Selected tags

Further tags

(Ο λημματογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει για το κείμενο που ακολουθεί. Του εζητήθη ως παραγγελιά από εξέχον, ξενιτεμένο μέλος της σλανγκοκοινότητας. Όπως πληροφόρησε ο διαπρεπής Σλάνγκος τον γράφοντα, το ρήμα συνήθιζε να το χρησιμοποιεί κατά την παιδική του ηλικία μιά γειτόνισσα γιά το τέκνο της το οποίο παρεκτρεπόταν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές).

Επί της ουσίας: Το ρήμα κου(ν)τουρντίζω προέρχεται από το τουρκικό kudurmak = λυσσάω (αόρ. kudurdum) και σημαίνει ξεσαλώνω, παραφέρομαι, μαίνομαι, περνάω τα όρια.

Την ίδια έννοια έχει η λέξη και στην γείτονα χώρα, εξ ου και στην καθομιλουμένη τουρκική υφίσταται η παροξύτονη προστακτική kudurma! = ηρέμησε! (κυριολ. μη λυσσάς).

Στα καθ' ημάς, η λέξη χρησιμοποιείται βασικά (και μόνο με την μεταφορική της σημασία) στην Β. Ελλάδα, που έχει γενικώς και τις περισσότερες γλωσσικές επιρροές από τα τούρκικα.

(Ο γράφων προσπάθησε φιλότιμα να είναι κόσμιος, μιάς και, εξ όσων πληροφορείται, μας διαβάζουν και καθώς πρέπει κοπέλες από το εξωτερικό. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν ένα όριο...).

(Καταγραφή παιδικών αναμνήσεων του Σλάνγκου. Κατά το δυνατόν ακριβής παράθεση διαλόγων που διημείβοντο τακτικότατα στην διπλανή αυλή).

- Γυναίκα!!! Πού είναι ο προκομμένος μας;;;
- Πού να ξέρω; Κουτούρντισε πάλι σήμερα...Από το σχολείο στείλανε σημείωμα...κι εδώ μάδησε την ουρά του γάτου, ξετύλιξε όλο το χαρτί στον απόπατο, έσπασε έξι αυγά και το βάζο της γιαγιάς, τούμπαρε μέσα στο καπέλο σου το καθίκι του μωρού...Με τη μπουκιά στο στόμα πετάχτηκε έξω και πήρε τους δρόμους. Λούης έγινε, ψάξε βρέστον...
- Καλά, θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδυ...Την αριθμητική του τη διάβασε;
- Θεός κι η ψυχή του...τον ρώτησα...«'νταξ' μάνα, τα 'καν' όλα 'φτά. Μη σ' αγχώνει, 'νταξ' να 'ουμ'». Πού να τον καταλάβεις κιόλας, με όλα αυτά τα '''''' που κάνει όταν μιλάει...Ποιός του τάμαθε του παλιόπαιδου;
- Καλά. Στο Μόναχο δίπλα δεν είναι το Νταχάου; Δεμένο θα τονε στείλω στους φρίτσηδες να τονε χώσουνε σε κάνα λαγούμι μέχρι να γίνει άθρωπος. Γιατί αλλιώτικα, αντί να τον καμαρώσεις επιστήμονα, θα τονε δεις σκουπιδιάρη στο σλανγκτζιάρι να συμμαζεύει τις βρομιές του κάθε σκατόστομου αλήτη. Είναι κεί μιά κουμανταδόρισσα ζόρικη, που κυνηγάει τους λουφαδόρους με τον βούρδουλα... Μέχρι προϊστορικά θηρία έχει εκεί μέσα μαθαίνω. Τσογλανόσαυρους, κερατόσαυρους, κουραδόσαυρους...
- Παναγία μου φύλαγε!!! Κάνε ό,τι σε φωτίσει να σώσεις το παιδί μας νοικοκύρη...

(Ναι, ο τύπος «κουτούρντισε» εντοπίζεται και διαδικτυακώς σε τρεις-τέσσερις ιστότοπους. Όμως, μπροστά στη ζωντανή μαρτυρία, τι σημασία έχουν όλαφ τα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη που χαρακτηρίζει τον άξεστο κτηνοτρόφο-ποιμένα, τον γκλίτσμαν. Λέγεται και ως θηλυκό: η τσομπανοφλογέρα.

Εις τας ημέρας του γέροντος προέδρου, ότε εις τας δημοτικάς εκλογάς εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβει τις είκοσι ή εικοσιπέντε ψήφους νοικοκυραίων, δια να γίνη δήμαρχος, δεν χρειαζόταν όπως σήμερον, να ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι ξωμερίτες, όλες οι τσομπανοφλοέρες.
(Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Οι Χαλασοχώρηδες»).

(από Khan, 05/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναι μωρέ, κατέω το πως δεν είναι σλανγκ, μα είπα να το γράψω μιας και δεν το 'χει ούτε ο Μπάμπης, ούτε ο Τριαντάφυλλος.

Χαλδούπηδες λοιπόν ονόμαζαν οι υπό οθωμανική κατοχή Έλληνες τους εξ Ασίας προερχόμενους Τούρκους, την ορίτζιναλ βερσιόν ένα πράμα, πιθανώς σε αντιπαραβολή με αυτούς που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στον Ελλαδικό χώρο. Όχι πως δεν αποκαλούσαν έτσι τους Τούρκοι γενικότερα, αλλά η λέξη τόνιζε βασικά την ασιατική κατασκευή και προέλευση των τελευταίων.
Συνώνυμα: Κόνιαροι (από το Ικόνιο), Ντουντούμηδες (έχω σκεφτεί διάφορες μαλακίες εδώ, αλλά ας μην το σεντονιάσω).

Η λέξη, που είχε βεβαίως περιφρονητική / μειωτική χροιά, πώς δγιεάολο θέτε να ξέρω από πού προέρχεται; Πάντως, η αρχαία ακκαδική λέξη kaldu = Χαλδαίος (στανταράκι Ασιάτης δλδ) επιζεί μια χαρά στο νέτι, μέχρι και kaldu.tv έχει ο μπαξές. Ε, σημιτική γλώσσα ήτουνα, μπας και φτάσαμε στους χαλδούπηδες μέσω Αράβων και Οθωμανών; Ώχουυυυυυ......

Εμένα τουλάχιστον η κούτρα Μου δεν κατέβασε κάτι άλλο, κι ένας από το νέτι μάλλον συμφωνεί με την άποψή Μου.

  1. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολεμιστές είχαν τότε φιλικές σχέσεις πολλές φορές ως συντοπίτες και κορόιδευαν τους ανατολίτες Τούρκους λέγοντάς τους Κονιάρους, Χαλδούπηδες ή Ντουντούμηδες [...]

Ωρέ Αρβανίτε, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη πιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες να με παιδέψουν;

[...] ο τουρκικός στόλος [...] αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από την Μικρά Ασία κατευθύνθηκε [...] Τους ασιάτες Τούρκους (χαλδούπηδες) θα τους άφηνε αργότερα στην Πάτρα [...]

[...] τέως ανατολικές χώρες, οι οποίες αποδείχτηκαν ανίκανες να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά σαν ηλίθιοι (όπως πάμε να κάνουμε με τους χαλδούπηδες) εντάξαμε [...] στην ΕΕ.

Μας ήρθε και κατακέφαλα το «χαλδουπέικο», παιδιά από τα λίγα λέμε, αγύρτες και με πολιτισμό και συνήθειες ανώτατες, αξεπέραστες μιλάμε (:P) [...]

Αυτός είναι ο «περιβόητος» Τούρκος αξιωματικός που πρέπει να έχουμε συνεχώς στη σφαλιάρα μπας και στρώσει [...] Είθε να μην αργήσει η στιγμή να τελειώνουμε με τους χαλδούπηδες.

(Όλα από το νέτι, όπου η λέξη καλά κρατεί ως υβριστικός χαρακτηρισμός κατά των φίλων και συμμάχων γειτόνων).

  1. Από το βιβλίο του Νίκου Αγγελή «Εντεψίζικα νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητότουρκων», εκδ. Σμυρνιωτάκης 1998. Κάπου στη δεκαετία του 60 ο συγγραφέας συναντά στο Αϊβαλί Τουρκοκρητικό εκριζωθέντα το 1923 με την ανταλλαγή.

[...]Σε μιά γωνιά κάθονταν δυό-τρείς ντόπιοι, μισοκοιμισμένοι [...]
- Γκιτ! Όξω! Μουσαφιρέους έ'ω.
Τους έβγαλε πεταχτούς από το αυλιδάκι. [...]
- Άκουσα, είπε με βαριά κρητική προφορά, μυρωδιά λεβεδιάς κι αναγάλλιασε η ψυχή μου [...] Γι αυτό απόβγαλα τσοι Χαλδούπηδες. Να κάτσουν οι Κρητικοί! Εγώ είμαι ο Αλής του Ισμαήλ Αργυράκη ο γιός απού την Κάντανο. [...]

(Αχ μωρέ σύντεκνε Αγγελή...Μα είναι δυνατόν να πέφτει στα χέρια σου αυθεντικό χειρόγραφο με τεχνικής φύσεως συμβουλές Τουρκοκρητικιάς τσατσάς προς πουτάνες σε κρητικά μπουρδέλα το 1870-1920 και συ να μας πασάρεις μόνο τις «λιγότερο τολμηρές περικοπές» από ένα γραπτό που «σε άλλη χώρα θα το καταχωρούσαν στα μνημεία της λαϊκής γλώσσας και έκφρασης»; Πώς θα μάθουμε τώρα τις λεπτομέρειες εποχής για «αυτό το άλλο κανάλι» που «μπορεί καθεμιά να το δίδει μόνο στον άθρωπό τση, παρεκτός νάναι εξουσία ή τινάς πολλά παραλής»; Ή για την «αηδιαστική στοματική διαδικασία» που «δεν είναι δα και χαμός κόσμου»; Σταμάτησες ακριβώς εκεί που έπρεπε να αρχίσεις. Κρίμα μωρέ σύντεκνε, κρίμα, ντροπής πράματα...Τι θα πω στους σλάνγκους τώρα;...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί σουσουράδα, που κουνά πάνω-κάτω την ουρά της. Από το κώλος και σείω.

Η λέξη, όπως και η λέξη σουσουράδα, λέγεται και για ένα τσαχπίνικο και ανήσυχο κοριτσάκι, αλλά κατά σλανγκ μεριά σημαίνει την προκλητική γυναίκα, αυτήν που κουνά τον κώλο της και ψάχνεται για τρελίτσες.

Κάποτε ήρθε μες τα λούσα
τις πούδρες και τις μυρωδιές
στη γειτονιά μια κωλοσούσα
(τι ντόρος όλες τις βραδιές!)
πριν μας χαλάσ' η Αφροδίτη
φωτιά της έβανα στο σπίτι.

από το «Ο Άγνωστος Βάρναλης», του Ηρακλή Κακαβάνη, εκδ. Εντός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιά που τη χρησιμοποιούμε για να αμβλύνουμε την σοβαρότητα όταν δίνουμε οδηγίες προς κάποιους και να μεταδώσουμε ένα κλίμα χαλαρότητας και φιλικής συνεργασίας.

Η φράση προφέρεται με παύση ανάμεσα στα δυο συστατικά της.

Λοιπόν, ο καθηγητής ήρθε. Οδηγίες προς ναυτιλλομένους: θα περιμένετε εδώ μέχρι να σας φωνάξουν και κατόπιν θα μπαίνετε ένας-ένας στο γραφείο.

(από allivegp, 29/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.

Αντώνυμο: ξεπυτάω

- Φάε κι άλλο παιδάκι μου. Έχεις ξεπυτήσει όλη μέρα, ούτε μια μπουκιά δεν έχεις βάλει στο στόμα σου.
- Δε πεινάω άλλο ρε γιαγιά, τύλωσα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται επιφωνηματικά σε περίπτωση κακοτυχίας ή κάποιας άλλης κακής συγκυρίας. Πιθανότατα αυτός που αναφωνεί από τα βάθη της καρδιάς του «κατάρα!», καταριέται την τύχη του, το πρόσωπο ή την περίσταση που του προκάλεσε μια κάποια δυστυχία.

Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον βέβαια, δεν είναι τόσο το λήμμα αυτό καθαυτό, όσο η κοινωνική ομάδα που συνηθίζει να το χρησιμοποιεί. Μετά από ένα επιφανειακό πέρασμα από τις τάξεις των Ελλήνων nerds, παρατήρησα πως είναι αυτοί που χρησιμοποιούν την συγκεκριμένη λέξη με αυτόν τον τρόπο, συνήθως με την περσόνα κάποιου χαρακτήρα σε table RPG ή ΜΜΟRPG, αλλά ακόμα και στην πραγματική τους ζωή.

Δυστυχώς η έκφραση χρησιμοποιείται μόνο από τους παλαιοσχολίτες και σκληροπυρηνικούς της δύσκολης ζωής του nerd και συναντάται πλέον σπάνια.

  1. (Κατά τη διάρκεια παιχνιδιού Dungeons & Dragons)
    Dungeon Master: Βλέπεις το σεντούκι του Μοργκούλιον μέσα σε ένα μικρό δωματιάκι. Τί κάνεις;
    Παίκτης: Το χτυπάω με το τσεκούρι μου για να ανοίξει.
    DM: Ενεργοποιείται μία παγίδα με καρφιά που πέφτει από την οροφή και σε σκοτώνει. Είσαι εκτός παιχνιδιού.
    Παίκτης: Κατάρα!

  2. (Στην πραγματική ζωή)
    - Πότε βγαίνει το καινούργιο επεισόδιο Firefly;
    - Δεν τα 'μαθες;!;!
    - Τί να μάθω;
    - Την έκοψαν τη σειρά γιατί δεν έκανε καλή τηλεθέαση και είχε μεγάλο κόστος παραγωγής.
    - ΚΑΤΑΡΑΑΑΑΑΑΑ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλητοχασικλορεμπετολαχανοψαραγοράδικη ρετροσλάνγκ που σημαίνει τον πληροφοριοδότη των Σωμάτων Ασφαλείας. Η έκφραση ήταν σε χρήση τουλάχιστον μέχρι το 1967, μετά μάλλον την έφαγε η μαρμάγκα γιατί ούτε γουγλίζεται, ούτε ακούγεται, ούτε την έχω απαντήξει πουθενά εκτός από το παράδειγμα που παραθέτω.

Εδεπά μέσα την έχει χρησιμοποιήσει σε σχόλιά του, όχι άπαξ αλλά δίπαξ αυτός εδώ ο χρήστης ο οποίος προφ βαρέθηκε να ανεβάσει το σχετικό λήμμα ο ανεπρόκοπος.

Αυτή η ραστώνη διαβρωσκ... διαβριβρ... (φτου γμτ) αδιαβροχ... εεε διαπροβοσκιδ....τέλος πάντων απαυτώνει τα θεμέλια του Έθνους έχω να πω εγώ...

Ο Μάθεσης εξακολουθούσε να με κοιτάει καχύποπτα και σε λίγο με ρώτησε ευθέως: μπά κι είσαι κουκουβίνος ; (δηλαδή, μήπως είσαι χαφιές;). Πάτησα τα γέλια και αμέσως ο Μάθεσης μου πρότεινε να πιούμε κάνα ουζάκι.

Η. Πετρόπουλος, περιγράφοντας την γνωριμία του με τον Νίκο Μάθεση ή Τρελάκια, εν έτει 1967 (μάλλον), στο ψαράδικο του τελευταίου. Από το «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», εκδ. Νεφέλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως «ρε μαζί σου, αλλά...», και συνήθως λέγεται την ώρα που μιλάει ο συνομιλητής μας, με σκοπό να τον διακόψουμε, ώστε να πούμε τη δική μας γνώμη.

Συνήθως χρησιμοποιείται με υποτιμητική διάθεση όταν ο άλλος λέει αυτονόητα πράγματα για τα οποία κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, ή όταν προσεγγίζει μόνο τη μια πτυχή του προβλήματος. Έτσι, τον διακόπτουμε λέγοντας τη φράση αυτή, και αναπτύσσουμε τον δικό μας συλλογισμό που κρύβει την μεγάλη αλήθεια (έτσι νομίζουμε και καλά).

  1. - ...γιατί στην τελική, ρε Γιώργη, το λειτουργικό σύστημα Linux είναι πάνω από όλα ανοιχτό λογισμικό, ελεύθερη διακίνηση ιδεών και
    - Ρε μαζί σου, αλλά εγώ σαν εταιρία που είμαι θέλω να έχω υποστήριξη 24/7 από τη Microsoft, όχι να παρακαλάω τις κοινότητες να λύσουν το bug του κώδικα

  2. - Για μένα το πιο σημαντικό heavy metal συγκρότημα είναι οι Iron Maiden, οι ανθρωποι καναν γνωστο το heavy metal σε ολο το κοσμο, έχουν πουλήσει πάνω από
    - Ρε μαζί σου, αλλά αν δεν ήταν οι Black Sabbath, δε θα υπήρχε καν το heavy metal σαν μουσική

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμφωνώ, αγοράζω, είμαι με το μέρος σου, ναι, μέσα, γουστάρω, κττ.

- Είσαι να κάνουμε πάρτι και να γίνει της πουτάνας; Θα φωνάξουμε βιζιτούδες να την πέσουνε σε όλους τους παντρεμένους, γουστάρζ;
- Μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published