Further tags

Ένας άνθρωπος τόσο πωρωμένος με το slang.gr, που ξεκινάει να διαβάζει ένα λήμμα και μέσα σε δύο λεπτά έχει ανοιχτά άλλα δεκαπέντε tabs με λήμματα.

Ο κύκλος συνεχίζεται εκθετικά, μέχρι να κρασάρει ο υπολογιστής του ή να πεθάνει από αφυδάτωση, ό,τι έρθει πρώτο.

-Καλά, μετά από μια εβδομάδα που διαβάζεις συνεχόμενα slang.gr, γράφτηκες μέλος στο slang.gr για να γράψεις έναν ορισμό ο οποίος περιλαμβάνει το slang.gr και χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που διαβάζουν slang.gr; Πόσο σλανγκόκαυλος μπορεί να είσαι;
-Δεν είμαι εγώ αυτός που χρησιμοποίησε το slang.gr τέσσερις φορές μέσα στην ίδια πρόταση.
-Touché...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τρώει τα καρκάδια από τη μύτη του, ανεξαρτήτου υφής, ξερά, μαλακά,υγρά ή ματωμένα.
Ο καρκαδοφάγος δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Και μπαλάκια να φτιάξει τα τρώει σαν σνακ με το ουίσκι του.
Τον καρκαδοφάγο δεν τον νοιάζει αν τον κοιτάνε, μάλιστα σκαλίζει ακόμα πιο περήφανα την κακομοίρα τη μύτη του που ξεκίνησε Γαλλική όταν γεννήθηκε και έχει γίνει Αρμένικη.

-Λάκη κοίτα την μαντάμ στη στάση.
-Ποπο, παίζει τρελλό σκάψιμο, θα έχει ορυχείο στη μύτη.
-Ωπ, να και ο μεζές, ρε για στάσου, μην μου πεις;
-Το έφαγε αδελφέ.Και ψάχνει για το επόμενο με δύο δάκτυλα.
-Σωστή η κυρία. Κρυφός καρκαδοφάγος μας προέκυψε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.

...

Βλ. και μυρωδιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μουφρούζης, -α

Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.

Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλοσοφικό ερώτημα με απομυθοποιητικές εσσάνς προς τον γνωστό ποιητή Τσαρλς Μπουκόφσκι. Η λέξη είναι σύνθετη και προκύπτει από τις λέξεις τσιμπούκι & Μπουκόφσκι. Γροθιά στο κατεστημένο των ψευτοκουλτουριάρηδων και ενίοτε ψευτοφιλελέδων και ψαγμένων μπουκοφσκικών που ξεπηδούν σαν τα μανιτάρια τα τελευταία χρόνια σε παρέες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τέθηκε σαν ρητορικό ερώτημα και ταυτόχρονα και ως τίτλος και σε ροκ τραγούδι(ο Θεός να το κάνει) του Δημήτρη Πουλικάκου a.k.a «Θείου Νώντα». Εκτός από τις απομυθοποιητικές εσσάνς αποκτάει και Ελληναράδικες νότες μαγκιάς και αντί-ψευτοκουλτούρας υπονοώντας ότι Μπουκόφσκι(Μπουκοφσκική ποίηση) και τσιμπούκι είναι ένα και το αυτό. Πράγμα διόλου περίεργο μιας και η γεμάτη κραιπάλες και καταχρήσεις ζωή αλλά και τα ποιήματα του Μπουκόφσκι είχαν σαν θέμα τους το σεξ, τις γυναίκες, το αλκοόλ κτλ.

- Τί θα κάνεις απόψε;
- Λέω να αράξω, να ακούσω μουσική και να διαβάσω λίγο Μπουκόφσκι.
- Ρε ντύσου και πάμε να πάμε για κανά γκομενάκι. Τί Μπουκόφσκι, τί Τσιμπουκόφσκι μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πούστης και μικρούλα. Η πουστρούλα είναι πάντα παθητική. Η ηλικία της κυμαίνεται μεταξύ 13-14 εφηβικό και 23-24 μετεφηβικό στάδιο a.k.a. στάδιο του εκκολαπτόμενου πούστη. Οπωσδήποτε όμως κάτω των 25. Η πουστρούλα πάει σχολείο ή σπουδάζει συνήθως κομμωτική, ονυχοπλαστική, ενδυματολογία, θεατρικές σπουδές κτλ.

Η εξωτερική της εμφάνιση είναι από θηλυπρεπής έως θηλυπρεπέστατη και τονίζεται από παντελή απουσία τριχοφυϊας στο σώμα και το πρόσωπο (λόγω έλλειψης τεστοστερόνης), μακρυά ή μέσου μήκους μαλλιά και εξεζητημένα/προκλητικά χτενίσματα, μακιγιάζ στο πρόσωπο κτλ.

Οι συνήθεις σωματικές διαστάσεις μιας πουστρούλας είναι παρόμοιες με εκείνες μιας συνηθισμένης αδύνατης και μικρόσωμης γυναίκας: 1,50-1,70 εκ. ύψος και 45-70 κιλά βάρος χωρίς αυτό να αποκλείει και την ύπαρξη φυσικά μεγαλύτερων διαστάσεων (νταρντανοπουστρούλες).

Ψυχικά η πουστρούλα είναι συνήθως μπερδεμένη λόγω της νεαρής της ηλικίας για την μετέπειτα πορεία της ζωής της. Ακροβατεί και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές. Το σχετικά εύκολο μονοπάτι του κλασσικού πούστη και το σχετικά δύσκολο και δυσβάσταχτο ηθικά, επαγγελματικά και κοινωνικά μονοπάτι της τραβεστί.

- Ρε συ τι ήταν αυτό που έκατσε στο διπλανό τραπέζι; Αγόρι ή κορίτσι;
- Αγόρι ήτανε ρε φίλε, την είδες βάψιμο την πουστρούλα; χαχαχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίος Έλληνας στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ. που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε μεγαλύτερες και ωριμότερες γυναίκες. Απαντάται και ως Milfιάδης.

- Χτύπησα τρελό γκομενάκι χτες βράδυ! Τριανταπέντε και βάλε, χωρισμένη με παιδί, αλλά τούμπανο! Έχω πάθει πλάκα!
- Μα ποιος είσαι ρε φίλε, ο Μιλφιάδης;!

Ο Μιλφιάδης Βαρβιτσιώτης φουχτώνει τα γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας Παππά  (από σφυρίζων, 24/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του μαλακοπίτουρας ή μαλακοπιτουρίδης.

Η τέρμα βλαμμένη. Πιο απαξιωτικό απ' το σκέτο μαλάκας.
Μια μαλάκω με πίτουρα στο κεφάλι, με μυαλό κουκούτσι δηλαδή.

Επίσης χρησιμοποιείται αντί του η από τέτοια ή η απ' αυτούλα όταν δεν ξέρουμε το όνομα κάποιας αχώνευτης.

1.- Τα μάθες για την Καιτούλα που έπιασε τον δικό της στα πράσα να φιστικώνει τη κουμπάρα της την Σωσώ;
- Έλα ρε! Τον σούταρε με τη μία σίγουρα.
- Όχι ρε! Της είπε αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις, φορμάτ στο κινητό της έκανα και η μαλακοπιτουρίδου το 'χάψε!

  1. Πήγα σ' αυτή τη μαλακοπιτουρίδου που μ' έστειλες στο ΙΚΑ και μου ζήτησε ένα σκασμό χαρτούρα τζάμπα και βερεσέ.

  2. Είμαι με το φορτηγό που λέτε κύριε πόλισμαν στην ανηφόρα και προσπαθώ να παρκάρω και μου 'ρχετε ο μαλακοπιτουρίδης από 'δω και μου κολλάει από πίσω κορνάροντας. Φταίω εγώ που κατέβηκα και τον άρχισα στις μπάτσες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς ο πουτσοκέφαλος.

Αυτός που έχει ανοιχτό το μουνοθηρευτικό του ραντάρ 24 ώρες το 24ωρο. Είναι ελληνάρας, λάγνα υστερόβουλος, ζει για να γαμάει, αναπνέει για να καβλαντίζει. Παραμένει ανάλγητος και απτόητος σε αποτυχίες και στραβοπατήματα, χαλάκι να γίνει θα το φτάσει στα άκρα για να μπει στην τρύπα που θέλει. Αντιπροσωπεύει επί το πλείστον εφήβους αμφισβητήσιμης νοημοσύνης οι οποίοι ενδίδουν στα φυσικά ζωώδη ένστικτά τους για ασύμμετρη συνουσία.

Σε αντιδιαστολή με τον πουτσοκέφαλο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρύτερες φράσεις εντός πλαισίων χαβαλέ, ο ψωλοδορυφόρος αποτελεί μια σπανιότερη υποκατηγορία η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά σε τετ-α-τετ ανδρικές συζητήσεις για ένα μουνί, ΤΟ μουνί, το οποίο έχει καθηλώσει ολόκληρη ομάδα από πουτσοκέφαλους, μεν σκόπιμα, δε απουσίας προφανούς σκοπιμότητας, τους δουλεύει όλους ψιλό γαζί.

- Έχω τρελαθεί με τη Μόνικα. Χτες στέλναμε όλη μέρα μηνύματα. Λες να ψήνεται;
- Μην είσαι χαζός. Θα σε κάνει μπαλάκι της η καριόλα. Αυτές το μόνο που θέλουν είναι 10 ψωλοδορυφόροι πάνω απ' το κεφάλι τους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνωθεν όρος προσδιορίζει τον κλασσικό πούστη, που προσπαθεί να μην εκδηλώνεται μπινελικώνοντας ασύστολα.. Αναφέρεται και στον καιρό κατά περίσταση.

Ο καιρός είναι γαμωκαντηλοπουστάρας, ΤΕΛΟΣ.
(Δεν μου έρχεται παράδειγμα για το λήμμα αυτό :p)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified