Selected tags

Further tags

Συνηθισμένος τρόπος να πεις το φυτό, τον σπασίκλα.
Και «φυτουκλιάρης».

Μέχρι τελευταία στιγμή διαβάζει ο φύτουκλας!

(από Khan, 27/01/13)Τουκανοφύτουκλας (από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Συνήθως λέμε τον καλό μαθητή που βγάζει 19 και 20.
2) Η πραγματικότερη σημασία της λέξης είναι ο λιγότερο ευφυής μαθητής που διαβάζει όλη τη μέρα για να φτάσει το επίπεδο του 16-17.

  1. - Πολύ φυτό είναι ο Νίκος, έβγαλε 19 και 3.
    - Όχι ρε απλώς είναι έξυπνος.

  2. Αυτή η Ιωάννα πολύ φυτό, δεν βγαίνει ποτέ, κάθεται σπίτι της και διαβάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λυκειακό σλόγκαν, προτροπή προς χαλάρωση ή απεμπλοκή από μανούρα, συνώνυμο του «ξεφούσκωσε», κατούρα και λίγο.

- Κωλόγαυροι, πάλι πέτσινο πρωτάθλημα! Γαμώ την παράγκα σας!
- Άντε φάε καμιά χαλαρόπιτα και πιες καμιά ηρεμίτα, που θα μιλήσεις για τον θρύλο ρε χουντικέ!

(από doodoon, 16/04/11)(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις ποδοσφαιρικές αλάνες, τσουκίδα αποκαλείται το δυνατό, ξερό σουτ. Μπορεί να είναι μίτο, (ζ)ντροπ ή να γίνεται με το coup de pied (<γ>κου<ν>τουπιέ). Χαρακτηριστικό της τσουκίδας είναι η δύναμη και η ευθυβολία.

Συντάσσεται με τα βαράω, τραβάω, πιάνω, κάνω.

Συνώνυμο: βολίδα.

Θα πιάσω εγώ τέρμα, αλλά μη βαράς τσουκίδες από κοντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική (γυμνασιακή – λυκειακή) σλανγκ.

Τόπος : Κρήτη, αστικό κέντρο.

Χρόνος : Τέλη δεκαετίας ογδόντα, αρχές ενενήντα.

Τσουκάλα λέγαμε το κάθε λογής λυσάρι, το οποίο περιείχε έτοιμες τις λύσεις των ασκήσεων (μαθηματικά, φυσική, χημεία), ή έτοιμες λύσεις σε θέματα αρχαίου κειμένου φιλολογία).

Μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις είτε με τον δύσκολο τρόπο και εποικοδομητικά (λύνοντας μόνος σου τις ασκήσεις και ελέγχοντας μετά την λύση τους), είτε με τον εύκολο τρόπο, αντιγράφοντας στεγνά κατευθείαν από την τσουκάλα, για να ξεμπερδεύεις και να κωλοβαρέσεις μετά με την ησυχία σου.

Το νόημα του λήμματος είναι ότι δεν κοπιάζεις μόνος σου, παίρνεις έτοιμες τις λύσεις από το λυσάρι, όπως παίρνεις το φαγητό έτοιμο από την τσουκάλα.

Με το τότε ισχύον σύστημα των δεσμών (χωρίς να μετράει η σχολική βαθμολογία των μαθημάτων για την καρμανιόλα των πανελληνίων), όλοι επέλεγαν δέσμη, ήδη από την πρώτη λυκείου, για να ξεκινήσουν έγκαιρα προετοιμασία. Βλ. και τις σχετικές εκφράσεις, τριτοδεσμίτης, πρωτοδεσμίτης κλπ. Συνεπώς, εάν π.χ. είχες διαλέξει τρίτη δέσμη (θεωρητική κατεύθυνση την λένε τώρα), για δύο χρόνια (πρώτη και δευτέρα λυκείου), δεν χρειαζόταν να ξαναγγίξεις τα και καλά «περιττά» μαθήματα, δηλαδή μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ., μόνο όσο χρειαζόταν για να μην μείνεις. Εάν ήσουνα «πρωτοδεσμίτης», δεν ξαναδιάβαζες αρχαία. Μπορούσες κάλλιστα και να πετάξεις τα σχετικά βιβλία.

Για όλες τις περιπτώσεις αυτές, η τσουκάλα πήγαινε σύννεφο.

Τώρα το έχουν αλλάξει και μετράει και η σχολική βαθμολογία όλων των μαθημάτων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Δεν ξέρω ποιο σύστημα είναι καλύτερο και δεν με νοιάζει. Ούτως ή άλλως, η επίσημη παιδεία στον ρημαδότοπο αυτόν είναι καμένη υπόθεση. Η ουσιαστική παιδεία επαφίεται αποκλειστικά στις προσωπικές ανησυχίες εκάστου μαθητή (οιασδήποτε ηλικίας).

Απ' ό,τι έχω τσεκάρει, στην Αθήνα δεν χρησιμοποιούσαν το λήμμα. Μια σχετική αντίστοιχη φράση που ψάρεψα, είναι «ο θείος Στέφανος», αναφορά στον γνωστό εκδότη βοηθημάτων Στέφανο Πατάκη.

- Μανίτσα μου, τι θέματα ήταν αυτά που μας έβαλε η μαθηματικού στο τεστ; Μιλάμε μας έσκισε τα ράμματα.
- Ναι ρε πούστη μου, και δεν τα είχε ούτε η τσουκάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου, κατά κανόνα μειωτικός, απαξιωτικός, ειρωνικός και χλευαστικός.

Τουρίστας είναι ο αργόσχολος, ξυσαρχίδης, αυτός που ψωλάρει, αυτός που έχει της ψωλής του το χαβά, ο αθκειασερός (στα κυπριακά αυτός που αδειάζει, δλδ δεν έχει δουλειά).

Όχι όμως οποιοσδήποτε αργόσχολος και ξυσαρχίδης. Ο τουρίστας νοείται πάντα αναφορικά με ένα συγκεκριμένο μέρος, συνήθως κάποιο χώρο εργασίας. Παρευρίσκεται εντός του χώρου αυτού, όχι όμως για να εκπληρώσει τα εργασιακά του καθήκοντα. Δεν συμμετέχει ενεργά και με ζήλο στο εργασιακό γίγνεσθαι. Είναι αντιπαραγωγικός, χωρίς να φθάνει έως το σημείο να γίνεται σαμποτέρ. Διότι πολύ απλά στ' αρχίδια του. Ενδεχομένως εκτελεί τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις του, με τρόπο όμως τελείως μηχανιστικό, χωρίς να νιώθει Χριστό.

Τουρίστες θα δεις πολλούς να «απασχολούνται» σε δημόσιες υπηρεσίες. Μιλάνε με τις ώρες στο κινητό με το βασανάκι τους, αράζουν με την καφεδούμπα και (μέχρις εσχάτως) την τσιγαρούμπα τους, πάνε καμιά βόλτα στα μαγαζιά όταν βαρεθούν απ' το καθισιό και γενικά εννιά έχει ο μήνας.

Το τουριστικό φαινόμενο παρατηρείται κατά κόρον και στα στρατόπεδα, όπου ιδίως οι παλιοί, που πρόκειται να πάρουν απολυτήριο, απέχουν πλέον από οποιαδήποτε δουλειά και το μόνο που κάνουν είναι απλά να υφίστανται, σαν τα φυτά ένα πράμα..
Πρόκειται κατ' ουσίαν για πουθενάδες (αν και η τελευταία είναι ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνει και περιπτώσεις βύσματος κλπ)

Τουρίστες λέγονται ακόμη και μαθητές / φοιτητές που εμφανίζονται στα μαθήματα όποτε τους καυλώσει, στη χάση και στη φέξη. Συνήθως ανεβαίνουν μέχρι τη σχολή μόνο για να πιουν καφέ και να χαβαλεδιάσουν με τους φίλους τους. Όταν καμιά φορά δεήσουν και μπουν στην παράδοση - δίκην αλεξιπτωτιστών - αδυνατούν να παρακολουθήσουν. Είναι βαθιά νυχτωμένοι περί του αντικειμένου και περιορίζονται στο να οχλαγωγούν και να καλαμπουρίζουν στα ορεινά έδρανα. Ίσως ανοίξουν και καμιά αθλητική / στοιχηματζίδικη εφημερίδα για να περάσει η ώρα. Τους φοιτητές τουρίστες ενδιαφέρει πρωτίστως η κοινωνικοποίηση (socializing). Μετάφραση: να χτυπήσουν καμιά γκόμενα...

  1. Τουρίστες απαντώνται και στον ιδιωτικό τομέα. Γνωστός του γράφοντος δουλεύει στο σ/μ του Βασιλόπουλου στο Φάρο Ψυχικού, με τετράωρο ωράριο. Επανειλημμένα είχε ζητήσει από το διευθυντή να τον κάνει οχτάωρο, γιατί δεν έβγαινε οικονομικά. Επειδή ο διευθυντής τον έγραφε, ο δικός μου αποφάσισε να γίνει τουρίστας, διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά αυτή. Δούλευε δλδ σε ρυθμούς ρελαντί, χαλαρουίτα. Ο διευθυντής εξοργισμένος τον κάλεσε να υπογράψει την παραίτησή του. «Είσαι μαλάκας άνθρωπέ μου που θα παραιτηθώ; Αν δε γουστάρεις, απόλυσέ με, και στάξε μου την αποζημίωση..» Και η απάντηση του διευθυντή: «καλά, συνέχισε να έρχεσαι για δουλειά, δεν είπαμε και τίποτα..»

  2. - Έχεις σημειώσεις για Νεοελληνική Φιλολογία ΙΙΙ;
    - Όχι, αλλά νομίζω θα βρω απ' το Μάκη. Μου 'χει πει πως παρακολουθεί.
    - Καλά, τώρα ψώνισες από σβέρκο.. Ο άνθρωπος είναι τουρίστας, παντελώς άσχετος με το άθλημα.. Πάει μόνο για να βρει καμιά γκόμενα..

  3. Τουρίστας είναι (στα ομαδικά αθλήματα) ο παίχτης που δεν υπάρχει μες το γήπεδο, απλά σέρνει τα πόδια του πάνω κάτω χωρίς να προσφέρει τίποτα. Τέτοιοι τουρίστες είναι ενίοτε χαρισματικοί παίχτες, που όμως την έχουν δει ντίβες και άρα απαξιούν να ασχοληθούν με το ματς όταν δε βρίσκονται σε φάση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικη αλλά και στάνταρ έκφραση, που σημαίνει ότι το νόημα μιας λέξης είναι ταυτόσημο με την ετυμολογία ή τη σύνθεσή της, άρα και πασίδηλο, ταυτολογικό με την καλή έννοια, αυτονόητο. Συνεπώς, και εδώ αρχίζουν τα ωραία, στο βαθμό που μια κατάσταση σχετιστεί με το νόημα μιας λέξης, η λέξη η ίδια κι από μόνη της εξηγεί τι συνέβη, τι συμβαίνει ή τι πρέπει να συμβεί σε αυτή την κατάσταση. Η λέξη το λέει: το εξηγεί ωραία, το σιάχνει, και το λήγει το ζήτημα.

Ευκολάκι, λοιπόν, το νόημα της λέξης, αλλά για να καταφέρεις να το βρεις μέσω αυτούνων των γλωσσολογικών δεδόμενων, ετυμολογία, σύνθεση κ.λπ., πρέπει να έχεις λιγάκι νιονιό - άρα η φράση υπονοεί ότι είσαι άνιωθος, γι' αυτό και μπερδεύεσαι, γι' αυτό και χρειάζεσαι βοήθεια, κάποιον να σου τα κάνει πενηνταράκια - αν και δε θα έπρεπε γιατί αυτά τα ξέρει και η κυρά ΚαTINA.

Φράση με άλλα λόγια καρακατα-πατερναλιστική, αγαπημένη κάθε είδους δημοδιδασκάλων, κατηχητάδων, πολύπειρων μπαρμπάδων, και γενικά ξερόλων και αποφοίτων της Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ Ντε λα Βι για τους οποίους οι λέξεις ως έννοιες έχουν ακριβώς τόση σοφία όσο και οι ίδιοι (δηλαδή, καρατσεκαρισμένα και παλαίουρικα πάρα πολλή), γι' αυτό και τις επικαλούνται ως ακλόνητα και σεβαστά επιχειρήματα.

Η έκφραση είναι πολύ διαδεδομένη και γενικής χρήσης, αλλά σήμερα υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες χρηστών/χρήσεων της φράσης (οι δύο πρώτες συχνά συμφύρονται σε ιδιότυπα κοκτέλια σοβινισμού, συντηρητισμού και γλωσσαμυντοροσύνης):
1. Κοινολογικάριοι συνετοί νοικοκυραίοι, οι οποίοι λένε ότι η λέξη σημαίνει αυτό που σημαίνει και άσε τα φιλοσοφικά και κυρίως τα κομμουνιστικά. Αυτό που λένε οι Εγγλέζοι no-nonsense τύποι, που προστατεύουν τα ονόματα γιατί τα ονόματα είναι η ψυχή μας.
2. Πορτοκαλίζοντες αλλά ενδεχομένως και ψιλότίμιοι αρχαιόκαυλοι, που πάντως βρίσκουν διαστημικών διαστάσεων διαστάσεις στις hellenikes λέξεις. Οι λέξεις είναι στην περίπτωσή τους ένα Μάτριξ υπερ-όπλο το οποίο όχι μόνο εκφράζει νοήματα αλλά και παράγει νοήματα και εξηγεί πώς έχουν τα πράγματα αξιωματικά και αδιαμεσολάβητα. Ακραία, παρεκκλίνουσα μορφή του "το λέει κι η λέξη" είναι εδώ η λεξαριθμική οΘντκ θεωρία.
3. Καθώς η φράση έχει φθαρεί από την πολύ χρήση και έχει προχωρήσει και η κενωνία και έχει ανέβει και το μορφωτικό επίπεδο, η φράση χρησιμοποιείται για να ελαφρύνει το κλίμα ή για πλάκα, και συχνά όταν ακριβώς η λέξη δεν το λέει, είναι δηλαδή άδηλο το νόημα ή η προέλευσή της, ή γενικά για να δωθεί μια οτινανίστικη τροπή στη συζήτηση λόγω της δασκαλίστικης κακογουστιάς της φράσης.

(στο σχολείο)
- Κυρία, τι σημαίνει "ανακλά";
- Σημαίνει "καθρεφτίζει", το λέει κι η λέξη.

(στην παρέα)
- Έκανες μαλακία.
- Τι μαλακία;
- Μαλακία, το λέει κι η λέξη.

(στο διαδίχτυο)
Τί θα πει πνευματική φτώχεια; Όλοι σας έχετε δει ανθρώπους που είναι φτωχοί κι άποροι. Για να περιγράψουμε την πνευματική φτώχεια λοιπόν ας εξετάσουμε πρώτα την υλική φτώχεια, ώστε από τα όμοια να φτάσουμε σε μια σωστή εξήγηση. Άπορος, όπως το λέει κι η λέξη, είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα. πηγή.

Αυτή τη λειτουργία που αναφέρεις επιτελούν τα παραμύθια. Το λέει κι η λέξη τους - παραμυθία, παρηγοριά προσφέρουν, ανακουφίζοντας από τους πανταχού παρόντες φόβους, προσφέροντας κομμάτια ουτοπίας. πηγή.

[Α]υτό που χρειάζεται η εργατική τάξη δεν είναι απλώς ένα «καλύτερο» ΚΚΕ, η ανάκτηση ενός μυθικού και μυθοποιημένου παρελθόντος, αλλά η ριζοσπαστική υπέρβασή του, κάτι που απαιτεί- όπως το λέει κι η λέξη- κατάδυση στις ρίζες των προβλημάτων. πηγή.

Η Ιωσηφίνα (του Ναπολέοντα) είχε πει: «Ποτέ να μη φοβάσαι τις πρώην. Μόνο τις επόμενες». Η Ιωσηφίνα ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα (πως αλλιώς θα τα ‘βγαζε πέρα με κοτζάμ Ναπολέοντα) κι είχε πολύ δίκιο. Αλλά την ακούμε; Το μυαλό μας δεν πάει ποτέ στις επόμενες, κυρίως γιατί είμαστε ματαιόδοξες (μετά από μένα το Χάος) κι εστιάζουμε στις πρώην που δεν θα ‘πρεπε να μας απασχολούν ούτε λεπτό. Γιατί τι είναι η Πρώην; Κυρία, κυρία, το λέει κι η λέξη. Πρώην: Πέρασε, Πριν, Παρελθόν. πηγή.

Ας σταματήσουμε να τα περιμένουμε όλα από τις εξουσίες. Η εξουσία, όπως το λέει κι η λέξη, βρίσκεται εκτός της ουσίας. Αστειεύομαι, αλλά ας το σκεφτούμε κι έτσι. Άλλωστε τι Θεός θα ήταν αν έκανε ό,τι του ζητούσαμε; πηγή.

Να βοηθήσω με λίγα λόγια: πανεπιστημιακό Πειραματικό σχολείο μόνο με τυχαίο δείγμα μαθητών νοείται (Ντιούι, Ντεκρολί, κ.ά). Το λέει κι η λέξη, τόσο έχουμε αποξενωθεί από τη μάνα γλώσσα μας; Στο σχολείο αυτό δοκιμάζουμε τη νέα επιστημονική γνώση, εκπαιδεύουμε τους νέους επιστήμονες. πηγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

All time classic μαθητική σλανγκ. Το ανεπίσημο καπνιστήριο κάθε σχολείου, όπου οι θεριακλήδες teenagers μπορούσαν να παραδοθούν ανενόχλητοι στο πάθος τους, μακριά απ' τα μάτια των καθηγητών.

Απαραίτητη γλωσσική παρατήρηση: Απαντάται και ως ουδέτερο (ΤΟ τζούρα-κλαμπ) αλλά κυρίως ως θηλυκού γένους (Η τζούρα-κλαμπ), κόντρα σε κάθε γραμματική ορθοδοξία.

Συνήθως τοποθετείται στις τουαλέτες του σχολείου, ή πλησίον αυτών. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να βρίσκεται και σε κάποιο εγκαταλελειμμένο υπόγειο ή σε κάποια απόμερη γωνιά του προαυλίου, ανάλογα πάντα με τη χωροταξία κάθε σχολικού συγκροτήματος. Εννοείται πως η τζούρα-κλαμπ δεν ταυτίζεται με το χώρο που την φιλοξενεί, όντας πάνω απ' όλα η ζωντανή κοινότητα των παιδιών που την συναποτελούν.

Η ύπαρξη της τζούρα-κλαμπ είχε - και έχει - εθιμικό χαρακτήρα για τα περισσότερα Γυμνάσια ή Λύκεια. Και το έθιμο συνιστά πηγή Δικαίου, μας υπενθυμίζει ο Αστικός μας Κώδικας. Η τζούρα-κλαμπ περιλαμβάνεται στα Ιερά και Όσια του μαθητικού βίου, μια κατάκτηση του μαθητικού κινήματος, ένα άγραφο Κείμενο που κανείς δεν τολμά να θίξει. Τώρα τελευταία, το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και σε ορισμένα Πρωτοβάθμια σχολεία (Δημοτικά), κάτι που στην εποχή του γράφοντος ήταν ακόμη αδιανόητο.

Η τζούρα-κλαμπ επιτελεί λίαν σημαντικές λειτουργίες εντός του δομημένου όλου που αποτελεί το σχολείο, όπως θα μας έλεγε ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος. Συμβάλλει καταρχήν στην εκτόνωση εντάσεων και άλλων προστριβών που δημιουργεί ο καταναγκασμός της διδασκαλίας. Μια ελευθεριακή νησίδα, μια όαση σωτήριας παραβατικότητας μέσα σ' ένα αυταρχικό και αρτηριοσκληρωτικό περιβάλλον. Ως χώρος εστίασης ανταγωνιστικός της αίθουσας διδασκαλίας, προσφέρει πολύτιμη βιοτική πείρα, που κανένα βιβλίο δεν είναι σε θέση να μεταδώσει. Προωθεί την κοινωνική συναναστροφή και την κοινωνική μάθηση (Χονδρικά, σύμφωνα με τη θεωρία του συμπεριφοριστή ψυχολόγου Albert Bandura: «κάνε ότι κάνω», δλδ «καπνίζω, κάπνισε κι εσύ, μπορείς!»).

Φαινομενικά, το κλαμπ ανταγωνίζεται το «επίσημο» σχολείο και τις προβλεπόμενες δραστηριότητες που εκείνο οργανώνει (διδασκαλία, εκπαιδευτικές εκδρομές, συμμετοχές σε παρελάσεις και παράτες κλπ). Φαίνεται να υποσκάπτει τα αξιακά θεμέλια στα οποία βασίζεται το ένδοξο ελληνικό σχολειό: στείρα απομνημόνευση διδακτικής ύλης, τυφλή υποταγή σε καθηγητάδες, παντελής έλλειψη πρωτοβουλίας και αυτενέργειας.

Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Η τζούρα-κλαμπ τελεί σε μια συμπληρωματική σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης με το «επίσημο» σχολείο, μια σχέση διαλεκτική. Η «θέση» του σχολείου και η «αντίθεση» που εκπροσωπεί το κλαμπ, απολήγουν σε μια «σύνθεση», μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που συνδυάζει την βιβλιακή γνώση με την κοινωνική μόρφωση. Ή τουλάστιχον έτσι θα έπρεπε να είναι.

Διότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί εν απομονώσει, περιχαρακωμένος χώρος, ένα περιθώριο που ελάχιστα επικοινωνεί με το «επίσημο» σχολείο. Γίνεται καταφύγιο για τα καλύτερα φιντάνια, τους πλέον αποτυχημένους, τους πλέον κατεστραμμένους «μαθητές», αυτούς που έχουν «μείνει» δεκάδες φορές στην ίδια τάξη και κοντεύουν να πάρουν σύνταξη όντας ακόμα στην Α' Λυκείου. Οι «φυσιολογικοί» μαθητές ψιλοχέζονται να πλησιάσουν, μήπως και εισπράξουν καμιά αδέσποτη φάπα απ' τους μαγκιόρους, ημιβάρβαρους ενοικούντες την τζούρα-κλαμπ.

Την ζοφερή εικόνα συμπληρώνουν οι διαβόητοι «εξωσχολικοί»: Συλλογικοί δαίμονες μιας μικροαστικής κοινωνίας (όπως παλαιότερα οι Εβραίοι, οι λεπροί, οι ομοφυλόφιλοι και άλλοι «παρεκκλίνοντες»), καταγγέλλονται με πάθος από τη θείτσα νοικοκυρά, τον καρμίρη μικροέμπορα, τον συνταξιούχο ψηφοφόρο του ΛΑΟΣ: «αυτοί οι αλήτες σπρώχνουν τα παιδιά μας στα ναρκωτικά», «αυτοί οι ανεπρόκοποι φταίνε για το κατάντημα της πατρίδας» και άλλα όμορφα.

Όπως και κάθε ελευθεριακός, κοινωνικοποιημένος και αυτορρυθμιζόμενος χώρος (βλ. καταλήψεις), η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη της έξωθεν επέμβασης και καταστολής. Kατά καιρούς γίνονται κάποια ντου από και καλά αγανακτισμένους καθηγητές, που και καλά έχουν βγει απ' τα ρούχα τους «μ' αυτά που συμβαίνουν εδωπέρα», πάντα έτοιμους να σου ζαλίσουν τον έρωτα με το κλασικό κήρυγμα. Κι όταν λέμε πως μας ζάλιζαν τον έρωτα, το εννοούμε κυριολεχτικά, αφού στη τζούρα-κλαμπ πλέκονται ειδύλλια, πέφτουν τρελά μπαλαμουτιάσματα, χαμουρέματα και γενικώς φασώματα, μέσα σ' ένα κλίμα περιρρέοντος οτινανισμού...

Τέλος, να πούμε πως η έκφραση γνωρίζει νέες πιένες σήμερα, την εποχή της Καπνοαπαγόρευσης, όπου παρατηρείται διεύρυνση του σημασιολογικού της πεδίου: εκτός από το κλασικό σχολικό καπνιστήριο, «τζούρα-κλαμπ» λέμε ειρωνικά, τον ειδικό χώρο για καπνίζοντες που έχει προβλεφθεί σε κάθε εργασιακή μονάδα. Πρόκειται κατά κανόνα για χώρο περιορισμένων διαστάσεων, κανονική τρύπα, ανήλιαγο, καταθλιπτικό, εύγλωττη εξεικόνιση του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης που βιώνουν οι nicotine-freaks.

  1. - Mαλάκα θα μπεις Μαθηματικά την επόμενη ώρα;
    - Όχι ρε φίλε, ψήνεται κατάσταση με τη Λίνα και με περιμένει στη τζούρα-κλαμπ.

  2. - Μας τα 'πρηξε αυτή η μαλάκω η αγγλικού τόση ώρα, πάω τζούρα-κλαμπ να κάνω ένα τσιγάρο να έρθω στα ίσα μου.

  3. - Καλά ρε συ, καπνίζεις μες την τάξη, σε ώρα διαλείμματος; Πώς την έχεις δει, τζούρα-κλαμπ κι έτσι; Τραβήξου στις τουαλέτες αν είναι...
    - Δεν πα να δεις αν έρχομαι, σκατόφλωρε, σπασίκλα;

  4. Η σχετικά ελαστική εφαρμογή των μέτρων της Καπνοαπαγόρευσης, αφήνει το περιθώριο για τη δημιουργία πολλών ανεπίσημων «τζούρα-κλαμπ» στους εργασιακούς χώρους, για τα οποία οι εργοδότες κάνουν τα στραβά μάτια (αν θέλουν ας κάνουν κι αλλιώς).

Δες και τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη θέση σου, στην γωνιά σου και ήρεμα.

Όρος απαξιωτικός, που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να προσγειώσουμε κάποιον ο οποίος υπερέβαλε είτε στα λεγόμενά του, είτε σε προκλήσεις, χωρίς να έχει τις αντίστοιχες ικανότητες.

- Χθες έδωσα σεμινάρια στο Νίκο στο μπάσκετ.
-'Ελα ρε, δηλαδή;
- Ε με προκαλούσε δύο μέρες ότι «με έχει» και ότι θα χάσω τη μπάλα και πήγαμε και έχασε 11-0.
- Καλά του κανες, είναι μεγάλος τσαρόφ, έπρεπε κάποιος να τον βάλει στο θρανίο του.

πρβλ. τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, προ ίντερνετ εποχή, τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες και στις γειτονιές. Οι σερνικοί παίζαν ποδόσφαιρο, οι τσούπρες μήλα (και όταν νύχτωνε σε ζευγάρια m/f οι πιο προχώ έπαιζαν και το γιατρό). Στην περίπτωση μας εστιάστε στο ποδόσφαιρο. Λόγω περιορισμένου αγωνιστικού χώρου, η εκτέλεση κόρνερ, θεωρείτο αδύνατη. Οπότε για να μη χαθεί το πλεονέκτημα του επιτιθέμενου, η ομήγυρη αποφάσιζε, ότι τα τρία κόρνερ ισοδυναμούν με ένα πέναλτι (μισό γκολ, για τις σλανγκομούνες).

Αυτός ο κανόνας χάθηκε, μαζί με το ποδόσφαιρο στις γειτονιές. Αλλά έμεινε ως σλανγκ όρος, που περιγράφει:

  • την αντίθεσή μας, σε πολύπλοκους και περιοριστικούς κανόνες που θέτει κάποιος, τους οποίους και θεωρούμε άτοπους,
  • μία κατάσταση σαν παιδιάστικη.

  1. - Άκουσες το πλάνο του Γιωργάκη για τους οφειλέτες;
    - Το άκουσα, λίγο πολύπλοκο, ό,τι θυμάται χαίρεται κι αυτός.
    - Αν αργήσεις εισφορές του ΙΚΑ τρία χρόνια, παίρνεις μία κίτρινη, οφειλές σε δημόσιο άνω τριών ετών δεύτερη, αλλά μπορείς να τα συμψηφίσεις και τα δύο και να κάνεις διακανονισμό για έξι χρόνια.
    - Και στα τρία κόρνερ πέναλτι να τους πεις!

  2. - Λοιπόν ξεκινάμε. Κάβα 10 ευρώ, πρώτο ποντάρισμα 10 λεπτά, δεύτερο 20 λεπτά, τρίτο 50 λεπτά και μετά ελεύθερο.
    - Γιατί δεν παίζουμε και με κουκιά ρε ψιλικατζή;
    - Γιατί παίζουμε για πλάκα, αν θες πιο χοντρό, πήγαινε καζίνο.
    - Τότε και στα τρία κόρνερ πέναλτι! Κι οι χαμένοι τις πορτοκαλάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified