Ηρεμώ, έρχομαι στα ίσα μου.
Δεν μπορώ άλλο με την δουλειά, πρέπει να πάρω άδεια να πάω διακοπές να στανιάρω.
Ηρεμώ, έρχομαι στα ίσα μου.
Δεν μπορώ άλλο με την δουλειά, πρέπει να πάρω άδεια να πάω διακοπές να στανιάρω.
Got a better definition? Add it!
Το λήμμα, με την ίδια σημασία, είναι γνωστό και ως τιγκανά, παραπέμποντας στον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή.
-Άντε! πέρασε η ώρα και έχω δουλειά αύριο. Τιγκανά, τα λέμε.
Got a better definition? Add it!
Βλ. και παπαρδέλες.
Got a better definition? Add it!
Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».
- Τα 200 ευρώ που σου είχα δανείσει δεν τα θυμάσαι όμως, ε μαλακάκο; Τα κάναμε γαργάρα τα 200...
Got a better definition? Add it!
Πρόσεχε, σε παρακολουθώ, κι όταν κάνεις τη μαλακία σ' έφαγα λάχανο.
-Θα μου κλασεις τ' αρχίδια... -Καλάααα, ξέρω που μένεις φ'λαράκ'. Το νου σ'...
Βλέπε και το νου σου.
Got a better definition? Add it!
Γρήγορα και πρόχειρα, όπως κι όπως, πατ κιουτ.
Αν απενεργοποιούσαν και τις νάρκες έτσι τσάτρα πάτρα, την είχαμε κάτσει τη βάρκα!
Got a better definition? Add it!
Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.
- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;
Βλ. και φουλάρω, φέτα, τελικιάζω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα
Got a better definition? Add it!
Ερωτεύομαι.
- Έχεις δει καθόλου τον Μήτσο; - Όχι, από τότε που τα 'φτιαξε με την Κατερίνα έχει χαθεί. - Έλα ρε, είναι σοβαρό δηλαδή; - Ναι, την έχει δαγκώσει την λαμαρίνα, μας βλέπω να 'χουμε αρραβώνες σύντομα.
Got a better definition? Add it!
Ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά χρήματα και συνήθως το επιδεικνύει.
Σωστός ο Κυριάκος, βρήκε εκεί την Σούλα που είναι φραγκάτη και τώρα μου κάνει διακοπές στην Μύκονο τα καλοκαίρια.
Δες και -άτος. Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.
- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!