Άλλη μια λέξη για τον ωτορινολαρυγγολόγο. Εκ του ωριλά και ψώρα.
Πηγή: Γκάτσμαν.
Με ταλαιπωρεί πάλι η χρόνια πουτσωτίτιδα και πρέπει να επισκεφθώ ψωριλά....
Άλλη μια λέξη για τον ωτορινολαρυγγολόγο. Εκ του ωριλά και ψώρα.
Πηγή: Γκάτσμαν.
Με ταλαιπωρεί πάλι η χρόνια πουτσωτίτιδα και πρέπει να επισκεφθώ ψωριλά....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοινώς ο πουτσοκέφαλος.
Αυτός που έχει ανοιχτό το μουνοθηρευτικό του ραντάρ 24 ώρες το 24ωρο. Είναι ελληνάρας, λάγνα υστερόβουλος, ζει για να γαμάει, αναπνέει για να καβλαντίζει. Παραμένει ανάλγητος και απτόητος σε αποτυχίες και στραβοπατήματα, χαλάκι να γίνει θα το φτάσει στα άκρα για να μπει στην τρύπα που θέλει. Αντιπροσωπεύει επί το πλείστον εφήβους αμφισβητήσιμης νοημοσύνης οι οποίοι ενδίδουν στα φυσικά ζωώδη ένστικτά τους για ασύμμετρη συνουσία.
Σε αντιδιαστολή με τον πουτσοκέφαλο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρύτερες φράσεις εντός πλαισίων χαβαλέ, ο ψωλοδορυφόρος αποτελεί μια σπανιότερη υποκατηγορία η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά σε τετ-α-τετ ανδρικές συζητήσεις για ένα μουνί, ΤΟ μουνί, το οποίο έχει καθηλώσει ολόκληρη ομάδα από πουτσοκέφαλους, μεν σκόπιμα, δε απουσίας προφανούς σκοπιμότητας, τους δουλεύει όλους ψιλό γαζί.
- Έχω τρελαθεί με τη Μόνικα. Χτες στέλναμε όλη μέρα μηνύματα. Λες να ψήνεται;
- Μην είσαι χαζός. Θα σε κάνει μπαλάκι της η καριόλα. Αυτές το μόνο που θέλουν είναι 10 ψωλοδορυφόροι πάνω απ' το κεφάλι τους...
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη από: φραπές + έλληνας ή φραπεδιά + έλληνας. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον αδιάφορο, σταρχιδιστή, εξυπνάκια νεοέλληνα που αδιαφορεί επιδεικτικά για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, κοιτάζοντας αποκλειστικά και μόνο την πάρτη του ή, χάριν συμβολισμού, την κατανάλωση φραπέ.
Στην περίπτωση, βέβαια, που καλείται να συμμετέχει σε πορείες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια κλπ, αρνείται κατηγορηματικά, προβάλλοντας δικαιολογίες του τύπου «δε βαριέσαι, που να τρέχω», «σιγά μην κάτσω να τις φάω από τους μπάτσους» ή «που να τρέχω με τα αναρχοκομμούνια». Ο ίδιος, όμως, θα είναι ο πρώτος που θα τρέξει να επωφεληθεί από έναν νέο ευνοϊκό νόμο ή νέο κοινωνικό κεκτημένο, για το οποίο δεν κουράστηκε ιδιαίτερα, με την προϋπόθεση, φυσικά, να συμπίπτει με κάποια άλλη προσωπική του υπόθεση ή δουλειά. Παρόλα αυτά, ο γνήσιος φραπέλληνας / φραπεδέλληνας αρνείται να δεχτεί αυτόν τον χαρακτηρισμό, θεωρώντας τον εαυτό του ενεργό και άξιο μέλος της κοινωνίας.
Τέλος, χρησιμοποιείται, σε κάποιες περιπτώσεις, και από αρκετούς δεξιόφρονες και εθνικόφρονες συμπολίτες μας ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους εκπροσώπους του αριστερού χώρου και, γενικότερα, για όσους δεν συμφωνούν με τις απόψεις ή τις θεωρίες τους περί φυλετικής καθαρότητας και αρχαιοελληνικού πολιτισμού, πιστεύοντας πως οι τελευταίοι προσπαθούν, απλώς, να πουλήσουν μούρη και να εντυπωσιάσουν με τις εναλλακτικές τους απόψεις (βλ. θολοκουλτούρα).
Πάσα από: Khan (ΔΠ)
Φαντάζεσαι αν ο φραπέλληνας (ωραία λέξη, να την κατοχυρώσω…) ενδιαφέρονταν και ξεσηκώνονταν με τέτοια θέματα, αν θα είχαν τότε τα κότσια να κάνουν τέτοιες αυθαιρεσίες οι μπάτσοι, οι δικαστές και οι εισαγγελείς; (Από εδώ)
Φτιάξαμε μια κοινωνία που θέλει να απολαμβάνει τα υλικά αγαθά του δυτικού κόσμου αλλά να δουλεύει ως «διαφορετικός και εξυπνάκιας/μάγκας» φραπέλληνας. (Από εδώ)
Έτσι, το άν θα ψηφίσει ο φραπεδέλληνας υπόκειται στο περιεχόμενο της ημερήσιας ατζέντας του: Αν έχω δουλειά εκείνη την μέρα στο χωριό, θα πάω και να ψηφίσω. (Από εδώ)
Ένας πραγματικός Άραβας (και όχι κάποιος φραπεδέλληνας από την Κηφισιά...) αναλύει τα δεδομένα για την τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς και πως συμπεριφέρεται στους ιδίους τους Παλαιστινίους. (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόσωπο που εμφανίζει τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, αντιήρωας, αουτσάιντερ. Μόνιμο θύμα αδικίας ή καταδίωξης, συχνά εκ πεποιθήσεως.
Εκ του Αγγλικού underdog.
- Τι ομάδα είσαι;
- Αεκάκι, φίλε μου!
- Καλώς το υπόσκυλο!
Got a better definition? Add it!
Αυτή που παίζει σε τσόντες.
Η Τερέζα Ορλόφσκι δεν είναι μόνο διάσημη τσοντού αλλά και γνωστή παραγωγός πορνοταινιών.
Got a better definition? Add it!
Στην συνέχεια της συζήτησης που άνοιξε με τα λήμματα πληθυντικός της απαξιώσεως και σχήμα ενικού αριθμού θα ήθελα να καταθέσω άλλο ένα παρόμοιο γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο. Πρόκειται για λεξιπλασίες που κατασκευάζονται ως εξής: Παίρνεις από έναν χώρο ιδεολογικό, πολιτικό ή άλλο, δύο κορυφαίους εκπροσώπους του, ενώνεις τα επώνυμά τους και τα βάζεις σε πληθυντικό αριθμό απαξίωσης. Tip: Βοηθάει αν το ένα από τα δύο επώνυμα μπορεί να κάνει κατάληξη πληθυντικού σε -ηδες, -αδες .
Ποια είναι η ρητορική στρατηγική των παρόμοιων λεξιπλασιών; Την αντιλαμβάνομαι ως εξής: Ένας ιδεολόγος ή πολιτικός κ.τ.ό. όταν καταθέτει μία πρόταση δύο τινά (μάλλον αλληλοαποκλειόμενα) μπορεί να επικαλεστεί για να τον προσέξουν: α) την πρωτοτυπία της θέσης του, ότι είναι ο μόνος που την σκέφτηκε, β) την κοινωνική δυναμική της, δηλαδή ότι πίσω από αυτήν υπάρχει (ή μπορεί να υπάρξει) ένα μεγάλο πλήθος που την υποστηρίζει και το οποίο αυτός αντιπροσωπεύει.
Όταν, λοιπόν, εσύ φτιάχνεις μια λεξιπλασία διαλέγοντας δύο μόνο εκπροσώπους ενός χώρου του αφαιρείς και τα δύο:
α) Όπως ακριβώς και στον πληθυντικό απαξιώσεως, υπονοείς ότι ο αντίπαλος δεν είναι πρωτότυπος αλλά ανήκει σε μια τάση, που τους ξέρουμε καλά αυτούς. Υπάρχει εδώ μία ιδιαίτερη μορφή argumenti ad hominem, που θα το ονόμαζα argumentum ad pluralitatem. Δηλαδή υπονοείς ότι ο αντίπαλος ανήκει σε έναν τύπο ανθρώπων, οι οποίοι σκέφτονται αλλά και πράττουν, συμπεριφέρονται όπως αυτός, οπότε δεν εκπλήσσει, δεν ξενίζει κανέναν ότι αυτός τώρα το λέει αυτό, αφού έτσι κάνουν οι του σιναφιού του.
β) Ταυτόχρονα, όμως, πετυχαίνεις να του αφαιρέσεις και το αντίθετο πλεονέκτημα. Καθώς η δυάδα είναι η ελάχιστη πολλαπλότητα, με την αναφορά μόνο δύο ατόμων, δεν μπορεί ακριβώς να σχηματιστεί είδος, ιδέα, τύπος. (Συναφές αν και διαφορετικό είναι και το θέμα του τρίτου ανθρώπου που έθιξαν στην αρχαιότητα οι Πλατωνοαριστοτέληδες). Η δυάδα είναι ένας γουαναμπής χώρος που δεν φτάνει όμως για να τον απαρτίσει. Οπότε του αφαιρείς και την δυνατότητα να επικαλεστεί την αντιπροσώπευση ενός πλήθους, όπως θα μπορούσε να γίνει αν ετίθετο ένας απλός πληθυντικός ή ενικός αντί πληθυντικού. Θα διέκρινα περαιτέρω δύο ιδεολογικές χρήσεις: i) Αν ο χρησιμοποιών την λεξιπλασία στρέφεται εναντίον κυρίαρχου λόγου, τότε θέλει να πει πως δυο-τρία άτομα συνιστούν μια ολιγομελή ελίτ που επιβάλλει την θέλησή της στον πολυπληθή λαό. ii) Αν στρέφεται ενάντιον εναλλακτικού λόγου, τότε θέλει να πει πως πρόκειται για δυο- τρεις γραφικούς, που ναι μεν ξέρουμε τα χούγια τους, αλλά δεν έχουν χώρο από πίσω τους. (Τα παραπάνω βέβαια αποτελούν μια παραπάνω ερμηνευτική απόπειρα που ισχύουν σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις της χρήσης των λεξιπλασιών, ενώ για πολλές άλλες χρήσεις ισχύει απλώς ό,τι ακριβώς και στον πληθυντικό απαξίωσης).
Τέλος, οι λεξιπλασίες αυτές δεν πρέπει να συγχέονται με τις δημοσιοκαφρικές κράσεις, τ. Μερκοζί, Παπασκόνι κ.τ.ό. Η διαφορά είναι ότι στους Τσιπραλαβάνους έχουμε οιονεί παράθεση ολόκληρου του επωνύμου για να συμπαραθέσουμε κάποιους που σχηματίζουν ασθενή ημιτελή ομάδα. Ενώ στους Μερκοζί έχουμε ισχυρή κράση, για να θίξουμε το αντίθετο, ότι δηλαδή δύο που δεν όφειλαν να συμπαρατίθενται, ωστόσο, ως μη έδει, συμφύρονται σε μία πραγματικότητα (είτε συγκεχυμένη είτε υπερβολικά σαφή). Βεβαίως, και στην περίπτωση των Τσιπραλαβάνων μπορεί να ενωθούν δύο άτομα που δεν έχουν ακριβώς τις ίδιες απόψεις, οπότε ο χρήστης προβαίνει και σε ερμηνευτικό εγχείρημα ότι δηλαδή οι δύο αυτοί παρά τις όποιες διαφορές τους το ίδιο κάνουν.
Ιδού ένα μικρό δείγμα τέτοιων λεξιπλασιών, που λέγονται ασφαλώς με επιτονισμό αηδίας:
- Γιανναροζουράρηδες
- Δραγωνορεπούσηδες- Ρεπουσοδραγώνες
- Λιακοβερέμηδες
- Μουμπαρακοκαντάφηδες
- Πλευροβορίδηδες
- Τσιπραλαβάνοι
- Φουκωντεριντάδες
β) Όχι. Εκνευρισμένοι είναι μονίμως οι διάφοροι Τσιπραλαβάνοι. Ξέρεις, εκείνοι που μονίμως νομίζουν ότι επειδή θέλουν κάτι, γίνεται. Όπως τα παιδάκια που φωνάζουν οργίλα στη μαμά τους: «Δεν θέλω φασολάδα. Θέλω πίτσα. Θέλω, θέλω, θέλω!» Και χτυπούν το πόδι κάτω. (Εδώ).
γ) Που είναι οι Τσιπραλαβανοι να στηρίξουν το απάνθρωπο αυτό καθεστώς επειδή είναι αντιδυτικο (όπως και όλα τα απάνθρωπα καθεστώτα) και να μας πουν πως πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα τους; (Εδώ).
β) που τον εχεις πεισει οτι η κουλτουρα του και η ιστορια του ειναι ανυπαρκτες η αναξιες λογου (οι γνωστοι ανθελληνες «διαννοουμενοι», ΜΚΟ, Δραγωνορεπουσηδες και ολο το συναφι τους) (Εδώ).
γ) αχαριστοι ποιο ΑφιονΚαραχισαρ οι ΡεπουσοΔραγωνες σας εφεραν
στην Αθηνα και ακομη ουτε ενα αγαλμα;Μαυσωλειο Κεμαλ επειγοντως να πλαισιωθει με Μνημειο Γνωστων Γενιτσαρων μαθετε να τιματε την ιστορια σας επιτελους (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...
Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.
- ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)
- Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!
Got a better definition? Add it!
Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Αυτός που βαριέται να μασάει μόνος του και λαμβάνει αλεσμένη τροφή από τις κατσίκες των καναλιών. Πάσχει από τις ασθένειες του τηλεκαρπαζοεισπράκτορα, καθώς και από κατινισμό βαριάς μορφής.
Ο τηλεφάπας είναι ο καλύτερος φίλος του εισαγγελάτου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που δεν μπορεί χωρίς την ημερήσια δόση του από τα σκουπίδια της tv και τις ειδήσεις του τρίπτυχου σεξοσκάνδαλο-ληστεία-ακρίβεια. Ο τηλετζάνκι. Συνήθως άτομο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Η κατάσταση του υποκειμένου λέγεται «τηλεμαστούρα». Στοιχίζει φτηνότερα από το μπαφάκι, αλλά πολλές φορές είναι μπουρούχα.
Η δικιά μου είναι τηλεμαστούρω. Με ένα «Sex & the city» και λίγο «Aξίζει να το δεις» έχει κλείσει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τηλεφάπας. Αυτός που στηρίζεται αποκλειστικά στην τι-βί για να διαμορφώσει άποψη. Ο καλύτερος πελάτης των τηλεδημοσιοκάφρων. Συνήθως εκτός από την σκλήρυνση κατά τσιμεντόπλακας, πάσχει και από οσφυαλγίες από τις πολλές ώρες που περνάει στον καναπέ.
Κάποια εκατομμύρια τηλεκαρπαζοεισπράκτορες και μερικοί πονηροί πανηγύρισαν...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified