Selected tags

Further tags

Η έκφραση «είναι που είναι» σημαίνει χοντρικά «όντας ήδη» και χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι που έχει μια ποιότητα, πχ όμορφο, χαζό, μεγάλο, την αποκτά σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό.

  1. Μην τον χτυπάς στο κεφάλι, είναι που είναι βλαμμένος.

  2. Ήταν που ήταν παλαβή η διακόσμηση, έβαψε και τους τοίχους πορτοκαλί και το κατάστρεψε το δωμάτιο.

βλ. και (ρήμα Χ) που (ρήμα Χ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι ισοδύναμη με το «δεδομένου ότι (ρήμα Χ)» και χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι επόμενο της ενέργειας του ρήματος Χ. Να σημειωθεί ότι η έκφραση δεν αντικαθιστά πάντα την έκφραση «δεδομένου ότι (ρήμα Χ)», π.χ. στο τέταρτο παράδειγμα δεν μπορούμε να πούμε «δεν ξέρω που δεν ξέρω καλά αγγλικά...».

Όταν το ρήμα είναι το «είναι», έχουμε την έκφραση είναι που είναι.

  1. Τρέχεις που τρέχεις για τα χαρτιά, κράτα τουλάχιστον ένα αρχείο και σημειώσεις να ξέρεις με ποιον μίλησες και τι σου είπανε.

  2. Τους κάνεις που τους κάνεις τόση κατανάλωση, ζήτα και καμιά απόδειξη.

  3. Δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;

  4. Δεδομένου ότι δεν ξέρω καλά αγγλικά, νομίζω ότι καλά συνεννοήθηκα.

  5. Δεν ξέρω που δεν ξέρω καλά αγγλικά, με βάλανε και διερμηνέα και τα έκανα θάλασσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλοποιώ μια πρόταση ώστε να γίνω κατανοητός απ' το συνομιλητή μου.

Βλέπε και «να στα κάνω πενηνταράκια» , «κάνω κάτι ρώγες».

- Να σε πάω μια κόντρα;
- Τι λε ρε μυρωδιά; Και 1.000 ευρώ στοίχημα σε πάω.
- Με τον κουβά σου;
- Κοίτα, για να στο κάνω λιανά να το καταλάβεις, είναι πειραγμένο το μοτέρ στα 300 άλογα. Οπότε άστο, δε σε παίρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Extravaganza: από τα λατινικά στο μεσαίωνα: extra (=πέρα από, έξω, εκτός) + vagari (από το ρήμα vagor = αναρωτιέμαι, περιπλανάμαι, είμαι ανήσυχος).

Αρχικά υπήρχε το extravagant (τέλη του 14ου αιώνα) που συναντάται σε καταστατικά (νόμους) εκκλησιαστικών εξουσιών (δες).

Πρώτη γνωστή καταγραφή: 1754, με αναφορά σε περίεργη συμπεριφορά, επίσης το 1794 σε μια μη ρεαλιστική γραφική αναπαράσταση. (δες).

Περιπλανιέμαι έξω από τα όρια, σύνορα ή αλλιώς, το βλαχαδερό (μεσαιωνιστί).

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στην τέχνη και ειδικότερα για μουσικές ή θεατρικές συνθέσεις ή παραγωγές που χαρακτηρίζονται από χαλαρή δομή, μια επιπολαιότητα, περίτεχνα κοστούμια και σκηνικά. Ακόμα η έκφραση χαρακτηρίζει λογοτεχνικά ή μουσικά έργα που διέπονται από ακραία ελευθερία του ύφους και της δομής και συνήθως από κωμικά στοιχεία.

Μεταφορικά οποιαδήποτε πλούσια ή πολυτελής εμφάνιση, εκδήλωση, συνάθροιση, που έχει ένα καρακιτσαριό για την πάρτη της μαζί με μια ναρκισίζουζα τάση για αυτοπροβολή. Κάτι υπερβολικό, μη ρεαλιστικό, κάτι που στο Ελλαδιστάν ο κάθε φανφαρόζος έχει σε μεγάλη υπόληψη.

  1. Κομμένες λοιπόν οι φανφάρες, οι εξτραβαγκάντζες και οι υποσχέσεις των προηγούμενων ετών.(δες)

  2. ...το πόσο «απλά» και χωρίς εξτραβαγκάντζες ερμηνεύονται οι ρόλοι είναι παροιμιώδες. (δες)

  3. Εξτραβαγκάντζες του τύπου «να έχει και μια ρίγα άσπρη στο πέτο μάστορα;» ή τέσσερα κουμπιά αντί για δύο (άντε τρία) ή μια «τόση δια μικρή γυαλάδα στην ύφανση για να σπάει η μουντρούχα της μαυρίλας» , είναι επιβεβλημένες μόνο σε όσους θέλουν να κάνουν τον κονφερασιέ σε κανένα τσίρκο ή τον πορτιέρη στον Σαράφη στα Τρίκαλα, Σαράφη στο Παρίσι κτλ.. (δες)

(από VAG, 30/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπινελίκι που χαρακτηρίζει κάποιον που δεν είναι αρκετά Έλληνας και ελληνόψυχος. Περαιτέρω μπορεί να έχει τις ακόλουθες σημασίες:

Κάποιος που εντοπίζει την ψυχή του εκτός Ελλάδας, γιατί εκεί τοποθετεί το συμφέρον του. Πιο συγκεκριμένα, αυτός που μεταφέρει τα χρήματά του σε λογαριασμούς σε ελβετικές τράπεζες και συντελεί έτσι στην χρεωκοπία της Ελλάδας. Ωσεκτουτού, ο ελβετόψυχος είναι προδότης και τσολιάς (ελβετοτσολιάς ένα πράμα).

Όμως, ο όρος πάει παραπέρα από μια ενδεχόμενη καταγγελία προδοσίας. Χτυπάει την ενδότερη ψυχή του υβριζομένου, για να δείξει την βαθύτερη αλλοτρίωσή του. Είναι μια καθολική βρισιά με υπαρξιακή διάσταση, όπως τα σκατόψυχος και μπατσόκαρδος.

Ορισμένα, λοιπόν, ψυχικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές που μπορεί να έχει ένας ελβετόψυχος είναι τα παρακάτω: τοποθετεί την ψυχή του στο ατομικό του συμφέρον, οπότε δεν είναι κιμπάρης, χουβαρντάς, λαρτζ, αλλά σφιχτοκώλης. Είναι πεφωτισμένος εγωιστής κιέτς, δηλαδή δεν είναι ούτε μεγαλόψυχος, αλλά ούτε και πρωτόγονα εγωιστής με καταστροφικό τρόπο, όπως θα ήταν πιο ανθρώπινο, ή, έστω, πιο ελληνικό, να ήταν. Είναι υπερβολικά οργανωμένος, σχεδιάζει τις καλοκαιρινές διακοπές του από τα Χριστούγεννα, δεν αφήνει τίποτα που να μην το ανακυκλώνει, είναι κορεκτίλας, αποταμιεύει, δεν βγαίνει έξω τα βράδια, αλλά κοιμάται από τις οκτώ, είναι κρυόκωλος και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις κ.ο.κ. Με άλλα λόγια έχει αναπτύξει εκείνους τους προτεσταντικούς εθισμούς, τους καλβινιστικούς και ουχί καβλινιστικούς, που του επιτρέπουν να γίνει ένας πετυχημένος καπιταλίστας, όπως λέει κι ο Μαξ ο Βέμπερ.

Την έκφραση διέδωσε ο Τζίμης Πανούσης, που ξεκινούσε τις εκπομπές του στον Δούρειο Ήχο με την προσφώνηση: «Αμερικανοτσολιάδες, ελβετόψυχοι, αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι, επαγγελματίες, ήρθεν η ώραν σας». Χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης για αυτούς που στέλνουν τα λεφτά έξω, καθώς και από Ελληνάρες, που ανάγουν τα προβλήματα σε έλλειψη αρκετού Ελληνισμού ή Ρωμιοσύνης, όμως οριακά η έκφραση και πανηγυρίζεται από όσους θέλουν να περάσουν για τον εαυτό τους ένα ίματζ πολύ οργανωμένου και καλλιεργημένου μεσευρωπαίου, ως αντίδοτο για την κρίση.

Σχετικό και συχνό το γερμανόψυχος (αφορά και σε ψυχικά χαρακτηριστικά και μπορεί -λίγο δύσκολα- να πανηγυριστεί), ενώ πιο σπάνια τα αμερικανόψυχος, τουρκόψυχος, εβραιόψυχος (με την σημασία του προδότη). Αντώνυμο: ελληνόψυχος.

  1. Αυτός ο ακατανόμαστος πρέπει να είναι εβραίος η κουμουνιστής η ελβετόψυχος η δάκτυλος του Πάπα για να μιλάει τόσο ανθελληνικά. (Εδώ).

  2. (Εδώ καλογραμμένο ποστ με θέμα: Ο Ελβετόψυχος):
    Τί να τα κάνεις τόσα χρήματα αν δεν ξέρεις πώς να τα σπαταλήσεις ρε φίλε; Τί, να τα βάλω στην τράπεζα ν'αυγατίζουν, ή να τα φυλάω μέχρι να με θάψουν; [...]
    Λοιπόν, όποιον συναντήσετε και σας πει ότι η χώρα του Καλβίνου είναι θαυμάσια, θα συμβαίνουν τα εξής τινά: ή είναι άνω των 55 ετών με συντηρητικό background, ή οι τράπεζες φρόντισαν καλά το πόθεν έσχες του, ή...είναι ελβετόψυχος!!!αχαχα.

  3. Άκαρδος ο αλήτης. Στο 7-0 να σου ακυρώσει γκολ, πρέπει να έιναι πολύ..ελβετόψυχος! (Εδώ).

  4. εκτός από λογοτέχνης είναι και «Αριστερή» (οι μάχες της, δε, για την ανανέωση της «Αριστεράς» διεκδικούν «κότινο και στέφανο»). Αντί άλλης απόδειξης περί του «Αριστερού» του πράγματος, αρκεί η αναφορά της για την καταγωγή του χασίς που επιλέγει (κουρδικό). Επιλογή, που προφανώς έχει γίνει με ατράνταχτα ιδεολογικά κριτήρια, που εκκινούν από την επίδραση που ασκεί στην κυρία ο αγώνας των Κούρδων για ελευθερία. Μια «Αριστερή» ξέρει πάντα από πού ψωνίζει.
    Εμείς, από την άλλη, δογματικοί, κολλημένοι, απροσάρμοστοι κλπ., καθώς είμαστε, πού να καταλάβουμε μια τόσο «προχωρημένη» κυρία και, κυρίως, να αντιληφθούμε ότι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της καθημερινότητας ενός ανθρώπου, που θέλει να τo μοιραστεί με μερικές χιλιάδες αναγνώστες, είναι η μάρκα της φούντας που φουμάρει, καθώς ταΐζει τις πάπιες στη Ζυρίχη. Αυτά, όπως φαίνεται, είναι πράγματα που μόνον άμα είσαι ...ελβετόψυχος (και «Αριστερός») μπορείς να τα νιώσεις. (Εδώ).

  5. Ο Φέντερερ είναι ελβετόψυχος, ο Ναδάλ παραείναι επιμελώς «αλητάκος» και οι υπόλοιποι απλώς «δεν υπάρχουν». (Τα κακά παιδιά του τένις).

  6. Κύριος και ελβετόψυχος όπως πάντα κράτησα τα ψηφοδέλτια του Αβράαμ και της κας Κουβελου στην τσέπη μου γιά να τα ανακυκλώσω. (Παραλειπόμενα εκλογής Σαμαρά).

  7. Μέσα απ’ αυτήν την μηδενιστική αυτοκαταστροφή, αναδεικνύεται ίσως δριμύτερη, η δεύτερη σύγχυση. Το δεύτερο ασυμβίβαστο –σε ατομικό επίπεδο αυτή τη φορά- ανάμεσα στην ελληνική και στην νεωτερική αντίληψη για το υποκείμενο. Το δεύτερο θεμελιώδες ασυμβίβαστο, όσον αφορά στο νόημα –στο περιεχόμενο- της ελευθερίας. Ο δυτικός άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί την ελευθερία ως κάτι περισσότερο από την ιδιωτική ελευθερία επιλογής. Ίσως μόνο στις κρίσιμες οριακές επαναστατικές στιγμές του, κάτι να ψυλλιάστηκε. Ο «ελβετόψυχος» άνθρωπος-επιλογέας απολαύσεων, δεν πήρε ποτέ χαμπάρι την ελευθερία ως κατάργηση της χρείας, ως ανυπακοή στην τυφλή ανάγκη. (Το σακάτεμα της ελληνικής κοσμοαντίληψης).

(από Khan, 01/05/12)Cyril Kuhn, "Ο Λένιν στην Ελβετία". (από Khan, 27/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινα έξαλλος, βγήκα εκτός εαυτού.

Έγινε «Βαπόρι» η Ν.Δ. με τον Ερντογάν. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και όταν κάποιος υποτιμά ένα χρηματικό ποσό ή υλικό αγαθό, και προσπαθούμε να το ανατιμήσουμε, δείχνοντας ότι δεν είναι τόσο ανάξιο λόγου, αφού αν το είχαμε, θα μπορούσαμε και καλούα να παντρευτούμε.

  1. - Πόσο είναι η λυπητερή;
    - 91 Ευρώ γράφει, ε να βάλουμε 20 Ευρώ ο καθένας, να αφήσουμε κάτι και στο παιδί.
    - Τιλέρε; Με εννιά ευρώ εγώ παντρεύομαι!

  2. Πάει κι αυτή η κηδεία. Ένας συνταξιούχος των 1800 ευρώ αυτοκτόνησε, πριν αρχίσει να ψάχνει στα σκουπίδια για να φάει, όπως έγραψε στο σημείωμα που άφησε. Μόλις το είπα στη μάνα μου, που η σύνταξή της συρρικνώθηκε στα 650 ευρώ, δεν κατάλαβε το νόημα της θυσίας του και αναφώνησε «Εγώ με 1800 ευρώ σύνταξη θα ξαναπαντρευόμουνα!». (Προβοκατόρικο άρθρο εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To ξίδι αποτελεί παλαιό γιατροσόφι κατά της δυσπεψίας. Επομένως το προτείνουμε σε όποιον εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για μία άποψη, γεγονός κ.λπ., με σκοπό να τον βοηθήσουμε να χωνέψει κάποια πράγματα, είτε του αρέσουν είτε όχι.

- Καλά, είναι δυνατό να πήρε 56.7% η Χ.Α. στο χωριό μας;
- Ξιδάκι, συριζαίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. Το «γαμάω και δέρνω» κάποια σε πιο light εκδοχή. Το λέει συνήθως ο άντρας στη γυναίκα χωρίς να αποκλείεται και το ανάποδο.

  2. Όταν θέλουμε να σπάσουμε κάποιον στο ξύλο.

  3. Όταν αναλύουμε μια κατάσταση και εξετάζουμε την επόμενή μας απόφαση.

- Τάκη, σου αρέσει το νέο κόκκινο μαγιώ που πήρα; Να, κοίτα...
- Άμα θα σε βάλω κάτω...τώρα θα δεις!

- Δε το βλέπεις το Stop ρε μαλάκα να πατήσεις φρένο;
- Ποιον είπες «μαλάκα» ρε; Άμα έρθω εκεί, θα σε βάλω κάτω και θα σε γαμήσω πατώκορφα!

- Με έχει φάει η Μαίρη να πάρουμε ένα δεύτερο αυτοκίνητο να πηγαίνει στη δουλειά.
- Κοίτα, με μία δουλειά που κάνετε ο καθένας, με το νοίκι να τρέχει και τώρα με το παιδί, αν τα βάλεις κάτω δε θα σου βγούνε οι δόσεις, με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified