Further tags

Διαδικτυακή γλώσσα, αντίθετο του greeklish. Τα engreek είναι αγγλικά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες. Δεν χρησιμοποιείται και πολύ, αλλά όταν γίνεται έχει πολύ γέλιο και είναι τρομερή φάση.

Παράδειγμα από chat στο Windows Live Messenger περιλαμβάνεται παρακάτω.

- Σόου, χάου ντου γιου ντού;
- Αι έμ φάιν, άι τζάστ χέντ ε μπάθ.
- Αααα, νάις, άι ντιντ του. Γουάτ πέρφιουμ ντου γιου πουτ;
- Αι ντοντ.
- ... Οοου. Οκέη. Γουίλ γιου καμ του δε πάρτυ τουνάιτ;
- Νόου, μεν, αι χεβ εν ινγκλις λέσον. Ιτ σαξ, μπατ άι χεβ του γκόου.
- Γκάτ-ντέμιτ! Γιού αρ μίσιν δε τάιμ οβ γιούρ λάιφ, μπρο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική γλώσσα. Συνδυασμός των «αγγλικά» και «αμερικάνικα».

- Πάμε να μιλήσουμε σε αυτές εκεί τις τουρίστριες που μας κοιτάνε τόση ώρα; - Και πώς θα συνεννοηθούμε, αφού τα αγγλικάνικά μας είναι χάλια!

Η λέξη υπάρχει και με μη αργκοτική σημασία, χαρακτηρίζουσα την Αγγλική εκκλησία, που ανάθεμα και καταλαβαίνω τι ρόλο βαράει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ΓΣΕΕ+γενίτσαρος)

Μέχρι στιγμής τον επιστημονικότερο ορισμό του λήμματος οφείλουμε στον καθηγητή Βερέμη (8:49) στο επισυναπτόμενο βίντεο. Έτσι μαθαίνουμε ότι «οι γεσεενίτσαροι ήταν αρχικά απλοί Έλληνες εργαζόμενοι που είχαν την δυνατότητα να μιλάνε με τους μαγαζοτζαμπάσηδες και τους βουλευτοπασάδες. Στην πορεία αλλάξανε στρατόπεδο. Κάποιες φορές αλλαξοπιστούσαν κιόλας και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κέρδισαν την εμπιστοσύνη των βουλευτοπασάδων και βρέθηκαν με πλούτη και μεγάλη δύναμη. Κάποιοι μάλιστα, παρότι το βουλευτοπασαδιλίκι πέρναγε -περίπου όπως στις ημέρες μας- από πατέρα σε γιό, κατάφεραν να αποκτήσουν ακόμη και αυτό το ίδιο το αξίωμα.

Παράδειγμα στο βίντεο, ακριβώς πριν από τον ορισμό του Βερέμη.

(από Ελβετός, 08/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από γκουρμέ+αηδία. Είναι το αποτέλεσμα αποτυχημένης προσπαθείας γαστριμαργικού νεωτερισμού, όπου συνήθως δίδεται ιδιαιτέρα προσοχή εις το φαίνεσθαι και το τελικόν προϊόν είναι μή βρώσιμον. Είναι το αντώνυμο της γκουρμεδιάς

-Μας έστειλε ο Λάκης σ' ένα ρεστωράν και καλά ψαγμένο, nouvelle cuisine και έτσι. Μας φέρανε κάτι γκουρμεδίες που δεν τρωγόταν με τίποτα. Και πληρώσαμε κι ένα σκασμό λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

greek + english
Όταν οι Έλληνες συνδυάζουν τα Αγγλικά με τα Ελληνικά.

- We are επικίνδυνοι and we want to σκοτώσουμε you.

(από Khan, 29/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η τηλεόραση δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον, προσπαθείς να αποφασίσεις τι θα δεις και χρησιμοποιώντας το τηλεχειριστήριο κάνεις γρήγορη αλλαγή καναλιών σχεδόν μηχανικά. Δηλαδή το γρήγορο ζάπινγκ.

Δώσε το τηλεχειριστήριο να κάνω ένα γρήζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιογράφος που εξυπηρετεί συμφέροντα υποστηρίζοντας, απροκάλυπτα ή μη, την ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Σύνθετη λέξη προφ από το δημοσιογράφος και το γαύρος.

Τους διακρίνει η άκρατη (!) υποκειμενικότητα και η οπαδική συμπεριφορά, κάτι που συμβαίνει και με άλλους δημοσιογράφους του είδους.

- Έλα τώρα μωρέ που το παίζει και αντικειμενικός! ένας δημοσιογαύρος είναι κι αυτός και λέει και όλο βρωμολοχίες!
- Βωμολοχίες θες να πεις.
- Γιατί, ψέματα λέω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε όλους μας έχουν πει ότι δεν είναι ευγενικό να αποκαλούμε κάποιον «χοντρό», ακόμα και αν είναι τόφαλος. Αντί γι' αυτό, η politically correct λέξη είναι «εύσωμος». Έρχεται όμως ο ανώνυμος σλανγκιστής και συνδυάζει αυτές τις δύο λέξεις, διαβρώνοντας έτσι εκ των έσω τις κοινωνικές συμβάσεις.
Εύχοντρος λοιπόν ίσον εύσωμος + χοντρός.

  1. - Σου άρεσε το έργο;
    - Καλό ήταν, αλλά είχα στην μπροστινή σειρά έναν κρυπτόφαλο και έβλεπα τα μισά!
    - Α, εκείνον τον εύχοντρο λες; Πίκρα!!

  2. - Μπύρα θες;
    - Άσε καλύτερα, γιατί τον τελευταίο καιρό έχω γίνει λίγο εύχοντρος...

Μετά από παραγγελία του jesus του Γαλάτη! ;) (από Cunning Linguist, 29/03/09)Η συνέχεια του προηγούμενου, με το παράπονο να συνεχίζεται... (από Cunning Linguist, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελευταία ημέρα των διακοπών...

Θλημέρα σήμερα. Από αύριο δουλειά #%$&%@!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

το, [ουσ.] Όργανο μέτρησης ποδοσφαιρικών ικανοτήτων. Ο όρος προέρχεται από τον συνδυασμό της παραδοσιακής μονάδας μέτρησης «καντάρι» (ξέρει πολλά καντάρια μπάλα) και του ονόματος του Πάολο Μοντέρο, μυθικού δρεπανηφόρου άρματος από την Ουρουγουάη που έκανε καριέρα στη Γιουβέντους και του οποίου οι ικανότητες ισοδυναμούν με 1 unit στο καντερόμετρο (χωρίς μονάδες).

  1. - Τι λέει ο Σέρβος χαφ του Βηταεθνικού;
    - Τι να πει ρε! τον βάλανε στο καντερόμετρο και έγραψε αρνητικά ψηφία.

  2. - Άκου να δεις φίλε, καλός ο Πελέ δε λέω, αλλά μπροστά στον Ντιέγκο δεν πιάνει μια. Ο κοντός όπου κι αν έπαιξε έσπασε τα καντερόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified