Υποτιμητικότατος όρος για την ώριμη γυναίκα που παριστάνει την σεξουαλική εικοσάρα.
Μου είχαν πει ότι η μάνα του είναι ωραία γκόμενα αλλά είναι μια πουρέκλω, παναγία βόηθα!
Υποτιμητικότατος όρος για την ώριμη γυναίκα που παριστάνει την σεξουαλική εικοσάρα.
Μου είχαν πει ότι η μάνα του είναι ωραία γκόμενα αλλά είναι μια πουρέκλω, παναγία βόηθα!
Got a better definition? Add it!
Η ψηλή και ίσως άγαρμπη γυναίκα.
- Καλά, η Αλεξάνδρα του, είναι φοβερή γκόμενα!
- Σιγά την αγγούρω μωρέ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.
Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.
Got a better definition? Add it!
(ή τσουλί)
Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).
Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).
Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.
Got a better definition? Add it!
Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.
-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γενικός χαρακτηρισμός ιδιαίτερα εύχρηστος, κυρίως στην δεκαετία του '80. Κατ' αρχάς σημαίνει την γκόμενα κάποιου, ή το αγόρι της γκόμενας, αλλά είναι πολύ πιο κουλ. Επίσης σημαίνει τον κολλητό φίλο / φίλη, ή κάποιο πρόσωπο που καταλαβαίνουμε ποιο είναι αλλά για κάποιον λόγο δεν πρέπει να πούμε το όνομά του.
- Μάγκες απόψε έχει ντίσκο! Κανονίστε με τις έτσι σας και ραντεβού στην πλατεία στις 20:00!
- Μαλάκα Ηλία ψήσου να μην πεις στον έτσι να έρθει, οκ; Είναι μεγάλη λουστραρία δικέ μου!
- Κομπλέντερ η φάση Άκη! Του είπα να πάει να δει αν έρχομαι...
Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι!, ετς
Got a better definition? Add it!
Το ζέουλο που γίνεται με χάπια, ο χαπάκιας που τρώει κουμπιά οποιουδήποτε είδους. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που λέγεται από τα άλλα πρεζάκια που δεν πολυπάνε τους χαπάκηδες.
Got a better definition? Add it!
Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.
- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)
Got a better definition? Add it!
Πολύ παλιά έκφραση, συνήθως την ακούμε από τους παππούδες ή τους γονείς. Σημαίνει βασανίζω, τυραννώ, δυσκολεύω τη ζωή κάποιου.
-Χρήστο παιδί μου, τι θα γίνει επιτέλους; Θα βγεις ποτέ από την τουαλέτα; Μία ώρα περιμένω! Αμάν, μου' χεις κάνει τη ζωή πατίνι!
-Τώρα μπαμπά βγαίνω. (ΦΛΛΑΠ!ΦΛΛΟΥΠ!)-ήχος από καζανάκι-
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.
Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι
Got a better definition? Add it!