Further tags

ΕΛΕΟC, ΕΛΕΗCΟΝ

Ισχύουν τα ίδια με το ΕΥΛΟΓΗCON. Το ΕΛΕΟC βέβαια, χρησιμοποιείται με το νόημα του ελέους και του ελέωρος.

ΕΛΕΟC... ΜΕΤΑΝΟΩ... ΕΥΛΟΓΗCΟΝ+ ... και μιας και μιλάμε για έρωτες...

● ΕΛΕΟC ΠΧΙΑ

● Πέτρος Γαϊτάνος, Αθήνα 10 Οκτωβρίου 2013 μ.Χ. ελεηcον με και #agapimono (στο διαδίκτυο, στην τιβι πετάμε βατράχια)

● Τελικα καταφεραν να βρουν πιο γλαστρα απο τον Αβραμο.. ΕΛΕΟC!

● ρε μαλάκα να κερδίσει η Άλμπα στην Ινσταμπούλ; ΜΑ ΕΛΕΟC!!!!

● πίτσα=πουτσα τι γίνεται Φοβόμαστε να φάμε πίτσα δηλαδη +ΕΛΕΟC+

● Λοιπόν κορίτσια έμαθα ότι όταν είναι γιορτή δε πρέπει να βάζουμε πλυντήριο ή να καθαρίζουμε γενικά. Δεν είμαι βρωμιάρα, θρήσκα είμαι. Ελεοc

- οι κομμουνισταί είναι άγριοι, μπρουτάλ, αλλά τις γκόμενες τις τρώμε εμείς οι ποπ :Ρ
- πάντα...πάντα εσείς...: Τζόνυ Λόγκαν ρε μαλάκα; Ήμαρτον και ΕΛΕΟC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίκτητο αποτέτοιο, συγγενές με τον «ελληναρά», τον «ελληνάρα», το «ελληναριό». -
Ομού με τους ιμιόκαυλους, τους μπαλωθόκαυλους, τους στρατόκαυλους, τους αρχαιόκαυλους σχηματίζουν την δεξαμενή των πύρκαυλων (όχι αλίμονο με την έννοια των σεκσουαλικώς διακεκαυμένων), όπου πατριδοκάπηλοι ελλαδέμποροι ψαρεύουν με απόλαυση, σε θολά νερά.
Ενδιαίτημά τους (habitat) είναι το ελλημπάν, το ΕΛΛΑΔΙCΤΑΝ, η Λαϊκή Θεοκρατία του ΕΛΛΑΔΙCΤΑΝ, στην ευρύτερη γεωπολιτικά περιοχή του ΒΥΖΑΝΤΙCΤΑΝ/ ΟΡΘΟΔΟΞΙCTAN/ COBIETIA, όπου με το στανιό θα προσκυνάμε όλοι το ξανθόν ΓΕΝΟC και τον πουτινιάρη άμα και μαφιόζο Βλαδίμηρο. (Ο άλλος Βλαδίμηρος -σύννεφο με παντελόνια από καιρό τώρα – θα αυτοκτονεί αενάως).

Οι ελληνόκαβλοι θεωρούν ότι έχουν το ευρωπέος να σταθούν στην πολιτισμένη Δύση με τσαμπουκά και χωρίς πέη as you talk, κάνοντας ότι δεν τους αφορά το παγκοσμίως αποδεκτό νο πέη, νο πλέι, εξαπολύοντας πέη μπλου και πέη πουά δεξιά κι αριστερά, κι ενώ η ελληνική οικονομία paraπέη.

1.
«Η Ελλαδα εχει ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΜΗΔΕΝ (ρε Σοϊμπλε)»
-255 ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΤΩΘΕΙ ΕΠΙ Ο.Α. ΕΛΛΗΝΟΚΑΒΛΟ ΓΙΔΙ!

2.
Ο ελληνοκαβλος Ρεχάγκελ, ο Ηρακλάρας της Συγχρονης Μυθολογίας, ερχεται για το promotion της Ελληνογερμανικής Συνελευσης. Για Businesses!

3.
Εσύ τι είσαι παλι ... εννοώ είσαι επίσημο ακάου πχ ΑΝΕΛ ή ΧΑ; Ή σκέτο ελληνόκαυλος;

Ελληνάρας, ελληνόψυχος, ελληνόκαυλος, ελληνομαλάκας. Τι είμαι; #eimai_FASISTAS

Είμαι απ αυτούς που δε θα φύγουν και που αποφάσισαν να μείνουν εδώ, ότι κι αν γίνει. Δεν είμ' ελληνόκαυλος, αλλά δε μ'αρέσει η φυγή στα δύσκολα.

4.
πρέπει να το παραδεχτώ πάντως, όλοι οι ελληνόκαυλοι γράφουν μόνο κεφαλαία, πιστοί στα Κλασσικά αρχαία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρασόβιος, τρασοκαβλιάρης

Δημιουργική εξτένσιον της τρασιάς προς ποκίλες εκφραστικές κατευθύνσεις.
Να ζεις μεταφορικώς με τα σκουπίδια (τρασόβιος -κατά το λαθρόβιος), να την βρίσκεις με την 'σκουπιδιά' και την τρασίλα που ευδοκιμεί σε όλους τους τομείς της τρασοκαβλιάρας σουργελλάδας και θάλλει -με αξιοσημείωτη ζωτικότητα - σε όλες τις κοινωνικές τάξεις δημοκρατικά, από το λουμπεναριό στους προλεφτάριους κι από τους μικροαστείους στην λματ (3ηρέ ΕΛΕΗCΟΝ).

  1. - μα που ειναι αυτή η χρύσπα που μας έχετε ζαλίσει τ' αρχίδια;
    - Στον Άλφα. Αλλά γενικά στη καρδιά μας με τέτοιες εμφανίσεις :p
    - τρασόβιο κτήνος! :P (εδώ)
  2. - Εννοείται, Κανάλι9 φορ έβα!
    - Ή τέμπο ακόμα πιο παλια, ή extra παλιότερα
    - τρασόβια; φαινόσουν εξ αρχής σοβαρό άτομο, τώρα ανέβηκες μίλια στην εκτίμησή μου! (εδώ)
  3. - Τζάκρη-Βόζεμμπεργκ-Δένδιας στον Πρετεντέρη. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει ο συνεπής τρασόβιος;
    - Αγάπη ρε μουνιά! (εδώ)
  4. - ξενέρα είσαι, ο σκοπός είναι να σου σηκωνόταν όταν μάζευες τα στρινγκάκια από τα άπλυτα να τα βάλεις στο πλυντήριο..
    - Μαρκο, γιατι δε σε ακολουθουσα εσενα;
    - γιατί είσαι ντιπ ξενέρωτος, ο @Markos ειναι ο πιό τρασοκαβλιάρης αριστερούλης
    - μετα απ την ατακα του λες να χρειαζομαι ρεφερενσηζ απο καμελ φακερς ρε;
    - δε τόπα γιά σένα ρε τρασόβιε νιουμπά! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδελοξενοδοχείο. Συχνά θα ονομάζεται με κάποιο αρχαίο ελληνικό ή αιγυπτιακό όνομα, όπως «Όσιρις», «Τουταγχαμών», «Καλυψώ», «Άλκηστις», «Άρτεμις», «Κλεοπάτρα» κ.ά., το δε οικοδόμημα θα είναι είτε ετοιμόρροπο νεοκλασικό, είτε σε στυλ πολυκατοικίας ανατολικού μπλοκ.

— Τελικά τι έκανες με τη Μίνα;
— Την πήγα σε γαμοτέλ και περάσαμε αξέχαστα!

Να ένα γαμοτέλ τύπου "μπλοκ" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Δες και γαμο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική ονομασία του Πάσχα... με τα αρνιά... να σφάζονται.

- Καλό πάσχα.
- Καλό σφάξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρατσούκλι του Προέδρου των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα. Αν αναλογιστούμε ότι ο Ομπάμιας είναι και μπάμιας και ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, τότε μιλάμε για σχήμα οξύμωρο.

Τι να κλάσει κι ο Ομπάμιας από οικονομική στύση;

Κατά μια εκδοχή, Ομπάμιας ειναι ο Bush... (από Vrastaman, 16/03/09)...κατά την άλλη ειναι to paidi! (από Vrastaman, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρτί, αρτάρω, ντιέμ(ι), (αν)φόλο, φαβ

Πολύ συνηθισμένη τουιτεράδικη αργκό, που ναι, και κατά την δική μου γνώμη, έχει μεγάλη σχέση με το σεκσ και το Fuckingham (βλέπε τα περισσότερα παραδείγματα).

  • Άρτι ή αρτί είναι η κοινοποίηση, το RT, δηλ. το retweet στο ελληνικό τουίτερ (μη το φοβάστε, δε δαγκώνει ;)). Και το ρήμα, αρτάρω.

    1. Μην χαίρεστε που σας κάνει αρτι βρε κορίτσια, αλλού πηδάει ΕΔΩ
    2. Ο καλός νέος φολλοερ ειναι ο αρτι αφιχθεις.
    3. Μη μου κανετε αρτι. Μου σηκώνεται.
    4. Αν τον έχεις παίξει κι εσύ με την Σία κάνε αρτί. #debate #skai_mounares
    5. Εφαγε τη ζωη του στα αρτια ΕΔΩ
    6. Να θες να αρτάρεις Αϊβαλιώτη και να σ' έχει μπλοκαρισμένο, αυτή η μάστιγα. ΕΔΩ
  • Ντιέμ και ντιέμι είναι το προσωπικό μήνυμα, το DM (από το “Direct Message”).

    1. Αναβει φωτακι: "ΩΧ ΕΧΩ ΠΕΣΗΜΑΤΙΚΟ ΝΤΙΕΜΙ", το ανοιγεις, σου λεει οτι εχεις γινει σουργελο καπου, σου δινει το http://mintopatiseis.com/mpravomalaka
    2. τον τζονυ λυπαμαι που κατεληξε να μιλαει με μενα αντι ν καυλαντιζει στα ντιεμια (εδω)
    3. ε όχι κ ντιέμι για ορθογραφικό λάθος δεν είμαι η μπαμπινιώτισσα η βάντα είμαι #kollhmenoi_or8ografoi
  • Φόλο και το αντίθετό του ανφόλο (απ' το follow και unfollow, αντίστοιχα): να ακολουθείς κάποιον και να σταματάς, πατώντας το αντίστοιχο κουμπάκι.
    Συνώνυμο του ανφόλο: κερνάω ανφρέντο

    1. Μερικοί το έχουν πάρει πολύ σοβαρά το twitter.. Σε λίγο θα τους κάνεις ανφολο και θα σου ζητάνε διατροφή ΕΔΩ
    2. Γμτ παλεύω συνέχεια με αυτά τα ωραία σας (αρτί, φόλο, ανφόλο, ιντεράξια, ντιέμ, τιέλ, τουιτάρει) Ωραίες λέξεις, αχαχαχαχαχαχ, αλαμπουρνέζικα ΕΔΩ
  • Φαβ (απ' το favorite) = να χαρακτηρίζεις αγαπημένο ένα τουί.
    Συνώνυμο: φαβορίτα.

    1. -Πόσο καιρό είστε μαζί;
      -Γύρω στα 10 φολο/ανφολο, 400 ντιεμ, 90 αρτί και 30 φαβ ΕΔΩ
    2. Γαμάτα περνάμε Σαββατο βραδυ εδώ μέσα, αρτια, φαβ, αμένσιοτα, ντιεμ, άκυρα σχόλια, κουοτ, .... τί βρίσκουν οι άλλοι οι μαλακες εξω;.. ε παιδιά; ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας Κωνσταντίνος. Από το «Κων/νος». Το λέμε μόνο όταν θέλουμε με τρόπο να χαρακτηρίσουμε μαλάκα κάποιον Κωνσταντίνο. Λογοπαίγνιο με την γαλλική λέξη για τον μαλάκα (con).

Χθες έπεσα πάνω στον Κώνο κι έκανα ότι δεν τον είδα, δεν ξέρω αν με κατάλαβε...

(από GATZMAN, 23/03/09)Κώνος συντομογράφος. (από Khan, 11/02/13)

βλ. και κατίνος, ΣΧΗΣ, Θεσνίκη (Θεσσαλονίκη) κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος παρομοιάζει τον τρόπο μετακίνησης των καγκουρώ (με συνεχή πηδήματα) με τον τρόπο δράσης μιας γκόμενας. Ειδικότερα η ερμηνεία της έκφρασης είναι πολλαπλή και εδώ παρουσιάζονται οι τρεις πιο γνωστές:

1ον
Η γκόμενα παρουσιάζει μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία αρνείται κατηγορηματικά να περπατήσει ή να τρέξει και προτιμά να χοροπηδά από τον ένα προορισμό στον άλλο.

2ον Η γκόμενα έχει το χαρακτηριστικό, κατά την διάρκεια του σεξ να θέλει να βρίσκεται συνεχώς από πάνω και επιπλέον δεν σταματά να χοροπηδά πάνω στο πέος του αρσενικού ωσάν καγκουρώ.

3ον Είναι η γκόμενα που έχει την τάση να πηδιέται με όποιον και όσους βρει, καθώς απολαμβάνει την πράξη αυτή καθαυτή όσο και τα καγκουρώ. Με την ερμηνεία αυτή η λέξη βρίσκεται συνώνυμη των πεογλείφτρα, χυσαποθήκη, πουτσορουφήχτρα και άλλων γλαφυρών εκφράσεων.

1
-Είδα μια γκόμενα σήμερα που δεν σταματούσε να πηδάει από το ένα σημείο στο άλλο.
-Πρέπει να ήταν καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

2 -Έχω βρει ένα καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι και ο πούτσος μου έχει γίνει μωβ.
-Δεν φτάνει που γαμάς, παραπονιέσαι κιόλας, κλαψομούνη.

3 -Καλά, η Μαρία κάνει το καλύτερο σεξ.
-Ισχύει.
-Πού το ξέρεις εσύ μωρή μουχρίτσα;
-Όλοι το ξέρουν, αφού είναι καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι (ακολουθούν οι γνωστές κλωτσοπατινάδες που συνεπάγονται τέτοιες προσβολές στην κοπέλα κάποιου).

Καγκουροπηδηχτιάρικο έτοιμο να χοροπηδήσει σε άλλο προορισμό. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified