Further tags

Όρος του παιδικού ομαδικού παιχνιδιού «κρυφτό». Η φτούκα είναι το μέρος όπου «τα φυλάει» (δηλαδή μετράει, με κλειστά τα μάτια, μέχρι ξέρω γω το πενήντα, ώστε να έχουν χρόνο να κρυφτούν οι συμπαίκτες) αυτός που θα ψάξει τους κρυμμένους. Μπορεί να είναι ένα δέντρο, μια γωνία, μια κολώνα, ό,τι. Μόλις αυτός που ψάχνει απομακρυνθεί από την φτούκα για να ψάξει τους κρυμμένους, οι κρυμμένοι έχουν σαν στόχο να προλάβουν να τρέξουν στην φτούκα πριν τους βρει. Ο πρώτος που θα φτάσει στη φτούκα, θα την φτύσει και θα πει «φτού ξελευτερία!». Μ' αυτό τελειώνει το παιχνίδι και ελευθερώνονται οι κρυμμένοι.

Από κει μάλλον προκύπτει και η έκφραση (που έχει γίνει και αυτόνομο παιχνίδι) «κάνω φτούκα πρω» (δηλ. «φτούκα πρώτος /-η») που σημαίνει προλαβαίνω πρώτος. Λέγεται δηλαδή από αυτόν που θα προλάβει να παρουσιαστεί ή να μιλήσει πρώτος σε μια δεδομένη περίσταση, άρα θα έχει και προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους που ήρθαν δεύτεροι ή τρίτοι (και οι οποίοι λένε «φτούκα δε-», «φτούκα τρι-», κλπ). Είναι δηλαδή σαν μια έκφραση θριάμβου, ας πούμε.

Προφάνουσλυ η λέξη προέρχεται από το ρ. φτύνω.

  1. Κάθε απόγευμα έπαιζα αμπάριζα, κρυφτό.
    Η φτούκα ήταν μια μουριά με ασβέστη ασπρισμένη.
    Μετράγα ως το είκοσι έλεγα “φτου και βγαίνω”.
    Ξελευθερία φώναξες κι εγώ ξαναμετρώ.
    από το ποίημα «Το κρυφτό», Κώστας Βελιάδης (εδώ)

  2. ...δεν θα είμαι ο νονός γιατί έκανε «φτούκα πρώ» η Ελένη.

  3. Ο πολιτικός μας βίος λειτουργεί ως ένας τεράστιος «Καραγκιόζ μπερντέ». όπου ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης παίζουν το παιδικό παιγνίδι «φτούκα πρω» για το ποιος είπε πρώτος αυτό ή το άλλο, ποιος είναι ο «καλός» που υποχωρεί για να σωθεί ο τόπος και ποιος ο «κακός» που προβοκάρει με διαρροές το σχέδιο «κυβέρνηση σωτηρίας»...

(όλα ιντερνετικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρικ για να ξεχωρίζεις κατά που πέφτουν τα αριστερά (κρομμύδι) και που τα δεξιά (σκόρδο). Συνοδεύεται από μακρόσυρτο «ρέεεεεεει» κι ακολουθεί εκφράσεις τ. «τι κάνει το νούμερο», «πού πάει ρε ο μαλάκας», κλπ.

Πιο δυνατή η οσμή, η γεύση και οι επιπτώσεις τού ενός σε σχέση με το άλλο, άρα δικαίως το σκόρδο αντιπροσωπεύει το δεξί και πάμε τώρα Ντανμπραουνικές θεωρίες περί παγκόσμιας ιστορικής συνωμοσίας να αναδειχτεί το δεξί σε βάρος του αριστερού και διάφορα τέτοια μεγαλοφυή και τετριμμένα. Ειρήσθω σχετικά το ιταλικό sinistra απ’ όπου προκύπτει η λέξη sinister, η διπλή σημασία του right στα Αγγλικά, του droit/ à droite στα Γαλλικά κλπ. Άντε, να γίνει και μια μνεία στους μονίμως αδικημένους αριστεράντζες και τους ζερβοχέρηδες που αναγκάζονταν μέχρι και μια γενιά πίσω να μάθουν να γράφουν με το δεξί.

Όσοι πιστοί δε βαριέστε, χώστε παραδείγματα.

Εναλλακτικά και απείρως ορθότερα και πρακτικότερα, να δεχτούμε ότι είναι τούρκικης προέλευσης η έκφραση, καθώς αφενός υπάρχει και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, αφετέρου εξυπηρετεί κυρίως την υπόμνηση της κατάλληλης λέξης. Το «σκόρδο» τουρκιστί λέγεται Sarımsak και το «δεξιά» sağ ενώ το «κρομμύδι» λέγεται Soğan και το «αριστερά» sol κι αυτός είναι ένας εύκολος τρόπος να μαθαίνουν και να θυμούνται το διαχωρισμό οι γείτονες βάσει των πρώτων δυο κοινών γραμμάτων των λέξεων.

Ευλόγως λοιπόν χρησιμοποιείται κυρίως από Μικρασιάτες.

- Πιάσε μία τον αναπτήρα ρε συ...
- Πού είναι;
- Αριστερά.
- Πούντος;
- Στα αριστερά σου.
- Δεν τον βλέπω...
- Σκόρδο-κρομμύδι ρε. Κοίτα κι από την άλλη γαμώ το φιλότιμό σου.

(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει πως κάτι είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και αξίζει και με το παραπάνω, ή ακόμη πως το κάτι αυτό είναι το βασικό στοιχείο ή χαρακτηριστικό που υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Είναι συνώνυμη στο λόγο και στη χρήση με την φράση όλα τα λεφτά.

Αρκετά παλιά έκφραση που χρησιμοποιεί την συμπαραδήλωση χαρτί = λεφτά, η οποία χρονολογείται από τις ημέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα κι η Γλυκερία αναρωτιόταν στις πίστες γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ωστόσο, αν και παλιά, η έκφραση λέγεται (και γράφεται) ακόμη, και είναι υφολογικά αρκετά μαγκιόρικη έτσι ώστε να γλιτώνει την κατάταξη στους μπαμπαδισμούς.

  1. Eίναι παραγωγής, αλλά σε πολύ λίγα κομμάτια. Το πλαίσιο είναι όλο το χαρτί, ο κινητήρας είναι TZR250 και η μοτοσυκλέτα εχει στήσιμο GP250. Είχα υποσχεθεί φωτό, την εχω σε βιβλίο στο γκαράζ, αλλά σήμερα με ξελόγιασε πάλι η bimota και το ξέχασα τελείως. (Από εδώ)

  2. Το διπλό πλάνο της Όλγας Τρέμη με τον πατατοπαραγωγό Ξανθόπουλο είναι όλο το χαρτί και αποτυπώνει άψογα την εικόνα της σημερινής Ελλάδας της κρίσης! (Από εδώ)

  3. Ο πορωτικότατος ήχος που ακούγεται από την σκάστρα είναι όλο το χαρτί! Πρόκειται για μία διπλοέμβολη της HKS που κάνει το Subaru στο πέρασμά του να ανασταίνει και νεκρούς! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, απαξιωτικά.

Εκφέρεται με το σκεπτικό (διαδεδομένο κυρίως σε παλαιότερες εποχές) ότι η ιδιωτική εκπαίδευση αφορά πρωτίστως μπούληδες με άι κιου ραδικιού που δεν την παλεύουν σε δημόσια σχολεία ή πανεπιστήμια.

Από το στουρνάρι και το γαμοσλανγκοτέτοιο -άδικο. Βλ. επίσης: κολεγιόπαιδο, μωραϊτόπαιδο, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάου.

  1. άντε καιρός είναι να στείλετε τα παιδιά σας μακριά, εκεί στα στουρναράδικα της Ευρώπης να γίνουν κάτι σαν Σαμαροπαπανδρέοι ή γιάπις...
    (εδώ)

  2. Γιάννης Στουρνάρας... με μεταπτυχιακό από το στουρναράδικο της οξφόρδης στις υπηρεσίες του έθνους...
    (εκεί)

  3. Χτες έγραψε η «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» ότι έχω στείλει την κόρη μου στο Deree. Οντως, έτσι είναι. Ενα παιδί αν δεν μπορεί ή δε θέλει να πάει στο Πανεπιστήμιο, δεν έχει διέξοδο στην Ελλάδα, τι θα κάνει μετά το Λύκειο. Κάπου πρέπει να πάει.
    (Αλέκα Παπαρήγα για την χρησιμότητα των στουρναράδικων, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίως γνωστό παρατσούκλι που κόλλησαν οι Βρετανοί της RAF στο αμερικάνικο στρατιωτικό μεταγωγικό αεροπλάνο Douglas C-47 Skytrain που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον απ’ τους συμμάχους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τα μέσα του ‘50.

Κατά συνέπεια, όσες απέμειναν μετά από περίπου εξηντακονταετία αν και τιμημένες, τελούν υπό αχρηστία σαν μουσειακό είδος.

Σαν υποτιμητικός χαρακτηρισμός (εξάλλου εμπεριέχει και το –«κότα») εκτοξεύεται συχνότατα σε στρατώνες κάθε όπλου από και γαμώ τα μαχίμια εναντίον των ..μη. Τουτέστιν· γιωτάδων, αρρωστιάρηδων με αιτία ή χωρίς, βυσμάτων ή όχι κατσικωμένων σε λουφαδόρικη υπηρεσία ή πόστο (γραφιάδων, σιτιστών, μαγείρων, οδηγών των αστεράτων).

Περιπαικτικά, σε όσους βρίσκονται σε ανάρρωση ή σαν πρόκληση για σύγκριση.

Μεταξύ μονίμων, σε οσονούπω συνταξιούχους με την έννοια του παροπλισμένου.

Παίζει κι εκτός στρατώνων σε κάθε είδους σινάφι που η μαχητικότητα σε σωματικό επίπεδο αποτελεί προσόν (ψαροντουφεκάδες, κυνηγοί, αθλητές, ορειβάτες κι άλλα παρόμοια).

Το ‘χω ακούσει και για αποσυρμένη απ’ την πιάτσα πουτάνα.

Αν και λέγεται μεταξύ στρατιωτίνων, η χρήση του όρου παραμένει αντρική υπόθεση.

1.
Kάνουμε έρανο τώρα στην Θεσσαλονίκη να μαζέψουμε μερικές εξάδες φανελάκια γιατί πολύ ιδρώνετε στο πυροβολικό. ΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥ ρε παλιοντακότα που όλη μέρα βγάζεις φωτό και γυρνάς στα καφενεία. Σουρουκλεμέ, ε σουρουκλεμέ. Μια εξυπηρέτηση σου ζητήσαμε, να μας κόψεις την συντήρηση και χλόμιασες. Παλιο-όπυ.

2.
Και για να τελειώνουμε βλάκα εκεί που υπηρέτησα εγώ δεν έχεις τα ορχίδια ούτε από την πύλη να περάσεις. Με δεκαοκτώ νυχτερινά άλματα βλάκα και βατραχοπουλάδα ούτε στον ύπνο σου δεν έχεις δει τον εαυτό σου παλιοντακότα. Και δεν αξίζεις να φοράς στολή του ελληνικού στρατού ποντίκι. Μια αναφορά στην ΑΣΔΕΝ είσαι ξεφτιλισμένε και θα δεις πως είναι από μέσα οι Ε.Σ.Φ. Και να ξέρεις όλα και όλοι μαθαίνονται , αγωνιστάρα ....

3.
Γιώτα, γιώτα, ζωή και κότα,
Γιώτα, γιώτα, σκατοντακότα.

4.
-Σήμερα ξεπέρασα το φάσμα των τριών εκατομμυρίων(3.000.000) χιλιομέτρων. Τι να μου ευχηθώ;
-Ότι ήρθε η ώρα να βγεις στην σύνταξη, πόσες φορές θα μηδενίσεις το κοντέρ παλιοντακότα!!!

C-47A Dakota (από sstteffannoss, 10/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή δεν το έχουμε, και είναι ντροπή και αίσχος που δεν το έχουμε, Ερωτική Πόλη είναι ακόμα ένα προσωνύμιο της Φραπεδούπολης, Τραπεζοκαθισματούπολης, Μεγάλης Φτωχομάνας, νύφης του Θερμαϊκού, κουνιάδας του Παγασητικού, εκεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι, η πόλη που ζηλεύουν οι Αθηνέζοι, γι' αυτό και βγάζουν αστειάκια με μπουγάτσες, η Ξεσσαλονίκη τέλος πάντων.

Έχετε υπόψη σας, πάντως, ότι οι κάτοικοι της ερωτικής πόλης συμπαθούν αυτό το προσωνύμιο όσο και τα αστειάκια με μπουγάτσες.

Πάτε γυρεύοντας. Η έκφραση “ερωτική πόλη” εκνευρίζει αφόρητα όλους τους Θεσσαλονικείς, που πιστεύουν (και ίσως όχι άδικα) πως τη χρησιμοποιούν οι Αθηναίοι επισκέπτες της ΔΕΘ για να δικαιολογήσουν τις εξωσυζυγικές παρασπονδίες τους στον Βορρά. Και μένα με εκνευρίζει. Δεν είναι ερωτική πόλη η Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον όχι περισσότερο ή λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη πόλη.
http://www.tovima.gr/vimagazino/views/article/?aid=436408

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθημα -άδικο πάντα κείτουνταν στο μεταίχμιο του δόκιμου (βενζινάδικο, επιπλάδικο) και τση αργκούς (σκυλάδικο, κωλάδικο). Η χρήση του ως γαμοσλανγκοτετοιο διευρύνθηκε στα ογδόνταζ (φαστφουντάδικο, βιντεοκασετάδικο) και ξέφυγε στα ενενήνταζ με νεόκοπες για την εποχή έννοιες όπως πρωινάδικο και μεσημεράδικο.

Τότενες ξεκίνησε και η εκνευριστική τάση μαγαζιών να υιοθετούν ονομασίες που το εμπεριείχαν, με πρώτο το Βαρελάδικο στον Πειραιά (του οφείλουμε και την έννοια του ελληνικάδικου / ελληνάδικου). Τελικά το γαμήσαμε και ψόφησε· κυριολεκτικά μάλιστα, αν αναλογιστούμε ότι θανατάδικο φέρει την μπράντα «Το Συγχωράδικο».

Το σλανγκρρ γέμει σχετικών λημμάτων που εξακολουθούν να ξεπετάγονται σαν πούτσες σε εαρινό αρχιδόκαμπο. Βουαλά κι ένα σχετικό κατεβατό:

1. Φαγάδικα κ.ά. μαγαζάδικα (ενίοτε δηθενάδικα)

2. (Ξε)νυχτάδικα, ελληνάδικα κ.ά. μουσικάδικα (λαϊβάδικα τε και πεθαμενάδικα)

3. Μουνάδικα, κωλάδικα κ.ά. γαμάδικα

4. Καλτάδικα, καμενάδικα και ταλιμπανάδικα

Κλείνοντας, πεοτείνω ότι κάθε λήμμαν αυτής της συνομοταξίας υποκρύπτει μεγάλο άδικο.

1.
Ήταν η εποχή που η πόλη αλλά και το Πανελλήνιον είχε γεμίσει μαγαζιά με την... πρωτότυπη κατάληξη «-άδικο»

2.
Έχουμε ανοίξει και λειτουργούμε στην οδό Μεσογείων 33-37, Αμπελόκηποι, Αθήνα γραφείο τελετών TΟ «ΣΥΓΧΩΡΑΔΙΚΟ»>> , το οποίο εκτελεί τελετές κηδειών, μνημόσυνων, στολισμούς, αποστολή στεφάνων, ως επίσης...

3.
Ο ένας τσαγάκι, η άλλη ουίσκι.Αυτός κουράζεται, εκείνη δεν πάει στα βαρελάδικα ; Στά ξενυχτάδικα ; Λατιν, έξαλλο ρόκ ή ντίσκο αυτή, αυτός όμως ...τί ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified