Further tags

To «vivere pericolosamente», δηλαδή το «ζην επικινδύνως» στα ιταλικά, μεταφέρεται έτσι στην ελληνική σλανγκική, για να δηλώσει μια ζωή που πρυτανεύει ο κώλος ως πεδίο αναζήτησης της ηδονής, ή όπου υπάρχει έντονος κίνδυνος να ξεκωλωθούμε.

- Ο Σάκης έχει γυρίσει όλην την Ευρώπη κάνοντας οτοστόπ σε νταλίκες. Μπράβο του! Του αρέσει το vivere pericolosamente!
- To vivere periκωλοsamente θέλεις να πεις! Για τους νταλικέρηδες το κάνει το ωτοστόπ βρεεε! Ξύπνα!

Το "Vivere pericolosamente" του Τζιμάκου! (από Cunning Linguist, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του υποτιθέμενου ρήματος μουσικώνομαι, ρήματος που χρειάστηκε να υπάρχει λόγω σλανγκικής αδείας, και υποτίθεται πως σημαίνει πως κάποιος φτιάχνεται με τη μουσική.

Επειδή όμως...αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες,η slang σημασία παραπέμπει στη φράση «μου σηκώνεται», που παραπέμπει με τη σειρά της σε ορθοστασία του ανδρικού μορίου, σε σηκωμάρες, σε ανατάσεις ψωλής και σε έγερση των τζέντλεμεν όταν ένας θεοκόμματος, απ' αυτούς που αξίζει κάποιος επίδοξος επιβήτορας να πει:«και η κλανιά της βάλσαμο», διεγείρει τους οπτικούς σένσορες του (τα μάτια του).

Η χιουμοριστική αυτή λέξη λέγεται με στόχο να συμμεριστούμε με άλλους το χαρμόσυνο γεγονός της έγερσης του πέοντα.

Σε μπαράκι
Αλέκος:Ωραία επιλογή ρε. Σωστό Αιδοίον πέλαγος το μέρος. Ο αιδοιοφόρος ορίζοντας. Κώστας (κοιτά προς τον τζέντλεμαν και με χαρωπό ύφος αναφωνεί): Άστα. Μουσικώνεται... Μουσικώνεται... Μουσικώνεται Αλέκος (με νόημα): Είδες τι κάνει η καλή μουσική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον παθητικό, μα εντελώς παθητικό, ομοφυλόφιλο. Εκ των πούστης και αστερίας: δεν παίρνει ποτέ καμιά πρωτοβουλία, απλά γέρνει αφήνοντας όλα τα ηνία στον πεοδότη.

Πέρι: Επιτέλους μόνοι, Βαγγέλη!
Βαγγέλης: ...........

(Διάλογος με πουστερία)

(από Vrastaman, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκειμενική κλίμακα. Η ποσότητα ποτών που πρέπει να καταναλώσει ο βαθμολογητής, ώστε να καταφέρει να πιτσιλίσει το υπό βαθμολόγηση θήλυ.

Η κλίμακα ξεκινάει από το 0, το οποίο μπορεί να έχει πολλές καταγεγραμμένες, από Αντριάνα Λίμα μέχρι και λ.χ. την θελκτική γραμματέα στη δουλειά. Δηλαδή θα την παστέλιαζες, έτσι ξεροσφύρι (sic), πλήρως νηφάλιος. Η κλίμακα δεν έχει ταβάνι αφού το drop-dead του καθενός, ώστε να απουσιάζει πνευματικά από μια συνεύρεση π.χ. με την κ. Λουκά, μεταβάλλεται δραματικά ανάλογα με τις αντοχές.

Σύνθετη λέξη εκ του πιτσιλάω και του αγγλικού ability.

Η κλίμακα κυμαίνεται από το -8 (π.χ. η κ. Λουκά) έως το +13 (σε Αντζελίνα Τζολί ένα πράμα).

Κυριακή, πρώτο επισκεπτήριο στο στρατόπεδο. Αυτοί που δεν περιμένουν επισκέψεις, κάθονται σε μια γωνία και βαθμολογούν τα θηλυκά που εισέρχονται στο στρατόπεδο:

- Φτούουου! 9 για να μην πω 10.
- Πίσω γορίλλα, 16.
- Άααα σας άκουγα τόσην ώρα και απορούσα γιατί είναι όλες χάλια! Σε αντίστροφη πιτσιλισαμπίλιτυ βαθμολογείτε;
- Μαλάκες, εκεί στα αριστερά!!! Μηδέν!!! Πόπω τι είναι αυτό το παιδί!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται εκ των «καφενές» και «φραπέ». Οπότε είναι το φραπενείο, δηλαδή το ευαγές ίδρυμα, στριπτητζάδικο, κωλόμπαρο κ.ο.κ., που προσφέρει και ενθαρρύνει την υπηρεσία του φραπέ από τις κορασίδες. Σε σύγκριση με το φραπενείο, ο φραπενές είναι ακόμη πιο λούμπεν κατάσταση. Δηλαδή τον φαντάζομαι με πιο πολλά λαμπιόνια, κανά χριστουγεννιάτικο δέντρο τα Χριστούγεννα, ατμόσφαιρα σαν του «Ερωτοδικείου». Γενικά, πολύ πιο πολύ μαύρη παρακμή. Είναι γενικά ένας χώρος, που μαζί με τον μεταφορικό φραπέ, θα ήθελες κι ένα κυριολεκτικό φραπέ, μαζί με την μεταφορική χταποδιάρα, θα ήθελες κι ένα κυριολεκτικό χταποδάκι, κανά τάβλι κ.ο.κ.

Ευχαριστώ τον Vrastaman για την υπόδειξη του όρου.

Άσε, το Baby Ωχ έχει γίνει τελείως φραπενείο, τι φραπενείο λέω, σωστός φραπενές!

Φραπερομαντισμός (από Khan, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ουτοπικός κόσμος στον οποίο οι γυναίκες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, χωρίς υπόλοιπα. Αυτές που σου λένε:

1) μωρό μου, είμαι λίγο νευρική, να σου πάρω μια πίπα;

και αυτές που σου λένε:

2) μωρό μου, σε βλέπω λίγο νευρικό, να σου πάρω μια πίπα;

Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά μια άθλια, σεξιστική εξυπνάδα που ήθελα από καιρό να γράψω, και η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως κι αν επέλθει το τσιμπούκι το επιούσιο, εύκολα ή δύσκολα, μερακλίδικα ή ερασιτεχνικά, με αφοσίωση ή από καθήκον, μπορεί να κρύβει παγίδες. Αν η σεξουαλική σύντροφος σκύψει, τότε θα σηκωθεί, ακολουθώντας το νόμο του ό,τι πέφτει σηκώνεται. Στην περίπτωση που, έχει κρατήσει χαρακτήρα μέχρι το τέλος, τότε μπορεί να θέλει φιλάκι ως επιβράβευση. Κι αν δεν έχει κρατήσει χαρακτήρα, ακολουθεί μέχρι τέλους το η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι, μπορεί αυτό που ήταν μια νίκη του ανδρισμού σου, γυρνάει μπούμερανγκ. Εξ ου και τσιμπούμερανγκ. Αντιγράφουμε:

μπούμερανγκ, ουδέτερο· - βλήμα των ιθαγενών της Αυστραλίας που αποτελείται από ένα κομμάτι σκληρού καμπύλου ξύλου και που έχει την ιδιότητα να επιστρέφει στο σημείο από το οποίο εκτοξεύθηκε.
- (μεταφορικά) Λέγεται για μια εχθρική πράξη που στρέφεται εναντίον του ίδιου που την έκανε.

Σημαντικό είναι, για να μπούμε και στην ψυχολογία του αποδέκτη του τσιμπουκιού, ότι δεν είναι απαραίτητα οι τσιμπουκλούδες που ζητάνε το φιλάκι -στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί δόλος, αλλά και πραγματικά συγκινημένες από το όλο συμβάν κοπελίτσες, οι οποίες απλά θέλουν το φιλί, για να μη νιώθουν και ενοχές κλπ. Και είναι ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις που είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το φοβερό τσιμπούμερανγκ.

Το λήμμα αποτελεί λεξιπλασία ύστερα από σχετικό ανοιχτό κάλεσμα του χρήστη Βράσταμαν ο οποίος και εντόπισε το σχετικό κενό στην ελληνική slang και γι' αυτό του αξίζει ένα φιλί, κανονικό.

Εξίσου εύγλωττο συνώνυμο που προήλθε από την πρωτοποριακή αυτή διαδικασία: χυσόφιλο.

Η σλανγκ γύρω από το τσιμπούκι είναι τόσο μεγάλη, που το να παρατεθούν περαιτέρω σχετικά λήμματα, σίγουρα θα αδικούσε εκείνα που από αβλεψία θα λησμονούσα.

- Μωρό μου, σταμάτα να βλέπεις το ντοκιμαντέρ με τους Αβορίγινες την ώρα που σε πιπώνω, θα σου γυρίσει τσιμπούμερανγκ....!
- Ναι μωρό μου, το κλείνω μωρό μου, μην εκνευρίζεσαι γιατί βάζεις δόντια...

σπάνια φωτό τρομαχτικού τσιμπούμερανγκ, δημοσιεύεται με άδεια από australia heritage foundation, διακρίνονται και μερικά αχνιστά φλόκια (από xalikoutis, 22/01/09)Ένα από τα νησία Spratley στην Ινδοκίνα. "Spratley Islands" τσιμπουμεραγκικώς αναγραμματίζεται ως "Lady\'s lips, astern" (από Vrastaman, 23/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο της συσώρευσης, συγκέντρωσης, συστράτευσης μορίων αέρα στην ευαίσθητη περιοχή της μήτρας μέσω του εμβόλου του αντρός (πέος). Το σχήμα του μπαργαλάτσου είναι το πλέον ιδανικό για αυτή τη δουλειά. Η αεροστεγής εφαρμογή του πέους στα τοιχώματα της μήτρας καθιστά το φαινόμενο πολύ συχνό. Έχει σίγουρα συμβεί σε όλους αλλά ακόμη και να μην έχει συμβεί όλοι θα παραδεχτούν ότι συνέβη από φόβο μήπως κάνουν κάτι λάθος στον σημαντικότερο τομέα της ζωής ή λόγω του απλού και ευγενούς συναισθήματος της ντροπής. Αν και όταν συμβεί γεμίζει αμηχανία τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενικό (ο συγκεκριμένος συνδυασμός δεν αποτελεί τον μόνο αλλά το λήμμα αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτόν λόγω απλά ετυμολογίας και μόνο) αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει.

Αποτελεί και αυτό φυσιολογική ανθρώπινη λειτουργία για την οποία μάλιστα δεν ευθύνεται κανένα από τα δύο μέρη που πραγματοποιούν τη συνουσία. Καλό θα ήταν τέτοιου είδους συμβάντα να ακολουθούνται από κλισέ εκφράσεις που προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατάσταση: «Δεν πειράζει αγάπη μου», «Συμβαίνει συχνά (από ό, τι έχω ακούσει)», και σε περίπτωση που σας ταλαιπωρεί πολύ καιρό κρατώντας κλειστή την «πίσω πόρτα»: «Καλά μωρή, στο κλάσιμο με έχεις; Τώρα θα στην βουλώσω να μάθεις».

(Ο Βύρωνας επιτέλους μετά από πολύ καιρό καταφέρνει να ρίξει την Έμυ στο κρεβάτι. Όλα είναι έτοιμα για μια τέλεια βραδιά: Το κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα, σαμπάνιες παντού κι έτσι. Πάνω που αρχίζει η διείσδυση αρχίζει να ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος. Στο μυαλό του Βύρωνα ήρθε κατευθείαν η στιγμή που του κόλλησαν το παρατσούκλι βρωμύλος. Ξανά το ίδιο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν σίγουρος πως δεν το προκαλούσε αυτός. Τότε ρωτάει την Έμυ τι ήταν αυτό, μόνο και μόνο για να λάβει μια παγερή σιωπή. Προσπαθεί ακόμη μια φορά χωρίς αποτέλεσμα και στην τέταρτη προσπάθεια εκείνη γυρνάει, του ρίχνει μια θανατερή ματιά χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι είναι τόσο στόκος και με βλοσυρό ύφος του απαντά)

- Μουνοκλάνι.

(από pavleas, 22/01/09)Παίζει το μουνοκλάνι στα δάχτυλά τις!  (από PUNKELISD, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική μπαμπαδίστικη έκφραση, όταν κάποιος παντρεμένος οικογενειάρχης μπαίνει σε πειρασμό, είναι: «Τι να κάνω εγώ; Οικογενειάρχης άνθρωπος;». Επειδή, όμως, συχνά αυτά είναι δικαιολογίες του κώλου κι ο οικογενειάρχης είναι αρχιδάτος και με ορμές, γίνεται αυτή η παραλλαγή σε «οικογενειόρχης», γι' αυτόν που έχει αρκετά αρχίδια για να εκπληρώνεί και τα συζυγικά του καθήκοντα και τα εξωσυζυγικά. Δηλαδή γι' αυτόν που τιμά την οικογένειά του!

- Και μου κάνει νάζια το πιπίνι στο γραφείο. Τι να κάνω κι εγώ, οικογενειόρχης άνθρωπος; Την έκανα να πει τον δεσπότη Παναγιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την ιδιότητα ενός αμαρτωλού να μας εξάπτει την επιθυμία να το αποκτήσουμε και να το απολαύσουμε ερωτικά.

Οι πρωκτικά εγκρατείς και εν πολλοίς ψυχοσεξουαλικά ανικανοποίητες Γιαλόμες αποδίδουν το φαινόμενο στην libido (ηδονή, όπως την έχει ορίζει ο ανώμαλος Freud). Σφάλλουν όμως, καθώς το λιμπιντιάρα είναι εκ του λιμπίζομαι, που ετυμολογείται από το αρχαίο λιμβός (λαίμαργος).

- Πολύ λιμπιντιάρικο το παστάκι ρε συ. - Και που να δεις τη λιμπιντιάρα μιλφέιγ μαμά του...
- Φτου κύριε φυλακήν τω σπέρματί μου, οικογενειόρχης άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το παλικάρι που έχει κάνει τη μαλακία δουλειά και διασκέδαση: όποτε βρει ευκαιρία, κοπανάει και μία στα γρήγορα (το κοπανάει είναι ενδεικτικό του υπερβάλλοντος ζήλου του)... Μεταφορικά πάλι, η λέξη δηλώνει αυτόν που συμπεριφέρεται σαν να τον έχει βαρέσει η πολλή μαλακία (ή αλλιώς το πολύ ψωλοκοπάνημα) στο κεφάλι.

Εντάσσεται στην μακρά σειρά συνωνύμων της εθνικής μας λέξης, μαζί με τα ψωλοβρόντης, πεοκρούστης, τρόμπας, αυνάνας κτλ.

(Πονηρογλειφο)γλωσσολογικά μιλώντας, όλη η μαγεία της λέξης βρίσκεται στην μακρά κατάληξη -ης, που προκαλεί αναβιβασμό του τόνου στην παραλήγουσα (σε αντίθεση με το ομόρριζο ψωλοκόπανος). Επίσης δημιουργεί και πολύ ωραίο τύπο πληθυντικού: οι ψωλοκοπάνηδες.

  1. - Ρε τι μου έλεγε χθες ο Νίκος... Τραβάει λέει τρεις μαλακίες την ημέρα, γιατί αλλιώς δεν την παλεύει!
    - Ακόμα;; Μια ζωή ψωλοκοπάνης!!

  2. - Πάμε για καμιά μπύρα το βράδυ;
    - Τώρα μου το λες; Έχω κανονίσει με τα παιδιά! Άμα θες έλα...
    - Άσε, τους βαριέμαι αυτούς τους ψωλοκοπάνηδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified