Selected tags

Further tags

Μου αρέσει κάτι τόσο πολύ που είναι σαν να έρχομαι σε οργασμό.

- Το είδες το καινούργιο μοντέλο της Μπουγκάτι; - Τελειώνω ρε συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άριστα δέκα με τόνο! Το λέμε για τις θεάρες γυναίκες εμφανισιακά και για τα ομορφόπαιδα.

- Ώπα, ώπα, πιάσε αυτή που περνάει από τα αριστερά σου!
- Δέκα καθαρόαιμο ρε φίλε!

βλ. και δεκάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική τροπή της ευχής «σιδεροκέφαλος!» που την επεκτείνει και στο κάτω κεφάλι. Με το kitschy ζενεσεκουά του β΄ συστατικού -τσουτσουνος, πετυχαίνει να αποφορτίσει μια αμήχανη στιγμή, όπου οι συνήθεις κοινοτοπίες χρειάζονται μια διασκέδαση, τ.πολύχρωμος και εντοιχισμένος. Ενώ έχει και το πλεονέκτημα ότι είναι και μια πραγματικά χρήσιμη ευχή. Υπάρχουν δε και περιπτώσεις, όπου η ευχή κυριολεκτεί, όπως για παράδειγμα όταν ευχόμαστε σε κάποιον να αναρρώσει από αφροδίσιο νόσημα (ή περιστασιακό πρόβλημα στύσης ξερωγώ). Επίσης, είναι χρήσιμο ως ευχή κατά τη γέννηση άρρενος τέκνου.

Συναφώς, έχει υπάρξει παρατσούκλι του Ανδρέα Παπανδρέου, την περίοδο που γύρισε στην Ελλάδα ύστερα από την περιπέτεια υγείας του, ταυτόχρονα με την επισημοποίηση της σχέσης του με την Δήμητρα Λιάνη. Πόσω μάλλον που ο συγχωρεμένος αποτελούσε το σοσιαλιστικό αντίπαλον πέος στη νεοφιλελού Σιδηρά Κυρία.

Χρησιμοποιείται, όμως, και γενικότερα, ανεξάρτητα της ευχής υγείας, για γκραν γαμίκουλες, είτε για να τους θαυμάσουμε, είτε για να τους ειρωνευτούμε.

Συνώνυμα: ρόμποκοπ, σιδηρόπουλος.

1.α) Σιδεροκεφαλος, σιδεροποδαρος και σιδεροτσουτσουνος!

β) Κατα αρχας φιλτατε συναγωνιστη περαστικα σου,ελα μην τρελενεσαι ενταξει θα κανεις θεραπεια με ενα αντιβιοτικο κ ολα καλα ο τσουτσουνος σου κ εσυ γενικα,οσο για τα αλλα δεν εχεις αρπαξει τιποτα ;) μην τρελενεσαι ,,,,περαστικα σου κ παλι σιδεροτσουτσουνος παλικαρε! (Από μπουρδελοσάιτ).

γ) μπραβο ρε μπραβο ρε!!!να σου ζισει μανα μουυυυυυυυυυ!!!!!!και σιδεροτσουτσουνος!!!!!!!!!!!!1

2.α) Θάτσερ αυτοί σιδεροτσούτσουνος εμείς.

β) Επίσης οι παλιότεροι θα θυμούνται οτι ο “σιδεροτσούτσουνος εθνάρχης” ηταν ο πρωτος που έβαλε χέρι στο ΝΑΤ

3.α) Η γερμανική «τσατσά» και το ελληνικό «τσατσόπουλο». Μετά το πρώτο σοκ του αιφνιδιασμού από τη συγκλονιστική και αποκαλυπτική δήλωση που περήφανα έκανε ο χαλκέντερος και σιδεροτσούτσουνος εθνοπατέρας και καμάρι της φυλής μας, άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου διάφορες ιδέες-προτάσεις γιά την, όσο το δυνατόν επωφελέστερη, εκμετάλλευση της μοναδικής πηγής πλούτου που εναπέμεινε στην μαραζωμένη χώρα μας. [...] Αντί να κουβαλιόνται, σωρηδόν, πολυπρόσωπες, κοστοβόρες και άχρηστες αντιπροσωπείες στις Βρυξέλλες κι εδώ κι εκεί, αρκεί ο εκάστοτε επίσημος εκπρόσωπος της χώρας να κουβαλάει μαζί του τον Πετράρα, το απόλυτο όπλο, το ικανότερο sex-pistol! Έναν και καλό και ..μπάνικo.

β) καλα, ποιος καβαλαει το «κοριτσι» ο ΣΙΔΕΡΟΤΣΟΥΤΣΟΥΝΟΣ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή για να έχει κάποιος γερό κεφάλι.

Το εύχονται σε εργαζόμενους που κάνουν δουλειά με το μυαλό τους, σε άτομα που έχουν αναρρώσει από παθήσεις σχετικές με το κεφάλι, αλλά και σε άτομα που χρειάζονται καλό μυαλό σε κάποια συγκεκριμένη φάση της ζωής τους.

Το λένε όμως και όχι ως ευχή, για κάποιον που είναι ήδη σιδεροκέφαλος, δηλαδή πεισματάρης, ισχυρογνώμονας. Στο ποδόσφαιρο και για παίκτες που αντέχουν τις άγριες κεφαλιές, κυρίως τερματοφύλακες.

  1. Του λέγανε όλοι «σιδεροκέφαλος» του υπουργού κι αντί να πάει καλύτερα στην υγεία του τον μάτιαξαν!

  2. Άντε Γιάννη σιδεροκέφαλος! Ελπίζω τώρα που παντρεύτηκες να ξεχάσεις τις γυναίκες στο γραφείο.

  3. Με τέτοιο σιδεροκέφαλο τερματοφύλακα πώς να μη νικήσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πάρα πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο κουρμπέτι, έχουν δει πολλά τα μάτια του, έχει μάθει πολλά ο κώλος του, και ωσεκτουτού είναι τετραπέρατος, καπάτσος, αλλά και αδίστακτος και κυνικός, μαθημένος όπως είναι και στις τριβές και στις ματαιώσεις των ιδανικών.

Εκ του κώλος και πετσώνω, το οποίο χρησιμοποιείται για κάτι που γίνεται σαν πετσί και χάνει την ελαστικότητά του (δες).

Μια διαδεδομένη ερμηνεία του κωλοπετσωμένου είναι, λοιπόν, ότι πρόκειται για αυτόν που έχει πάψει προ πολλού να είναι τρυφεροκώλης και ότι ο κώλος του έχει εκτεθεί στην τραχύτητα της ζωής. Εδώ ως «κώλος» νοούνται δηλαδή οι γλουτοί, τα κωλομάγουλα. Φρονώ πάντως ότι πολλοί που χρησιμοποιούν την έκφραση εννοούν κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) την κωλοτρυπίδα, οπότε κωλοπετσωμένος είναι αυτός που έχει απωλέσει την τρυφερότητα της άλλης παρθενιάς που έχει δώσει την θέση της στη σκληρότητα της πέτσας, με θετική ωστόσο κωλάντεραλ ντάματζ ότι η πολυμάθεια του κώλου του τον έχει κάνει παλιά καραβάνα, πονηρίδη με συνέπεια όχι μόνο να μην πιάνεται κότσος, αλλά να είναι και λήντερ.

Η άποψη του γούγλη: η μεγάλη πλειοψηφία των γουγλικών ευρημάτων αναφέρεται σε πολιτικούς και συνήθως θεωρεί το να είναι κανείς κωλοπετσωμένος ως σημαντική πολιτική αρετή.

Πάσα (Δ.Π.): Ironick.

1. Να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία ότι, για να επιβιώσεις στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, πρέπει να είσαι σβέλτος, καπάτσος και κωλοπετσωμένος.

2. Αν δεν σε απελυαν οι φαρμακοβιομηχανοι θα συνεχιζες να εισαι διαφθορεας και τωρα που εχεις μαγαζι απλα ως κωλοπετσωμενος θα κανεις ντηλ

  1. Κωλοπετσωμένοι πολιτικοί:

α) Ο ΚΩΛΟΠΕΤΣΩΜΕΝΟΣ ΑΔΩΝΙΣ.

β) Ο Παναγιωτακόπουλος είναι γεννημένος για να δίνει μάχες. Κωλοπετσωμένος, γεμάτος εκλογές στην πλάτη του, κομματικά σκληροτράχηλος.

γ) Ο μπάρμπα-Φώτης είναι πολύ πιο κωλοπετσωμένος απ' όσο δείχνει η φαινομενική νηφαλιότητα του λόγου και η μειλιχιότητα της εικόνας του.

δ) Γεννηθείς κάτω από το αυλάκι, κι ως εκ τούτου δεόντως κωλοπετσωμένος, και πλημμυρίσας τας Αθήνας δια αναριθμήτων καγκέλων (εξού και καγκελάριος ή καγκελαρίτης)

ε) «Μπορεί ο Παπακωνσταντίνου να είναι καλός. Αν είναι. Αλλά δεν είναι «κωλοπετσωμένος». Όφειλε, να έχει πάρει δίπλα του, μερικούς ανθρώπους της πιάτσας. Να του δίνανε συμβουλές περί του πρακτέου. Με θεωρίες δεν βάφονται αυγά».

στ) Και οι δολοφονικές σφαίρες αυτού του εκτελεστικού αποσπάσματος εκπυρσοκροτούνται από το παλιωμένο αλλά καλά δοκιμασμένο και αποτελεσματικό όπλο-εργαλείο που λέγεται Κάρολος Παπούλιας και οι υπογραφές που βάζει -με σταθερό χέρι ο κωλοπετσωμένος αυτός γέρος-για μαζική εκτέλεση λαών αλλά και από την άλλη πλευρά για ατομικές αποδόσεις χάριτος των εκτελεστών του αυτού του λαού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από γέρους (συνήθως) και αναφερόμενο σε γέρους. Αυτός που απόμεινε μόνος, χωρίς παρέα, φροντίδα, συμπαράσταση... σαν το κούτσουρο, με την έννοια του υπόλοιπου του δέντρου μετά το κουτσούρεμα, ένα κομμάτι κορμού που προεξέχει από το έδαφος, εγκαταλελειμμένο παντελώς.

Περιέχει και δόση γεροντικής γκρίνιας (δικαιολογημένης ή όχι).

Φύγαν και τα παιδιά, άλλο Αμερική, άλλο Αυστραλία, πεθάναν τ' αδέρφια μας, εμείναμε πια δυο κούτσουρα. Ο ένας να θάψει τον άλλον και τον άλλο η βρώμα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοιλιά. Μπακ είναι η κοιλιά στα αρβανίτικα.

Άμα τρως θα φτιάξεις μπάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αράχνη (στα αρβανίτικα).

Πρόσεχε, γιατί θα σε φάει η μαρμάγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από μια διαφήμιση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, όπου ο Αλέκος ήταν το κορόιδο που είχε πληρώσει ακριβότερα και τον κορόιδευαν οι φίλοι του, έχει μείνει να το λέμε όταν κάποιος πιάνεται κότσος. Αλλά και πιο πριν από την διαφήμιση υπήρχε η έκφραση «κάνω τον αλέκο», που σημαίνει «κάνω την πάπια», (κάνω τον κινέζο, κάνω την κυρία), δηλαδή κάνω επίτηδες τον χαζό. Οπότε ο αλέκος γενικά σημαίνει το χαζούλη, είτε πραγματικό, είτε επίτηδες.

  1. - Έλα Αλέκο, πόσες μέρες είπαμε θα δουλεύεις την εβδομάδα; Πόοοσεεες;;;;

  2. - Έλα Αλέκο, πότε είπαμε θα βγεις στη σύνταξη; Πόοοοοοτε;;;

  3. Επί χρόνια έκανε τον αλέκο και έπαιρνε ως άγαμη κόρη τη σύνταξη του μακαρίτη, ενώ δούλευε κιόλας μαύρα, και τώρα μας κάνει την επαναστάτρια.

(από Khan, 03/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified