Further tags

Ειδικότερα στη νότια Ελλάδα, το επίθετο / ουσιαστικό «μαύρος» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της λέξεως «καημένος». Προφανώς για λόγους ιστορικούς, από την εποχή της κατάφωρης αδικίας εις βάρος των μαύρων, η λέξη ταυτίστηκε με τον αδικημένο και χτυπημένο από τη μοίρα.

Συχνά χρησιμοποιείται και ειρωνικά, υπό μορφήν «έλα μωρέ καημένε», ήτοι «έλα μου εδώ χάμου ρε μαύρε να τελειώνουμε».

  1. Απόσπασμα από διάλογο ραδιοφωνικής Ελληνοφρένειας

    Κύρ Βασίλη (ο γνωστός Φιδέμπορας), πολιτικά δεν έχουμε συζητήσει, τι ψηφίζεις, Δεξιά;
    - Εγώ είμαι Παπανδρεϊκός ρε μαύρε, από την αρχή, χρόνια τώρα.

  2. - Πατέρα, το παιδί αρρώστησε και δεν έχουμε λεφτά να πάμε στο γιατρό.

    - Α ρε μαύρε τι τραβάς κι εσύ... Πάρε εδώ 200 ευρώ για να πάτε το γιατρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, ηλίθιος κλπ. Κυρίως τη δεκαετία του '80.

Προήλθε απο τα Ποντιακά ανέκδοτα, τα οποία ήταν ξενόφερτα, και αναφέροταν σε διάφορους λαούς (πχ. τα Γαλλικά ανέκδοτα λένε για τους Βέλγους οτι κάνουν όλο λακαμίες).

Όταν τέτοια ανέκδοτα ήρθαν στην Ελλάδα, για να είναι μέσα στα πράγματα, έπρεπε να αντικαταστήσουμε τα ονόματα με κάτι σχετικό, και βρήκαμε τους Πόντιους. Αποτέλεσμα, να φαίνονται ηλίθιοι.

  1. Ρε Πόντιε, δεν σού 'πα να προσέχεις; Μου τά 'χυσες πάνω στο χαλί!

  2. Έδωσα τάληρο στον περιπτερά και μού 'δωσε ρέστα 15! Πόντιος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά σκληρή παιδική έκφραση κατά αδέξιου ή αργόστροφου παιδιού. Χρησιμοποιείται ιδίως στα αθλήματα, σε περίπτωση απρόσμενης αστοχίας σε εύκολο στόχο ή καθυστέρησης στην κατανόηση συνθηματικών εκφράσεων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Π.Ι.Κ.Π.Α. = Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως, (1914 - 2003), που στόχο είχε κυρίως την αποκατάσταση και μέριμνα παιδιών με ειδικές ανάγκες.

Δηλαδή η έκφραση σημαίνει ούτε λίγο-ούτε πολύ: Είσαι καθυστερημένο!

Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακιασμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλομαρία, κουλαρία, κουλαμάρα, σαπατελό, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, παρμενίων, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.

Ας θυμηθούμε και παλιό σχολικό πείραγμα, όπου πρότεινε η παρέα σε αφελή συμμαθητή, να προφέρει την ερώτηση «πού με πάει το πουλμανάκι;» με τη γλώσσα του κολλημένη στον ουρανίσκο, οπότε η απάντηση δίνονταν ατάκα και ομαδόν: «Στο Π.Ι.Κ.Π.Α.!»

Για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται οτι ουδέποτε τα σχολιαρόπαιδα υπήρξαν ούτε άδολα ούτε τρισχαριτωμένα, βλ. βασανιστήρια σε ζωάκια π.χ. καλάμι στον κώλο βατράχου και φούσκωμα ως να σκάσει, αφαίρεση φτερών μύγας ή χωνάκι στον κώλο της (!) κλείσιμο σφήκας σε μπουκάλι, πετάλωμα γάτας, ντενεκέδες στην ουρά σκύλων, επιθετικότητα στους σωματικά ή ψυχικά ασθενέστερους (βλ. Lord of the Flies του William Golding 1954 – σινεμεταφορά του Peter Brook 1963), ανταγωνισμός και επίδειξη λόγω κοινωνικών και ήδη εθνοτικών διαφορών, που κυμαίνονται μεταξύ προνομιακής κατοχής σάκας «Χατζηγιάννης» και σούπερ κασετίνας και μέχρι το σημερινό λεγόμενο school bullying και τον Άλεξ στη Βέροια.

Ώστε, η Πάνια δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατη...

  1. - Παίρνω στην ομάδα μου το Χρήστο και το Γιάννη. Εσύ πάρε όποιους θέλεις.
    - Σοβαρά; Κι εγώ τί θα' χω τότε ρε φίλε, που μου' χεις αφήσει εδώ πέρα όλο το πίκπα;

  2. - Καλά ρε, έχασες το γκολ με κενή εστία;
    - Αφού γλίστρησα...
    - Τί πίκπα είσαι συ ρε παιδί μου!

(από xalikoutis, 24/08/09)(από johnblack, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδύνατος. Αυτός που έχει μείνει πετσί και κόκαλο. Αυτός που η κοιλιά του έχει κολλήσει στην πλάτη του. Ο απ' τα κόκαλα βγαλμένος. Αυτός που του μετράς τα παΐδια ένα-ένα. Αυτός που τον παίρνει ο αέρας. Αυτός που δεν θα χρειαστεί ποτέ του να βγάλει ακτινογραφία (και να φάει και την ακτινοβόλα), διότι είναι ακτινογραφία από μόνος του.

Η έκφραση μπορεί άνετα πλέον να χαρακτηρισθεί κλασική. Χρησιμοποιήθηκε καθ' υπερβολήν, κυρίως στις δεκαετίες '70 και '80, από απελπισμένες μαμάδες που κυνηγούσαν τα παιδάκια τους μ' ένα πιάτο και μ' ένα κουτάλι, προσπαθώντας να τα μπουκώσουν με το στανιό.

- Φάε αγοράκι μου, δε βλέπεις πως έχεις γίνει, μισός έμεινες, σαν τρίο καρό, σαν παιδί της Μπιάφρας, αμάν πια μ' έσκασες την καψερή...

Το φαινόμενο του μπουκώματος των παιδιώνε με το ζόρι, συναντάται βεβαίως σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, στο Ελλάδα πήρε ωστόσο διαστάσεις επιδημίας, δεδομένου και του κατοχικού συνδρόμου που μας δέρνει συλλογικά ως λαό.

Για την εποχή που μιλάμε, ο πανικός των μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων για το αν θα φάει ο κανακάρης τους, είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Αιτία, οι εικόνες φρίκης που μας σέρβιραν απ' τη μακρινή Νιγηρία, όπου στα 1967-1970 μαινόταν ο φοβερός Εμφύλιος. Η επαρχία της Μπιάφρα αποσχίστηκε από τη Νιγηρία κι αμέσως ξέσπασε μια άγρια σύγκρουση, τυπική για τη μεταποικιακή περίοδο της Αφρικής, απότοκο των βαθιών εθνοτικών διαιρέσεων. Αποστεωμένα παιδάκια, σαν σκελετοί, με τις χαρακτηριστικές τουμπανιασμένες κοιλιές λόγω του υποσιτισμού, της έλλειψης πρωτεϊνών και ειδικών ενζύμων. Ανείπωτη φρικαλεότητα, που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη.

Οι φρικαρισμένες μανούλες, προσπαθούσαν να μεταδώσουν τον τρόμο στα βλαστάρια τους, μήπως κι αυτά φιλοτιμηθούν και βάλουν καμιά μπουκιά στο στόμα τους.

Αν και εστίαζε στα ανυπάκουα παιδιά, άλλες χρήσεις της έκφρασης δεν αποκλείονταν.

- Τι του βρήκες κόρη μου αυτουνού του Γιώργου; Μισοριξιά είναι, δεν τον θωρείς, σαν παιδί της Μπιάφρα. Δε φαίνεται να 'χει ψυχή μέσα του...

Την σήμερον, η νέα γενιά αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τα περί Μπιάφρας και των παιδιών της. Yπάρχει όμως το πολύ πρόσφατο Νταρφούρ, μια άλλη ανθρωπιστική καταστροφή με παρόμοια αποτελέσματα, το οποίο γνωρίζουν όσοι ανοίγουν που και που καμιά εφημερίδα. Έτσι, η σλανγκιά γίνεται updated: όταν θέλουμε να κράξουμε κάποιον ως πολύ αδύνατο, τον λέμε Νταρφούρ (αν και η έκφραση δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο η πρόγονός της).

  1. - Τι σ' αρέσει βρε μαλάκα απ' αυτήν; Νεκρόφιλος είσαι; Αυτή έχει πεθάνει και δεν το ξέρει... Σκουπόξυλο σε λέω, παιδί της Μπιάφρας, Νταρφούρ και δε συμμαζεύεται..

  2. Νταρφούρ λέμε σκωπτικά και τις μοντέλες που πάσχουν από Νευρική Ανορεξία κι έτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, μικρής ή μεγάλης ηλικίας, κάποιες φορές χαμηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά όχι πάντα ή απαραίτητα, που αναλώνεται σε επουσιώδη ζητήματα, επιδίδεται στο σχολιασμό τρίτων προσώπων και κουτσομπολεύει ασύστολα. Βασικό χαρακτηριστικό της Κατίνας είναι η διπροσωπία και η κουτοπονηριά. Εναλλακτικά χρησιμοποιούνται και οι όροι «κατινάκι» ή «κατινικό».

Η γυναίκα του Γιώργου είναι μεγάλη κατίνα: χθες σχολίασε τα ρούχα της Καίτης μπροστά σε όλους, λέγοντας ότι είναι σίγουρα αγορασμένα από φτηνιάρικη βιοτεχνία στα Λιόσια.

Σχέση αγάπης- μίσους με την κυρα-Κατίνα. (από Hank, 22/02/09)

Βλ. και κατινιά. Στα σχόλια του λήμματος υπάρχει συζήτηση για την ετυμολογία του «κατίνα».

Βλ. και αυτί της γης, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κουτσομπολόι, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποτε δεν υπήρχαν οικιακές συσκευές όπως πχ τα πλυντήρια πιάτων και ρούχων. Ως εκ τούτου χρειαζόντουσαν ανθρώπινα χέρια. Ακόμα κι ένα μικροαστικό σπίτι όπως αυτό του Κάφκα είχε υπηρετικό προσωπικό, ήτοι μια πλύστρα και μια μαγείρισσα οπωσδήποτε. Όσο πιο πλούσιος ήσουν, τόσο πιο πολλά άτομα είχες να σε υπηρετούν.

Όσο πιο παλιά πάμε στον χρόνο, τόσο πιο συνηθισμένο ήταν να αντιμετωπίζονται οι υπηρέτες σαν τα αντικείμενα με τα οποία αντικαταστάθηκαν στις μέρες μας... Ο υπηρέτης όφειλε να υπακούσει λες και του πάταγες το ον/οφ κουμπάκι του. Πολλοί νοικοκυραίοι ήταν καλοί και το υπηρετικό προσωπικό έβρισκε μια καλή δουλειά δίπλα τους. Όταν όμως δεν συνέβαινε αυτό (πράγμα όχι σπάνιο), ο υπηρέτης υφίστατο την κακομεταχείριση και τις προσβολές των κυρίων του.

Τότε ήταν που λογαριάζονταν ως δούλος, ακόμα πιο δούλος από αυτόν των αρχαίων χρόνων (όπου η λέξη δεν είχε τη σημερινή βαρύτητα, ήταν αυτό που ήταν χωρίς την κοινωνική κριτική που φέρει σήμερα).

Οι ελληνίδες κυρίες, αφότου έπαψαν να σκουπίζουν τον κώλο τους με πέτρες και φύλλα, αποφάσισαν ότι είναι ισάξιες των ευρωπαίων οικοδεσποινών, οι οποίες, παρά την αποτρόπαιη σνομπαρία τους, αν μη τι άλλο είχαν και μια παράδοση στην αριστοκρατοσύνη τους και δεν είχαν ανέβει απότομα αυτό το σκαλί (άσε που η αριστοκρατία της Δύσης έδωσε, εκτός από καταπίεση, και μια ώθηση προς το πολιτισμικότερον, ενθαρρύνοντας την τέχνη, το πνεύμα κλπκλπ: μην ξεχνάμε ότι ο γαλλικός Διαφωτισμός τράφηκε στους κόλπους της).

Όταν λοιπόν οι ελληνίδες κυρίες αποφάσισαν ότι είναι ανώτερες των υπηρετών τους, άρχισαν να εμφανίζονται στα ελληνικά οι προσβλητικές λέξεις: «το δουλικό», «το δουλί», «το λαδικό». Λέξεις σε ουδέτερο γένος άρα πιο προσβλητικές (φέρνει πιο πολύ σε αντικείμενο), καίτοι αναφερόμενες πάντα σε γυναίκες, πρώτον γιατί το γυναικείο μένος ξεσπά συνήθως ενάντια στο ίδιο φύλο, δεύτερον γιατί άντρες υπηρέτες δεν υπήρχαν πολλοί.

Εκτός από τους έτσι κι αλλιώς παλαιάς κοπής πλουσιέξ, η σημερινή πλουτοκρατία νέας κοπής, μεταξύ των οποίων και πολλά ψάθινα καπέλα που το παίζουν δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, πνεύμα, τέχνη, κλπκλπ αλλά μεγαλώνουν τα παιδιά τους με Φιλιππινέζες τις οποίες τραβολογούν και στις διακοπές μαζί τους, αυτή η φάρα ελλήνων που δεν πληρώνει το ΙΚΑ στην οικιακή βοηθό, που την έχει δει αριστοκρατία με πισίνες και βιλάρες, που καταξοδεύεται στα κομμωτήρια και στα μπουζούκια και στο θέατρο, που με το που μπαίνει η νέα σεζόν αδειάζει τα ράφια των καταστημάτων ένδυσης, που οδηγεί τσερόκι, που είναι μες την κομπίνα και τη λαμογιά, που που που που που, έχει αναπτύξει νέα καλολογικά επίθετα για το είδος: ξεκινάμε από το μαλακό «παραδουλεύτρα» (πάει εκείνο το παλιό «ψυχοκόρη») και μετά πάμε κατευθείαν στα «δουλάρα», «δούλα», Φιλίππα, «Αλβανό», ξεσκατώστρα, παραπουλεύτρα κλπ.

Οι λέξεις αυτές δεν υποτιμούν απλώς το επάγγελμα και την κοινωνική θέση των γυναικών αυτών, αλλά και τον χαρακτήρα τους σε σχέση με αυτά των κυριών τους πάντα... Έτσι πχ η λέξη «λαδικό» σημαίνει και την πονηρή, την πουτανόψυχη, την δευτεράντζα, την πρόστυχη, κλπ (παρ.4).

Τέλος, τα καλολογικά αυτά επίθετα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από κάποιον που δεν τα εννοεί, αλλά θέλει να δείξει τον τρόπο έκφρασης των νεόπλουτων αυτών οικογενειών (παρ.1)

  1. Κατάλαβες η Αντωνία; Και καλά κουλτούρα να φύγουμε, αλλά να η αμαξάρα, να το γκαζόν στο εξοχικό της στο ξερονήσι, έχει και το δουλικό να της βαστάει το μωρό να μην ασχολείται, και το παίζει και κουρασμένη κι από πάνω, καλό ε;;;;

  2. - Ωχ! Έριξα κάτι ψίχουλα στο πάτωμα... Κάτσε να τα μαζέψω μην τα πατήσουμε.
    - Ε πάρε και συ μια δούλα καλέ να σε βοηθάει να κάνεις το σπίτι, χαζή είσαι;

  3. Δε φτάνει που μου την έσπασε τη τζαμαρία, αλλά μου την είπε κι από πάνω η δουλάρα κι έφυγε, κι έμεινα χωρίς βοήθεια!

  4. - Καλό κοριτσάκι η Στέλλα.
    - Είναι ένα λαδικό αυτή...

κι αυτό λαδικό είναι... (από BuBis, 27/10/09)λαδικό! (από BuBis, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άξεστος χωριάτης. Περίπου συνώνυμο των μπουρτζόβλαχος και μπαστουνόβλαχος, μόνο που το σκατίβλαχος είναι πιο υποτιμητικό ακόμη, και ενέχει και την έννοια του βρωμιάρη.

Σχόλιο 1: Αυτή η λέξη είναι αρκετά παλιά. Πιθανολογώ ότι είναι παλιότερη από τα σκατίφλωρος και σκατίπουστα, και ότι επομένως έχει αποτελέσει το πρότυπο για το σχηματισμό τους. Σ' εκείνα τα λήμματα, ιδίως στο πρώτο, θα δείτε και τον προβληματισμό περί του ετύμου και της ορθογραφίας τους.

Σχόλιο 2: Τα περί Βλάχων, και πώς η λέξη έφτασε να σημαίνει τον άξεστο, ακαλλιέργητο, χωρίς τρόπους άνθρωπο, είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Ας αναφέρουμε εν περιλήψει ότι είναι μία [φυλή; εθνότητα; ομάδα;] με δύο βασικά κοινωνικά παρακλάδια: τους νομάδες και τους εγκατεστημένους. Οι νομάδες ήταν βοσκοί. Ως μη έχοντες μόνιμη κατοικία, επέσυραν επάνω τους όλα τα στερεότυπα του ανέστιου/φερέοικου, όπως και οι Γύφτοι. Οι εγκατεστημένοι αντιθέτως αποτελούν καύχημα για την Ελλάδα, ήσαν έμποροι με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και τις παροικίες, φορείς επικοινωνίας της τουρκοκρατούμενης χώρας με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πολλοί (π.χ. Αβέρωφ και Τοσίτσας) υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, και τα λοιπά.

Όλα αυτά (και πολύ περισσότερα) είναι γνωστά. Εκείνο που δεν ξέρω αν έχει θιγεί πουθενά στη βιβλιογραφία είναι ότι στη διαμόρφωση του στερεοτύπου για τον άξεστο Βλάχο έχει παίξει σημαντικό ρόλο το θέατρο σκιών: ο Μπαρμπαγιώργος (ρουμελιώτης τσέλιγκας, θείος του Καραγκιόζη) είναι η κατεξοχήν καρικατούρα αυτού του τύπου. Παρόλο που ο ίδιος ως χαρακτήρας δεν είναι ακριβώς άξεστος, αλλά μάλλον απλοϊκός και τραχύς -ωστόσο τίμιος, γενναίος και κιμπάρης -, ο πονηρός Καραγκιόζης έτσι τον αντιμετωπίζει.

Σημειωτέον ότι ο Μπαρμπαγιώργος δεν είναι κυριολεκτικά Βλάχος: μιλάει ελληνικά, όχι βλάχικα (που είναι λατινογενής γλώσσα). Βλάχο τον λέει ο Καραγκιόζης. Άρα το στερεότυπο υπήρχε ήδη όταν δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας του θεάτρου σκιών.

Ίσα ρε βλαχατερό που θα μου κάνεις εμένα και μπιπ! Να πας στο χωριό σου να κορνάρεις, άει σιχτίρ να πούμε πια με τους σκατίβλαχους εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωριάτης, ο επαρχιώτης. Μεταφορικά εννοεί τον άξεστο, τον αγενή, ή αυτόν που μιλάει με το νjι και με το λjι.

  1. Κοίτα ρε τον βλάχο, που κατέβηκε απο τη Λάρ'σα και θέλει να κλαμπάρει όπως κάνουμε στην Αθήνα για να χτυπήσει γκόμενα!

  2. Του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και μου το έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει κουβέντα, ο βλάχος!

  3. Ο συγκάτοικός μου είναι πολύ βλάχος. Μόλις μπει στο δωμάτιο αφήνει τις αρβύλες του στη μέση, γδύνεται, και τα πετάει όλα χάμω. Άσε που όταν πίνει μπύρα ρεύεται και τον ακούνε στο δίπλα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο μικρό ώστε χωράει σε μια τσέπη. Συνήθως πρόκειται για βιβλίο (εκδόσεις τσέπης - pocket editions) ή για σκυλάκια (τσιουάουα κττ). Όμως μπορεί να είναι και οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε που έχει μικρές διαστάσεις. Σε αυτή την περίπτωση είναι συνώνυμο με την κατηγορία πτερού ή μύγας της πυγμαχίας.

  1. Ρε συ ο Φραγκίσκος, τι καλό παιδί, ε; ... και όμορφο πρόσωπο... αλλά είναι τσέπης ρε γμτ αυτός, πού να βρει γκόμενα... Κάνε ένα ψυχικό, ρε Λίλιαν, να χαρεί και το πικραμέν' αχείλι...

  2. - Μπαμπά κοίτα τι ωραίο σκυλάκι που βρήκα!
    - Τί είναι αυτό ρε Λουκία, περίληψη σκύλου είναι αυτό!
    - Είναι καλό μωρέ μπαμπάαα, είναι τσέπης, δεν θα μας ενοχλεί, όπου πάμε θα το παίρνουμε μαζί...
    - (&#^$)@&*^)... Εντάξει γλυκιά μου, ό,τι πεις...

για τους γαλλομαθείς (από ironick, 18/02/09)Ναιμ Σουλειμανογλου  (από Vrastaman, 18/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified