Further tags

Ο ιδιοκτήτης / υπάλληλος κάβας.

Στις μικρές γειτονιές όπου η κάβα είναι πιο κοντά από το σούπερ μαρκετ / μίνι μάρκετ / ψιλικατζίδικο, δίνουμε το ψευδώνυμο αυτό για τον ιδιοκτήτη της κάβας, αφού σπανίως ξέρουμε το όνομά του, ενώ κάποιες φορές είναι απαραίτητο να τον αναφέρουμε στις συζητήσεις μας.

  1. - Πού τις βρήκες τόσες μπύρες ρε;; - Τις κέρασε ο κάβαμαν, λήγουν λέει σε μία εβδομάδα και δεν προλαβαίνει να τις πουλήσει.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα ρε, είσαι σπίτι να περάσω;
    - Είμαι ακριβώς άπω κάτω και παρκάρω..
    - Ωραία, περνάω απ' τον κάβαμαν κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελούν φανταστικά-κοροϊδευτικά συμπληρώματα διατροφής ευρέως διαδεδομένα στους κύκλους που συχνάζουν επίδοξα μπιλντέρια.

Αποδίδεται (η χρήση τους) με έναν ειρωνικό τόνο, σε αυτούς που καυχιούνται ότι «έχτισαν» το εν λόγω σώμα τους περνώντας αμέτρητες εργατοώρες στα γυμναστήρια, ενώ μια βδομάδα πριν είχαν το σώμα του Παναγιώτη (σώμα γνωστού τυροπιτούλη).

Εικάζεται λοιπόν ότι η απότομη αλλαγή αυτή οφείλεται στο κούμπωμα των ουσιών αυτών από τον εκάστοτε τσαρώφ των gym.

Πιάνοντας το χέρι του φίλου μας

- Τι έγινε μωρή ξεφτίλα, τουμπάνιασες σε μια βδομάδα μέσα; Τι πήρες, κοκταίηλ απο πρισμενολ και πριξτίν πάλι;
- Ρε μαλάκα ξεκόλλα, γαμιέμαι δυο μήνες στα βάρη!
- Έλα τώρα... μεταξύ μας μεταξά..

(από notheitis, 19/05/10)

Βλέπε και σταρχιδιαμόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μυτιά, δηλαδή η εισπνοή κοκαΐνης από την μύτη. Μπορεί και να δηλώσει meeting μυτάκηδων.

  1. Θέλω να μας διαφωτίσεις για τις φρίμπες (πόσο «καίνε» συγκριτικά με τα άλλα, ποιές οι διαφορές με το μύτινγκ, κτλ). Με το κο δεν τα πάω καλά, αλλά οι φρι είναι γαμάτες, απλά δεν φαίνεται να μπορείς να κάνεις και πολλά υπό την επήρρεια... Ή μπορείς;
    (Διερωτήσεις σε βλόγιον).

  2. Όχι στο μύτινγκ, όχι στα σκληρά!
    (Κείθε).

(από Khan, 09/04/14)(από Khan, 01/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική λεξιπλασία, η οποία προκύπτει από τις λέξεις Ιλιάδα και λιάρδα.

Αναφέρεται σε φάση επικών διαστάσεων κατανάλωσης αλκοόλ και μέθης (και των συνεπειών αυτής), αναλόγων δηλαδή με τη βαρύτητα και σπουδαιότητα του πασίγνωστου ομηρικού έπους.

- Έαε, τι γίνεται;
- Χάλια... βγήκαμε χτες με τον Ιεροκλή και τα ήπιαμε... τι τα ήπιαμε δηλαδή, Ιλιάρδα, κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του απεριτίφ. Λέγεται για κεράσματα, ή ποτά κακής ποιότητας, καθώς παραπέμπει εμφανώς στη λέξη πιφ που σημαίνει βρωμερό, οσμηρό.

  1. - Τι σας κέρασε η Μαρία;
    - Απεριπίφ. Τι να μας κεράσει, ρε συ, αυτή; Μόνο πίπες κάνει καλές.

  2. Πήγαμε στο «Premier» και πλακωθήκαμε στα απεριπίφ, όλη νύχτα ξερνούσα. Τι μας πότισαν οι αρχίδες! Δεν ξαναπατάω!

Τα απεριπίφ της Μαρίας. (από panos1962, 29/11/09)(από panos1962, 29/11/09)

βλ. και ρόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν επρόκειτο αγαπητοί μου δια τον τεχνίτη οικοδομικών τε και μη εργασιών, αλλά δια τον ιδιαίτερα ικανό εις την ιεράν τέχνη του μπάφινγκ, κοινώς πάτα-ρούφα-τράβα-τόνε, άναφτώνε κτλ.

Μάστουρας καλείται όποιος ημπορεί να μεταλαμπαδεύση δε τας σ' εαυτόν γνώσεις εις νεοφώτιστον νεανίαν. The legend lives on!

Πρεζοκλής: - Καλημέρα νέοι μου, καλώς ήλθατε εις την σχολήν πρεζοκομικής, χασισοφουντικής, εμπορίας και διακινήσεως!

Χασικλόφρων: - Δάσκαλε... εεε μάστουρα εννοώ, πότε θα μάθουμε να στρίβουμε; Γουστάρω τρελά δικέ μου κι έτσι...

Πρεζοκλής: - Σιωπή αναιδέστατε! Οποία γλώσσα! Ίνα τιμωρήσω σε, φέρε μοι αύριο 100 στίχους του Βωβού Μάρλεϊου και 50 του Δημητρίου Μορρισωναίου!

(Ημερίς χασιστών τε και φουντικών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκ του ζύθου εξαρτημένος.

Η χαρά του ψιλικατζή. Ελάχιστη ημερήσια κατανάλωση μπύρας: δέκα φιάλες. Ο υπολογισμός της μέγιστης δεν είναι δυνατός (διαίρεση με το μηδέν). Μην σας παρασύρει λέγοντας σας «πάμε για καμία μπυρίτσα», θα ξυπνήσετε με πονοκέφαλο ή/και σε άλλο σπίτι.

Προς τους ψιλικατζήδες: μην του πουλάτε περιπτερόμπυρα σε σακούλα, δεν τη χρειάζεται και βλάπτει το περιβάλλον.

- Έχεις κανένα ψιλό να μου δανείσεις;
- Πήγαμε με το Χρόνη για μπύρεςχθες.
- Άσχετο;
- Τι άσχετο ρε μαλάκα, 100€ χάλασα. Ο τύπος είναι μπυρομανής.

(από nick, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποπνιχτική μυρωδιά ξινισμένου τυριού συνοδευόμενη από κιτρινισμένο νερό και τρίμματα φέτας από το χωριό (κάπου στην Ήπειρο... όχι απλά Ηπείρου) στο 3ο ράφι του παλιού ψυγείου Miele της γιαγιάς, με γεύση πιο πικρή απο το φετέισον του μπάρμπα-Θωμά που έχει την καλύβα απέναντι από το εκκλησάκι του χωριού... (γνωστή ως η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά). Επίσης οι πιο γραφικοί παππούδες του χωριού λένε έτσι την αλμύρα που βάζουν την φέτα για να μην χαλάσει...(δεν τα καταφέρνουν και πολύ φαίνεται).

(Ο Γιάννης και η γκόμενα του μόλις φτάσανε στο παλιό σπίτι στο χωριό... η γκόμενα έχει πάρει φρέσκο γιαούρτι και αγγούρια για να φτιάξει μάσκα για το πρόσωπο)

-Αγάπη μου που να βάλω τα πράγματα που πήραμε...;
-Στο ψυγείο αφού πρώτα το ανοίξεις και το βάλεις στην πρίζα.
-Μπλιαξ... εδώ μέσα μυρίζει απαίσια... ο πατέρας σου πριν πεθάνει δεν τελείωσε όλο το τυρί που είχε φτιάξει...
-Ναιιιι... τρελαινόταν να ανοίγει το ψυγείο και να τον πνίγει η σαλαμούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified