Είναι η δράση του εναλλά, όστις αρέσκεται σε τέτοιο βαθμό στην εναλλακτικίλα, που τελικώς καθίσταται σταθεροτυρόπιτας.

  1. Πινω καφε εδώ και πέρασαν 3 γκομενες και ένας τύπος σχολιάζοντας ελληνικά την "ιδιαίτερη αλτερνατιβιά" του Αμβούργου:
    "- Πωωω ρε φιιιιίλε, φοβερή αλτερνατιβιά!
    -Ναι ναι! Και ιδιαίτερη αλτερνατιβιά, όχι σα του Βερολίνου!"

    Πώς θα τους ξεφορτωθούμε αυτούς;

  2. Μπορεί απλά να είμαι hipster και να μην άντεξα τόσο underground-ίλα και alternativε-ιά

  3. - Η άλλη πάει διακοπές Σαντορίνη με το γκόμενο και εγώ τρώω καρπούζι με τη μάνα μου.
    - από επιλογή στάνταρ ε? Αλτερνατιβιά και έτσι

  4. Κατέθεσε την αλτερνατιβιά σου και την φέικ αναρχοαγάπη πάρα πέρα, ξερνάω

  5. Τελικά εκτός απ τη βλακεία , είμαι φουλ αλλεργική & στην αλτερνατιβιά . #μπλιαχ

  6. Ντάξει αφού πήγα κ σε αλτερνατιβιά μαγαζί του περιστερίου δεν θέλω τίποτα άλλο τα 'ζησα όλα

  7. Πινω κοακολα με στεβια και φυσικη καφεινη και μαρεσει. Ξερναω αλτερνατιβια.

Δες και λατέρνατιβ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τα ψαγμένα άτομα, είτε σε επίπεδο έρευνας αγοράς είτε σε επίπεδο εσωτερικής αναζήτησης.

  1. - Τόσο φτηνά το κονόμησες το κινητό; Μες στην ψαγμενιά είσαι πάλι!

  2. - Άσε την ψαγμενιά κατά μέρος και κοίτα να βρεις μια κοπέλα να ταιριάζετε...

Στο 10.32. (από Khan, 21/04/14)

Δες και ψαγμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του «too much», υπερβολικό. Θηλυκού γένους. Συνοδευόμενο από επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη», «έντονη», δηλώνει πλεονασμό.

- Ρε φίλε είδες τον Λάζο; Πήρε δεύτερη μηχανή που φυσάει
- Έλα ρε Κρις, έντονη τουματσιά, τι διάλο τη θέλει τη δεύτερη; Εμείς δεν έχουμε ούτε πρώτη...

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κεφαλιά από καραφλό ποδοσφαιριστή. Συνήθως είναι πολύ δυνατότερη από την κοινή κεφαλιά.

- Πάλι κουβά σήμερα..
- Τι είχες παίξει;
- Καραφλιά του Zidane από ημίχρονο...
- Ωραίος, στ' αρχίδια μας.
- Άντε ρε γαμήσου... κάθομαι και σου μιλάω κιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον μέγα μιζερομίζερο τσιφούτη Ebenezer Scroodge του Ντίκενς (Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι) και κυρίως αργότερα από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ του Ντίσνεϋ, μας έμεινε να αποκαλούμε Σκρουτζ κάθε τσιγκούνη και σφιχτό με τα λεφτά άνθρωπο.

Σκρουτζιές, λοιπόν, είναι οι μικρο-λογαριασμοί, οι λογαριασμοί επιπέδου κουμπαρά και όχι οι μεγάλοι οικονομικοί υπολογισμοί (εφορεία, δάνεια και τέτοια). Σκρουτζιές κάνουμε όταν βάζουμε κάτω τα μικρο-οικονομικά μας, π.χ. τα έσοδα του μήνα που θα γίνουν έξοδα, τα μικροχρέη του ενός προς τον άλλον, του καθενός μας προς ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα κλπκλπ, οι λογαριασμοί δηλαδή που κάνουν τους καλούς φίλους / συνεργάτες / ζευγάρι / αδέλφια / συγκατοίκους κλπ και που, αν δεν γίνουν σωστά ή στην ώρα τους, αποτελούν μέγα θέμα για καυγά και γκρίνια.

Μωρό μου πληρώθηκα σήμερα, έλα να κάνουμε σκρουτζιές να δούμε τι έχουμε και τι θα μας μείνει...

(από Dirty Talking, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι φωνές του περιπτερά να κλείσεις το ψυγείο.

Δεν πρόλαβα να δω τι μπύρες είχε... άρχισε τις ψυγγιές ο μαλάκας.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.

Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.

Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!

Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...

Λύο Καλοβυρνάς (από GATZMAN, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά: αποτελεί ίσως τον πιο ετεροσυνθετικό Ελληνικό σλανγκισμό για έννοιες όπως αργκό, σλανγκ, καλλιαρντά, μάγκικα, μαλλιαρή, ιδίωμα της πιάτσας, κοκ.

Η καλή σλανγκιά διεγείρει την αισθητική και την νοημοσύνη του ακροατή ωσάν κρουστή σφεντονιά.

Εκ του slang < αρχαίου Νορβηγικού slyngva («εκσφενδονίζω»). Άγνωστο εάν μοιράζεται γλωσσολογικό DNA με την ημέτερη σφενδόνη.

Ασσίστ: Ρεγκίνα η καλή

- O Σλάνγκος κάνει την σλανγκιά και όχι η σλανγκιά τον σλάνγκο (Αυτοκτονημένος)

- Δεν βγάζει παρέλαση: Αγαπημένη σλανγκιά αθλητικογράφων
(Ζανουάρ)

Τα φλοράδικα, δια χειρός Ηλία Πετρόπουλου (από σφυρίζων, 04/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αψυχολόγητη πράξη, βλακώδης ενέργεια, άτεχνη κίνηση.

Χαρακτηρίζεται έτσι μια πράξη όταν, τη στιγμή που όλα πάνε σχετικά καλά, «καταφέρνει» να τα κάνει όλα σκατά.

Από το όνομα του ποδοσφαιριστή Λουκά Βύντρα.

Στο τάβλι:
Ρε μαλάκα τι βυντριά ήταν αυτή; Δεν είδες ότι σου πιάνει τη μάνα με ντόρτια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified