποίας υπήρξε η Μπελ Επόκ.

Τα σοκ αυτά, μαζί με άλλους παράγοντες, έθεσαν υπό απόλυτη αμφισβήτηση τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, εδραιώνοντας, συγχρόνως, την νεότερη εποχή. Όμως ο ρομαντισμός (που κατά τη γνώμη μου, όσο ακραίο και να ακούγεται αυτό, ελλοχεύει ακόμα και σε ωμά μοντέρνα κινήματα σαν τους αξιονιστές) ήταν ένα σπουδαίο -αν και πολύ συχνά υπερβολικό- κίνημα, που εξέφρασε την πρώτη στην ιστορία του ανθρώπου νοσταλγία για τη φύση και τις αγνές ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είχε πια εγκατασταθεί για τα καλά στις πόλεις: η ζωή του και η σχέση του με τον συνάνθρωπο άλλαξε προς αυτό το οποίο βιώνουμε σήμερα. Ως προς αυτή την διάθεσή του, ο ρομαντισμός είναι το πρώτο νεωτεριστικό κίνημα.

Επειδή είχε μεγάλη πέραση στην εποχή του, κακοποιήθηκε αργότερα -όπως οτιδήποτε έχει γνωρίσει επιτυχία με την αξία του σε αυτόν τον ντουνιά. Και ήταν εύκολο θύμα γιατί, σε πρώτη ανάγνωση, ο ρομαντισμός δείχνει «εύπεπτος». Το βάθος του εκφράζεται με μέσο την θλίψη και την γλυκιά μελαγχολία και όχι την ωμότητα ή τη βία.

Η κακοποίησή του συνίσταται στην κακέκτυπη απομίμησή του, η οποία είναι αυτό που λέμε «ρομαντζούρα». Πλην αλλ' όμως, όσοι (οι περισσότεροι δηλαδή) απαξίωσαν στα νεότερα χρόνια να εντρυφήσουν στον ρομαντισμό και τον προσπέρασαν κατευθείαν, αντιμετωπίζοντάς τον υποτιμητικά, ακριβώς λοιπόν επειδή ποτέ δεν τον γνώρισαν σε βάθος, αποφάσισαν πως οποιαδήποτε ρομαντζούρα είναι το ίδιο και το αυτό με τον καθαρόαιμο ρομαντισμό, άρα τον απέρριψαν -και τον απορρίπτουν ακόμα- ως ρομαντζούρα και τον ίδιο.

Όσα τρωτά σημεία και να έχει το Ρομαντικό κίνημα (τα οποία, προσωπικά, εντοπίζω περισσότερο στη ζωγραφική του, λιγότερο στη λογοτεχνία του και ακόμα λιγότερο στη μουσική του), η πλήρης απαξίωσή του είναι μια καθαρά κομπλεξική και βιαστική αντιμετώπιση, που πηγάζει από ταμπού ταξικοκοινωνικής φύσης, κττμγ.

Υπάρχουν όμως ρομαντζούρες. Είναι, για να μιλήσουμε για σημερινά πράγματα, οι new age κιέτσ' μουσικές που χαρακτηρίζονται ως σούπες. Είναι τα μυθιστορήματα τύπου άρλεκιν και το 70% της σημερινής παγκόσμιας «λογοτεχνικής» παραγωγής. Είναι οι πίνακες του Μπομπ Ρος. Είναι δηλαδή το κιτς ή η ξεπέτα που φέρει και εκμεταλλεύεται κάποια στοιχεία ρομαντικά για να ξεγελάσει αφενός τον αδαή, αφεδύο τον με στεγανά και στερεότυπα κριτή.

Κατά το «ρομαντζούρα» πάει και η κλασικούρα, η γενικούρα, κλπ.

Δύο παραδείγματα όπου τα πράγματα είναι εντελώς τελείως ανάποδα και παρεξηγημένα:

  1. - Σ΄αρέσει ο Σοπέν;
    - Αμάν ρε φίλο, ξεκόλλα με αυτές τις ρομαντζούρες πια...

  2. - Σ' αρέσει ο Μπομπ Ρος;
    - Αχ ναι, είναι πολύ ρομαντικά τα τοπία του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).

Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.

Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.

Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.

Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

  1. Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.

  2. -Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
    -Γιατί, τι έχω;
    -Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
    -Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
    -Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα χαλασμένο αντικείμενο, ή που έστω μας εκνευρίζει επειδή δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Μπορεί να είναι μηχάνημα, ρούχο, εξάρτημα, οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να είναι και ένα γαμίδι, ας πούμε.

Άλλα συνώνυμα, αλλά μόνο για συσκευές: καβουρδιστήρι, μπουρί.

  1. από το παράδειγμα του λήμματος πηγαίνω τάπες:
    - Άργησα να φύγω από το σπίτι, και το πήγα τάπες μέχρι την Κόρινθο χωρίς ανάσα και ανέβασε θερμοκρασία το μπουρδέλο!

  2. - Τι θα φορέσεις απόψε στου Τάσου; Το ΜΜΦ σου, κλασικά;
    - Δεγκζέρω ρε πστ, πάχυνα και δε μου μπαίνει πια το γαμημένο το μπουρδέλο...

Joe Dassin - Billy le Bordelais (από allivegp, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified