Selected tags

Further tags

Πολλές οι σημασίες και οι χροιές ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο.

  • Ο ορατός: κοίτα ένα μαλάκα
  • Ο τεφάλ: ξεκόλλα ρε μαλάκα
  • Ο σταθερός: έμεινε μαλάκας
  • Ο αδιόρθωτος: ε τον μαλάκα
  • Ο επώνυμος: έλα ρε Μαλάκα
  • Ο νυχτωμένος: ξύπνα μαλάκα
  • Ο χαμένος: που 'σαι ρε μαλάκα;
  • Ο φευγάτος: την έκανε ο μαλάκας
  • Ο βαθμοφόρος: α, τον αρχιμαλάκα
  • Ο αμφίβολος: καλά μαλάκας είσαι;
  • Ο διττός: και πούστης και μαλάκας
  • Ο ευρεσιτέχνης: μαλάκας με πατέντα
  • Ο εμετικός: τα ξέρασε όλα ο μαλάκας
  • Ο καλοδεχούμενος: καλώς το μαλάκα
  • Ο εξακριβωμένος: είναι τελικά μαλάκας
  • Ο επιρρεπής: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα
  • Ο εκνευριστικός: άει γαμήσου ρε μαλάκα
  • Ο ανεκδιήγητος: μα πόσο μαλάκας νά 'σαι!
  • Ο αργοκίνητος: άντε ρε μαλάκα, κουνήσου
  • Ο φαφλατάς: μιλάμε για πολύ χοντρομαλάκα
  • Ο επαναλαμβανόμενος: την είπε πάλι ο μαλάκας
  • Ο σεξιστής: μαλάκας μπορεί να είμαι, πούστης όμως όχι!!
  • Ο απίστευτος: Τι λες ρε μαλάκα;
  • Ο κυριολεκτικός: Το πολύ το τίκι-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα
  • Ο προβλέψιμος: Μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει
  • Ο χορταστικός: Μαλακομπούκωμα
  • Ο άξιος: Μπράβο μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το την κάνω / τηγκανά. Παραλλαγή είναι και ο Τηγκανιάδης.

- Λοιπόν πληρώνουμε και Τηγκανόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλή φάση, τζάμι, κομπλέ.

- Πώς περάσατε χθες;
- Ζάχαρη.......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβλιτζέκι (το). Χαρακτηρισμός αντικειμένων σφηνοειδούς συνήθως μορφής με μήκος τουλάχιστον τριπλάσιο του πλάτους. Την λέξη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τέτοιου είδους αντικείμενα όταν τα χρειαζόμαστε, αλλά είναι λίγο πιο μακριά απ' ό,τι φτάνει το χέρι μας.

(ο μάστορας προς το παιδί για όλες τις δουλειές...)

- Πιάσε αυτό το καβλιτζέκι να το βάλω στη θέση του να τελειώνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την αρνητική έκβαση μιας κατάστασης. Επίσης ψέματα, αρλούμπες, ανυπόστατα πράγματα κτλ.

Χρησιμοποιείται και με δεύτερο ουσιαστικό, για έμφαση:

Βλ. και πούτσες μπλε.

-Βρήκες πράμα απ' το Σάκη τελικά;
-Αρχίδια καπαμά βρήκα. Θα πάρω το Λάκη μπας κι έχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελικά. (μικρή παραλλαγή: ντιπ-για-απο-ντιπ.)

- Είσαι ντιπ-για-απο-ντιπ κουδούνας ή μαλάκας;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που αδιαφορεί για τα πάντα - «τα γράφει στ' αρχίδια του».

Σιγά μην περιμένω απάντηση από τον Τάκη... Αυτός είναι ένας γραψαρχίδης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκα που έχει τόσο χαμηλά τον πισινό της (χαμηλοκώλα), ώστε όταν περπατά "σηκώνει σκόνη".

-Πω πω τι μουνάρα είναι αυτή !
-Σιγά ρε μαλάκα !!! Αυτή σκων' σκον' !

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό junkie, που σημαίνει ο εθισμένος στα ναρκωτικά και δη στην ηρωίνη. Ο πρεζάκιας.

-Μα που έχει χαθεί ο Νίκος, έχω καιρό να τον δω. –Άστα, έχει μπλέξει με κάτι τζάνκια και θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα φοβάμαι.

Αποκοιμιέται ένα τζάνκι....... (από malakia, 29/02/12)Αποκοιμιέται ένα τζάνκι....... (από malakia, 29/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified