Further tags

Κατά περίπτωση:

  1. Ο νέος στρατιώτης, άρτι αφιχθείς στην Μονάδα κατά τις πρώτες του υπηρεσίες ως θαλαμοφύλακας (θαλαμόσκυλο).

  2. Υποτιμητικός τίτλος για στρατιώτη (νεότερης συνήθως σειράς), ο οποίος το παίζει «στρατηγός». Συνηθισμένη περίπτωση: νέος υποδεκανέας ο οποίος επιδεικνύει το τσατσόσημό του.

- Φιλαράκο για πρόσεχε γιατί είμαι υποδεκανέας...
- Ρε σειρές, κόψτε τον ψαρά τον ανθυποαρβυλοφύλακα που νομίζει ότι έγινε Α/ΓΕΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χριστιανός φονταμενταλιστής. Άτομο που έχει φύγει πολλά τακ σε σύγκριση με τους απλούς πιστούς, ή έστω και τους θρησκόληπτους και τις θεούσες. Ασυμβίβαστος, μαχητικός και συχνά μαλωμένος με την επίσημη Εκκλησία.

Τι χρειάζεται να ξέρει ο μέσος χρήστης του slang.gr για να μπορέσει να αναγνωρίσει τον αγριοχρίστιανο στην απίθανη περίπτωση που θα τον συναντήσει; - και λέω απίθανη διότι κάπου δεν νομίζω ότι συχνάζουμε στα ίδια μαγαζιά. Ιδού μερικά από τα διακριτικά γνωρίσματα:

  • Είναι άντρας - οι γυναίκες είναι η πηγή του κακού και δεν μπαίνουν στο κλαμπ. Εξαιρείται η Παναγία.
  • Αν φοράει πουκάμισο, συνήθως έχει κουμπωμένο και το τελευταίο κουμπί στο λαιμό.
  • Στις συγκεντρώσεις ενάντια στις νέες ταυτότητες, κατά της επίσκεψης του Πάπα, ενάντια στο άνοιγμα καζίνο και ενάντια στην προβολή του Τελευταίου Πειρασμού δεν ήταν μεταξύ αυτών που διαδήλωναν, φώναζαν και τα έσπαγαν. Ήταν στις ομάδες περιφρούρησης.
  • Το αγαπημένο του βιβλίο της Αγίας Γραφής είναι η Αποκάλυψη. Την οποίαν ξέρει σχεδόν απέξω και τσιτάρει συχνά. Ειδικά τα χωρία εκείνα που αναφέρονται σε θηρία, τέρατα, δαίμονες και πόρνες. Όλα αυτά τα τρομακτικά τα βλέπει βράδυ παρά βράδυ στον ύπνο του.
  • Ξέρει όλα τα αθροίσματα, γινόμενα και πηλίκα που δίνουν αποτέλεσμα 666. Και βλέπει τον αριθμό 666 παντού. Ακόμα και στον ύπνο του.
  • Δεν βλέπει τηλεόραση.
  • Προς τους αριστερούς, μπορεί να είναι απροσδόκητα ανεκτικός. Διότι, ο κομμουνισμός και άλλα τέτοια ντεμοντέ ωχριούν μπροστά στο πραγματικό πρόβλημα της εποχής μας που είναι, φυσικά, ο οικουμενισμός.
  • Όταν αναφέρεται στους Καθολικούς, οι ηπιότεροι όροι που θα μεταχειρισθεί είναι οι σχισματικοί και οι Καισαροπαπιστές.
  • Αν τον ακούσετε να λέει εκείνος ο Τούρκος πολίτης, σαν βουάρ αναφέρεται στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο οποίος είναι γνωστός οικουμενιστής και, ωσεκτουτού, ο αγριοχρίστιανος δεν τον έχει φίλο.
  • Έχει μόνιμη κράτηση στην Εσφιγμένου - ή, ανάλογα με το πού ακριβώς έφαγε την πετριά, σε κάποιο άλλο ζόρικο μοναστήρι. Εννοείται ότι στο Άγιο Όρος μπαινοβγαίνει χωρίς διαμονητήριο και άλλες τέτοιες γραφειοκρατικές διατυπώσεις, είτε διότι δεν αναγνωρίζει την εξουσία της Ιεράς Επιστασίας (οικουμενιστές και αυτοί) είτε διότι του έχει απαγορευθεί η είσοδος.
  • Στο Άγιο Όρος, εχει προσωπικό γέροντα - ο οποίος ασφαλώς και μιλάει με γρίφους.
  • Πιστεύει γνησίως ότι το Ορθοδοξία ή Θάνατος είναι δίλημμα

    Επειδή ο αγριοχρίστιανος έχει μια ροπή προς τον μυστικισμό, έτσι και γίνει καμιά στραβή και χάσει την Ορθόδοξη πίστη του, εύκολα και χαλαρά κάνει την υπέρβαση και πάει στα Ομ - και στους μπάφους.

Καταχρηστικά -ή, έστω, κατά θείαν οικονομίαν που θά 'λεγαν κι αυτοί- ο χαρακτηρισμός αγριοχρίστιανος μπορεί να αποδοθεί και σε κάτι γιαλαντζή τύπους που πάνε στην εκκλησία διότι λίγο φοβούνται, λίγο θέλουν τα κονέ και λίγο καλοβλέπουν το παγκάρι. Αλλά, πρέπει προηγουμένως να μας τά 'χουν ζαλίσει πάρα πολύ.

Άλλα σχετικά λήμματα: βοθροδοξία, μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα.

  1. Δεν έχω σκοπό να εισέλθω σε διάλογο με υβριστές του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ιεραρχών του. Όταν οι φωνές μίσους και μισαλλοδοξίας αντικατασταθούν με ευπρεπή επιχειρήματα και συγκεκριμένα ερωτήματα τότε θα αξίζουν απαντήσεως. Μέχρι στιγμής δεν έχω διαβάσει έστω και μία τεκμηριωμένη άποψη. Ελπίζω οι «Αγριοχρίστιανοι» να ηρεμήσουν αναλογιζόμενοι ότι μόνο οι δαίμονες φωνασκούν όταν αντιμετωπίζουν την αλήθεια.

  2. Σαφώς και λέει διάφορες %#$%^ και το κοριτσάκι, αλλά δεδομένης της ηλικίας της, μπορεί για μένα να λέει ό,τι θέλει... Οι άλλοι οι αγριοχρίστιανοι που ούρλιαζαν από κάτω ήταν τουλάστιχον ενήλικες..

  3. Πρωτη φορα ακουω κατι τετοιο...γιατρος να ειναι κατα της IVF. Τι ειναι, αγριοχρίστιανος;

('Ολα τα παραδείγματα από forums)

Το εγχειρίδιο του καλού αγριοχρίστιανου. (από Vrastaman, 10/07/08)Το pin-up girl κάθε αγριοχριστιανού (από Vrastaman, 10/07/08)(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της νεοελληνικής μεταγραμματικής. Ο χρόνος που χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε γεγονότα που συνέβησαν πρόπερσι, και πιο γενικά στο απώτερο παρελθόν.

Ξεσκότα μας μωρέ με τις ιστορίες σου, μας έχεις πεθάνει στον προπερσυντέλικο. Γέρασες και σου μείναν περασμένα μεγαλεία απ' όταν έκανες καφρίλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο κινητοποιείται στο άκουσμα της φράσης
«Άντε φέρε μου αυτό...».
Να σημειωθεί ότι το μεσαίο έψιλον προφέρεται ελαφρώς, σαν γιώτα, αποδίδοντας στο λήμμα μια γαλλική εσάνς.

- Χρειάζομαι εκείνες τις βρώμικες κουρελούδες. Άντε φέρε μού τες.
- Α, δεν είναι εδώ ο αντεφέρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος όπου κανονίζονται ρουσφέτια με αντάλλαγμα ψήφους, χρήματα ή άλλα ρουσφέτια. Μπορεί να είναι το πολιτικό γραφείο βουλευτή, τα τοπικά γραφεία κόμματος ή κάποιο Υπουργείο ή δημόσια υπηρεσία. Μπορεί, κατά συνεκδοχή, να αναφέρεται και σε έναν ολόκληρο πολιτικό σχηματισμό, ειδικά όταν βρίσκεται στην εξουσία και προβαίνει π.χ. σε συλλήβδην διορισμούς ημετέρων.

Ρουσφετοπώλης είναι αυτός που κάνει ή μεσολαβεί για τα ρουσφέτια.

Σχετικά λήμματα: δόντι, βύσμα, κονέ

- Τους έχει σιχαθεί η ψυχή μου όλους ... Βάλανε τους πρασινοφρουρούςσε όλα τα πόστα οι μεν, ήρθανε οι άλλοι και μας άλλαξαν τα φώτα στο bluetooth ... Δεν είναι κόμματα αυτά, ρε ... ρουσφετοπωλεία έχουν καταντήσει ...

Βλ. και χαυλιόδοντας, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δίνει πόντους.

Σύνθετη λέξη από το «ποντοπόρος» και το «πουτσοδότης» - λέμε τώρα, μπορεί και να πιάσει.

Στο πλαίσιο του slang.gr, καλός άνθρωπος. Απλόχερα μοιράζει πόντους σε ό,τι καλό δει. Δίνει πράσινα τικ χαλαρά, αν:

  1. το λήμμα είναι μια καινούργια λέξη που δεν την ξέρει κι έχει πλάκα ή γλωσσικό ενδιαφέρον, ή/και
  2. ο ορισμός είναι καλογραμμένος, ή/και
  3. το παραδειγματάκι είναι πετυχημένο.

Ο ποντοδότης δεν περιμένει να είναι όλα τέλεια για να δώσει τικ - ένα απ' αυτά να είναι εντάξει, φτάνει.

Ο ποντοδότης διαβάζει προσεκτικά τα όσα ανεβάζουν οι άλλοι και προσπαθεί να μοιράσει κάποια τικ κάθε φορά που μπαίνει στο site - ένα είναι καλύτερο από κανένα και πέντε τικ τη μέρα το γιατρό τον κάνουν πέρα - λέμε τώρα πάλι. Διότι ο ποντοδότης γνωρίζει ότι αυτή η επιδοκιμασία είναι η μόνη ανταμοιβή του καλλιτέχνη λεξιπλάστη και αργκολεξικογράφου - και όσο πιο ευτυχείς είναι οι καλλιτέχνες τόσο πιο πολλά λήμματα θα ανεβάζουν και τόσο μεγαλύτερη πλάκα θα κάνουμε όλοι μας.

Και για όσους δεν κατάλαβαν, βάλτε κάνα-δυο τικ, όπου νά 'ναι. Έτσι κι αλλιώς, τζάμπα είναι.

- Ρε μάστορα, έχω προσέξει ένα μυστήριο πράμα στο slang...
- Ορίστε να μου πεις.
- Ρε, ανεβαίνουν κορυφαία πράματα - και γαμώ τα λήμματα, δηλαδή - και με το ζόρι κάνουν διψήφιο νούμερο ... κανείς δεν ψηφίζει, ρε πούστη μου; Χάθηκαν οι ποντοδότες; Όλοι γράφουνε μόνο;
- Τι να σου πω, δίκιο έχεις ... και τα top, σχεδόν όλα είναι από πιο παλιά ... Νομίζω ότι πιο παλιά οι ορισμοί ήταν λιγότεροι κι ο κόσμος τους διάβαζε πιο πολύ ... ε, και βέβαια τα πιο παλιά λήμματα έχουν μείνει ανεβασμένα και πιο πολύ καιρό ...
- Έτσι είναι, αλλά κρίμα ... διότι υπάρχουν χρήστες που γράφουν τις κάλτσες τουςκαι δεν αμείβονται δεόντως ... ονόματα δε λέμε ...
- Ονόματα μπορεί να μη λέμε αλλά εσύ poniroskylo δεν είσαι βέβαια ένας απ'αυτούς και, συνεπώς, μην ψαρεύεις πόντους ...
- Καλά, είσαι μαλάκας ... δεν εννοούσα εμένα ρε ... εγώ, η τελευταία τρύπα του ζουρνά και γουστάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατηγορία εκείνη ταινιών στην οποία, όπως άλλωστε και στο Μπέβερλυ Χιλς, όλοι το κάνουν με όλους. Απλά στον πηδηματογράφο αυτό συμβαίνει σε ένα επεισόδιο και όχι σε 37 σαιζόν.

Η Alyssa Milano, γνωστή σταρ του πηδηματογράφου, είπε να το γυρίσει στην τηλεόραση και να ξεπλύνει την ντροπή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified