Further tags

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοϊδρυθείσα φυλή φοιτητών στο Α.Τ.Ε.Ι. Αθήνας.

Οι άμοιροι αυτοί φοιτητές που κατονομάζονται από τους συναδέλφους τους ως ΧίΠιδες είχαν την ατυχία να μην περάσουν κάποιο εργαστήριο (μαύρη και αποφράδα η ημέρα εκείνη). Λόγω του πλήθους των φοιτητών που υπάρχει σε κάθε σχολή, ο κομμένος σε κάποιο εργαστήριο συνάδελφος είναι αναγκασμένος να ξαναδώσει το μάθημα, χωρίς όμως να του επιτρέπουν να το ξαναπαρακολουθήσει, επειδή ο αριθμός των ατόμων στις αίθουσες είναι αυξημένος (δεν του έφτανε που κόπηκε, δε θα παρακολουθήσει κιόλας...)

Ο όρος ΧίΠιδες προκύπτει από τα αρχικά Χι-Πι ή αλλιώς Χ.Π. που σημαίνουν Χωρίς Παρουσία ή Χωρίς Παρακολούθηση. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι δεν χρειάζεται να κάνει παρουσίες, οπότες κάτι είναι και αυτό αφού του δίνεται η ευκαιρία να στρώσει τον κώλο του και να διαβάσει μπας και περάσει πριν να τον καλέσουν ξανά για φαντάρο.

ΔΑΠίτης: Τι έγινε ρε;
ΚΝίτης: Άσε με έκοψε γαμώ την κινησιολογία μου γαμώ. Εσύ;
ΔΑΠίτης: Και μένα με έκοψε η καριόλα...
ΠΑΣΠίτης: Βρε καλώς τους ΧίΠιδες. Άντε με το καλό του χρόνου πάλι βλαστάρια μου.
ΚΝίτης: Καλά και συ τα τρία μου θα πάρεις, δε χαμπαριάζει αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των φοιτητής και της γαμοσλανγκοτέτοιας (ετικετοποιήσιμης;) κατάληξης -(α)μπουρας, που ο σύσσλανγκος εδώ ετυμολογεί από το berrü = άντρας στα αλβανικά (ας επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν οι επαΐοντες).

Ο φοιτητάμπουρας, επομένως, είναι ο φοιτητής που είναι αλητάμπουρας, κοπριτάμπουρας, αρχιδάμπουρας, ενίοτε χλιδάμπουρας όταν πηγαίνει σε πάρτι της ΔΑΠ, είναι μέλος των συλλόγων Σ.Κα.Πα.Π. και Σπα.Πα.Πε., δεν είναι επιμελής, αναλώνεται είτε σε παρτάκια με επίπεδο-ΔΑΠεδο είτε στην αριστεροχαρά της ένταξης σε πολιτικές νεολέρες, όπου μπορεί να διαπρέψει και ως σταλινογαμπρός και γενικώς ευχαριστιέται τα νιάτα του ή και τα άντα του αν είναι απαταιώνιος φοιτητής.

  1. Άει μωρή τσουτσού που θες και χαρτομάντιλα, κάτσε διάβασε.... μια ζωη φοιτητάμπουρας. (Εδώ).
  2. Στην εξεταστική οι φοιτητές διαβάζουν.Εγώ ως φοιτητάμπουρας βλέπω Daria. Άντε και καλό σεπτέμβρη. (Εδώ).
  3. Πάει τώρα ο μπάι κιούριους φοιτητάμπουρας με φάτσα κυπρίου κεμπαμπτζή και κακάδι στο μούσι (ομάζ αυτό, ξέρει ποιος) να κάμει τον καμπόσο σε ποιόν; Στον Βόλφγκανγκ τον Σόιμπλε. Έλα μουνί στον τόπο σου. (Εδώ).
  4. Συριζαίος άεργος φοιτητάμπουρας: με τα capital controls επιτέλους υποφέρει ο Βαρδινογιάννης όπως υπέφερε ο λαός τόσα χρόνια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φιλοσοφικότα, (η)

Η φοιτήτρια, ή η απόφοιτος της φιλοσοφικής. Δεν είναι υποτιμητικό, ή βρισιά.

  1. -μαλάκα μου συνεχίζεις ακάθεκτη!!
    -παντα. δεν ωρροδω προ ουδενος!
    -με ποιους κάνεις παρέα ρε κωλόπαιδο τελευταία; Τι λέξεις είναι αυτές; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;
    -once a φιλοσοφικοτα, always a φιλοσοφικοτα :Ρ
    -Δεν πειράζει. Σ'αγαπάμε και έτσι, να ξες. ΕΔΩ

  2. -Και ολοκληρωματα... (ελπιζω να το εκτιμησουν οι θετικαριοι)
    -λολ, το εκτιμουν κι οι φιλοσοφικοτες που συμπαθουν τα μαθηματικα παντως :Ρ (εδώ)

  3. -πες τους ρε έντυυυυυ. με βρηκαν φιλοσοφικοτα κ με δουλευουν
    -φιλοσοφικότα είναι η ψαγμένη κότα σαν να λέμε; :Ρ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, ως Δόκτωρ (Δρ) αναφέρουμε ή προσφωνούμε τον διδάκτορα ή το γιατρό.

Αν παραφράσουμε τη λέξη δόκτωρ προκύπτει ο πρώκτωρ, που σημαίνει: δόκτωρ του πρωκτού, ή μ' άλλα λόγια δόκτωρ του κώλου. Άρα η λέξη έχει υποτιμητική χροιά και στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει τις εξής σημασίες:

  1. Κάποιος δόκτωρ που έχει πάρει πτυχίο από κάποιο πανεπιστήμιο της πλάκας (βλ. Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ και παράδειγμα 2).

  2. Κάποιος δόκτωρ που έχει πάρει πτυχίο με δόλιες μεθόδους (πχ παραγγελία από μπαγαπόντηδες κατασκευαστές πτυχίων - Βλ. παράδειγμα 5).

  3. Κάποιος δόκτωρ που ενώ μπορεί να θεωρείται αυθεντία σε επίπεδο γνώσεων, εντούτοις στην εφαρμογή τα θαλασσώνει (πχ ένας υπουργός - Βλ. παράδειγμα 4).

  4. Μπορεί να αποκαλεστεί έτσι κάποιος δόκτωρ, λόγω ζήλιας κάποιων, ή γιατί κάποιος μπορεί να 'χει προσωπικά μαζί του, ή ακόμα και στα πλαίσια χιούμορ από κάποιον φίλο του (Βλ. Παράδειγμα 1).

  5. Μπορεί να αποκαλεστεί έτσι κάποιος δόκτωρ, ή ο ίδιος μπορεί να αποκαλέσει έτσι τον εαυτό του, όταν το αντικείμενο ενασχόλησης του θεωρείται υποδεέστερο από αυτό που σπούδασε - (βλ. παράδειγμα 3).

  1. ...πολύ ψαγμένο αυτό το πρώτο που είπες για κάτι οιδιπόδεια, για να το λες εσύ κάτι θα ξέρεις, αφού είσαι πρώκτωρ, εμ... sorry Δρ.
    Δες
    Σημείωση:Το ελληνικό ερωτηματικό πρέπει να γίνει αλλοδαπό.

  2. - Κι είναι καλός στη δουλειά του ο Γιάννης;
    - Άσχετος.
    - Αφού άκουσα πως είναι αριστούχος δόκτωρ από αγγλικό πανεπιστήμιο.
    - Λοιπόν. Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: Είναι αχριστούχος πρώκτωρ από το αγγλικό πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ.

  3. - Καλά ρε φίλε, είσαι ο καλύτερος μηχανικός τηλεπικοινωνιών και μάλιστα με καραγαμάτο διδακτορικό και αντί να ασχολείσαι με σοβαρά πράγματα, σε έχουν βάλει και κολλάς καλώδια. Απαράδεκτο! Δόκτωρ είσαι εσύ, ή Πρώκτωρ;
    - Μάλλον το δεύτερο.

  4. - Καλά ρε, λέγατε πως ο Αλογοσκούφης είναι ο γκραν γαμάω της οικονομίας και εγώ βλέπω πως είναι γκραν γαμιάς της οικονομίας.
    - Δε θα διαφωνήσω, αλλά ξέρεις... φταίνε κι οι συγκυρίες.Εγώ ξέρω πως είναι μέγας δόκτωρ. - Μέγας ναι. Αλλά όχι Δόκτωρ. Πρώκτωρ.

  5. - Ξέρεις, ε; O Γιάννης μου 'λεγε πως του 'ρθε ένα mail που τον πληροφορούσε... λέει πως θα μπορεί να παραγγείλει ένα πτυχίο μέσω internet, αντί αδράς αμοιβής βεβαίως βεβαίως. Μετά... διορίζεσαι στο δημόσιο κι από κει παν κι άλλοι. Χωρίς σπουδές, κόπο και μαλακίες. Ακόμα λέει, μέχρι και δόκτωρ γίνεσαι.
    -Α ρε χάπατο. Πρώκτωρ μπορεί. Δόκτωρ ποτέ!

Πρώκτωρ Αλογοσκούφης (Καπότα του Αλόγου) (από GATZMAN, 14/12/08)Πρώκτωρ Χριστοδουλάκης (από GATZMAN, 14/12/08)Πρώκτωρ Γιάννος (από GATZMAN, 14/12/08)Πρώκτορες τζογαδόροι (από Vrastaman, 14/12/08)Ο Πρώκτωρ της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής, (φώτο που βρήκε ο notheitis) (από Khan, 18/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομπιουτεράς, ο πληροφορικάντης.

Ο επίσημος όρος είναι πληροφορικός, αλλά κανένας δεν τον χρησιμοποιεί.

Εκ των πληροφορική και της κατάληξης -άριος (π.χ. σφουγγοκωλάριος).

Ήταν ένας πληροφορικάριος και ένας κολλητός του, αλλά ούτε αυτός είχε γκόμενα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φοιτητικό ιδίωμα μπορεί να δηλώσει τον πρωτοετή φοιτητή, σε αντίθεση με αιώνιο φοιτητή προχωρημένου έτους, που αποκαλείται δέντρο.

Περάσαμε μια βόλτα και από τα γραφεία της ΔΑΠ να δούμε τι μπουμπούκια έχουν σκάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η (συνήθως) φοιτητής /-τρια που, όσο δεν βρίσκεται στο εξωτερικό με κάποιο πρόγραμμα ανταλλαγής ή εθελοντικής εργασίας (BEST, Erasmus, Leonardo κλπ), είναι μόνιμα απασχολημένος /-η να πρήζει τους άλλους για τα ταξίδια του/της.

Αγαπημένα θέματα για μονόλογο της μπεστογκόμενας είναι:
- τα drink games
- οι χαρακτηρισμοί λαών, τύπου: «οι Ισπανοί είναι ρυθμικός λαός, συνεχώς χτυπούν παλαμάκια».

- ...και εκεί που μαζεύαμε blueberries, πετάχτηκε ένας άστεγος από τους θάμνους, αλλά εμείς βάλαμε τα backpacks πάνω από τα κεφάλια μας, για να νομίζει πως είμαστε μεγαλύτερα ζώα και μείναμε ακίνητοι, γιατί η όρασή τους βασίζεται κυρίως στην κίνηση.
- Πάμε στο χωριό μου τον Αύγουστο να μαζέψεις όσα βατόμουρα θες και να κάνουμε και μαρμελάδα;
- Αχ, τον Αύγουστο θα είμαι Χιλή! Θα συναντηθούμε όλη η παλιά παρέα από το συνέδριο στο Σίδνεϊ!
- Καλή μπεστογκόμενα είσαι και του λόγου σου...

Λεοναρντογκόμενα (από Khan, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό γνωστό στα πανεπιστημιακά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, (το λέει Καθηγητής Πανεπιστημίου στον προστατευόμενό του), όπου για να αναδειχθεί κάποιος σε Καθηγητή Πανεπιστημίου στην Ελλάδα, υπάρχουν δύο τρόποι (που θά 'λεγε και η αμερικάνικη παροιμία). Ο πρώτος είναι το μέσο. Τον δεύτερο δεν τον θυμάμαι. Με λίγα λόγια ο γνωστός νεπωτισμός τού δώσε και μένα μπάρμπα, είτε κομματικός, είτε ευρύτερα παραταξιακός, είτε στενά προσωποκρατικός, οικογενειοκρατικός, και ο,τιδήποτε παρεμφερές. Κάπως έτσι φοιτά στα πανεπιστήμια κι ο γνωστός τύπος του γυαλάκια φύτουκλα προτεζέ ενός αφέντη καθηγητή, που του κουβαλάει την βαλίτσα, κάνει επιτηρήσεις, διορθώνει γραπτά, τα κάνει όλα και συμφέρει. Και κυρίως κουβαλάει τον θρυλικό προτζέκτορα, το όργανο που αποτελεί το απόγειο της τεχνολογίας στα ελληνικά πανεπίστημια (τον κουβαλάει στην καλύτερη περίπτωση, γιατί αν κρίνουμε από το σχήμα του προτζέκτορα, μπορεί να λειτουργήσει και ως μεταφορά γι' άλλες καταστάσεις...). Αλλά στο τέλος έρχεται και η δική του σειρά να γίνει Δικτάτωρ και να κάνει με την σειρά του όσα υπέφερε, και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, και (α)Λέκτωρ...

(Διάλογος στο φοιτητικό αμφιθέατρο πριν την εξέταση)

- Καλά αυτός ο γυαλάκιας που κουβαλάει την βαλίτσα του καθηγητή Μακακιώτη, ποιος είναι;
- Δεν τον θυμάσαι; Τον Λαλάκη, τον παλιό μας συμφοιτητή;
- Έλα...
- Τώρα την έχει δει ο «κουβάλα τον προτζέκτορα για να σε κάνω Λέκτορα» του Μακακιώτη!
- Ρε το στραβάδι...
- Ευκαιρία πάντως να αναθερμάνουμε τις σχέσεις μας, γιατί κάτι μου λέει πως αυτός θα διορθώσει και τα γραπτά...

Τα μπέρδεψε. Αντι να κουβαλαει τον προτζέκτορα μπας και γίνει λέκτορας, κουβαλόυσε τον α (πρώτο) λέκτορα μπας και γίνει προτζέκτορας.Βλ.λήμμα προτζέκτορας   (από GATZMAN, 16/04/11)Φιλοσοφική ΕΚΠΑ, 5ος όροφος (από S.Nebelung, 14/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified