Selected tags

Further tags

Σου έκανα χάρη, σε τακτοποίησα, σου έδωσα δώρο / γκόμενα / θέση και γενικά οτιδήποτε καλό. Αναφέρεται κυρίως μεταξύ φίλων όταν ο ένας καβατζώνει τον άλλο.

  1. (Περίπτωση γκόμενας)
    - Πω ρε μαλάκα η κολλητή της δικιάς σου είναι κόλαση. Έχει μια κωλάαααρα... κανονίσαμε σινεμά την Κυριακή. Ψήθηκε άσχημα σου λέω.
    - Είδες που έπιασε το κονέ; Άντε, σ' έφτιαξα πάλι.

  2. (Περίπτωση δώρου)
    - Ω ρε πατέρα, Playstation 3 για τα γενέθλιά μου; Είσαι ο καλύτερος!
    - Είσαι τυχερός που βγήκε το εφάπαξ από την σύνταξη. Σε έφτιαξα καλά, πάω στη μάνα σου τώρα να μου τα ρουφήξει κι αυτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε κονέ παίζει με γκόμενα. Το αναφέρουμε κυρίως τις ημέρες που γίνεται το ψηστήρι και μέχρι ένα δευτερόλεπτο πριν δέσει το γλυκό και πέσει το πρώτο γλωσσόφιλο.

- Ρε μαλάκες σαν πολύ δε μιλάει ο Γρηγόρης με την αδερφή μου απόψε;
- Ε και; Καλά δεν έχεις πάρει πρέφα ότι ψήνεται κατάσταση εδώ και μέρες;

(από HardcoreGR, 25/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πυροβολισμός από κυνηγετικό όπλο, το σμπάρο δλδ. Συνηθίζεται στα Επτάνησα.

Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια (all time classic).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούγεται στην παλιά καλή αργκό, σημαίνει ότι κάποιος τα έχει, είναι φορτωμένος, το φυσά.

Προέρχεται μάλλον από τον χαρακτηριστικό ήχο των λιρών στο πουγγάκι. Ακούγεται ότι είναι λεφτάς από το ντινγκ-ντινγκ.

Πάρε μάτι τον Ηλία, ντυμένος στην πένα ο μεγάλος, ακούγεται ο δικός σου.

Wish I was there. (από σφυρίζων, 29/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, γενικός μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που είναι άσχημη, ανασούμπαλη και ολίγον τι χαμούρα.

Και τα τσιγάρα μάρκας Camel.

  1. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι άφησε την Λιάνα για αυτήν την καμήλα.

  2. Καμήλα καπνίζει το φλώρι.

(από σφυρίζων, 30/03/13)Με την καυλή έννοια (από Khan, 30/03/13)Με την καυλή έννοια και πάλι (από Khan, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Άσ' το, μην ασχολείσαι.

- Και θα δεχτούμε 400 βασικό μισθό;
- Όχι ρε, γάμα το. Πάμε Αμερική στον θείο μου, να βγάλουμε κάνα φράγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικός χαρακτηρισμός για την κακούργα, την μέγαιρα, την μοβόρα, το μπιτσόνι, τη λούγκρα.

1. Κουτσομπόλα, δυνάστρια, σπαστική απουσιολόγος, ψυχαναγκαστική σε όλα, κακίστρω αλλά και δοτική, εργασιομανής, αποφασισμένη να πετύχει, γυναίκα...

2. Αχ, αυτή η κακίστρω η Αριστερά! Θέλεις και τα λες ρε Τσίπρα ή σου ξεφεύγουν;

3.
- Κακίστρω!
- Δεν είμαι εγώ κακίστρω, εσύ είσαι ΠΟΛΥ ρομαντικός.

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίο ελληνικό ρήμα. Σημασία: Χώνω το δόρυ μου στο σώμα του εχθρού (ρήμα που χρησιμοποιείτο στην περιγραφή μαχών). Ομόρριζο: καυλί.

(Λεξικο αρχαίων ελληνικών ρημάτων Αναγνωστόπουλου)

Καύλισεν εχθρόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τόσο πλούσιος /-α που δεν έχει ιδέα (λέμε τώρα) για το σύνολο της περιουσίας του/της, η οποία αγγίζει το άπειρο...

  1. Δεν ξέρει τι έχει ο Αραβας που θέλει τον ΠΑΟ

  2. Το Δημόσιο δεν ξέρει τι έχει...
    Μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και εφαλτήριο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων θα... αποτελέσει η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου όπως προβλέπουν έμπειρα τραπεζικά στελέχη της ελληνικής αγοράς real estate.

  3. Πόθεν Έσχες σοκ! Δεν ξέρει τι έχει η Άννα Νταλάρα

(από το νέτι όλα)

Got a better definition? Add it!

Published