Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.
- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...
Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.
- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...
Got a better definition? Add it!
Από το καβάτζα και πούστης, ο κοινότατος ελληνικός χαρακτήρας που συνηθίζει να βολεύει τον εαυτό του είς βάρος των υπολοίπων.
- Ρε καβατζόπουστα φέρε μια μπύρα και κατά 'δω, που τις κρατάς όλες από το μέρος σου..
Got a better definition? Add it!
Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.
-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κουραδόμαγκας, ο ψευτόμαγκας, ο μάγκας που φοράει τακούνια, ο όχι και τόσο μάγκας τελικά!
Αναλυτικότερα, αυτός που ενώ προσπαθεί να περάσει ως πραγματικός μάγκας, τελικά αποδεικνύεται πως φοράει τακούνια. Και μιας και πραγματικός μάγκας με θηλυπρεπή στοιχεία δεν νοείται, κάνουμε λόγο για δήθεν μάγκα.
Βλέπε και μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι.
Got a better definition? Add it!
Εύηχος χαρακτηρισμός που ετυμολογικά προέρχεται από τις λέξεις μπουχέσας και λεβιές. Αναφέρεται αποκλειστικά σε αρσενικά άβουλα όντα (συνήθως διψασμένα για κολπικά ύγρά) τα οποία δεν ξέρουν πως να συμπεριφερθούν σε μια γυναίκα και καταλήγουν συνήθως όταν βρουν κάποια, να προσκολλώνται και να υποτάσσονται πλήρως σ' αυτή, ακολουθώντας πειθήνια τις επιλογές-προσταγές της. Πρόκειται επομένως για συνομοταξία ανδρών, άξια βασανιστικού και συμβολικού θανάτου (πνιγμός σε πισίνα με κολπικά υγρά).
- Τον βλέπεις βρε αχαΐρευτε τον Πέτρο τι ωραία που συμπεριφέρεται στην κοπέλα του;
- Χέσε μας ρε Τασία! Αφού μιλάμε για μπουχεσολεβιέ ολκής!
Βλέπε και βρακάς.
Got a better definition? Add it!
Ουρώ ενώ έχω στύση, συνήθως τις πρωϊνές ώρες και μέχρι τα 40 συνήθως το πολύ.
- Ο Μήτσουρας από μικρός έτρεχε στο μπάνιο για να ουρήσει πρωί πρωί και τελικά πάντα καυλουρούσε γιατί ήταν στα ντουζένια του, 16 χρονών παιδάκι.
Got a better definition? Add it!
Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.
Got a better definition? Add it!
Το σταυρόλεξο που μας κρατάει παρέα κατά τη διάρκεια της αφόδευσης.
ρήμα: χεζολύνω (λύνω χεζόλεξο)
«Μονάρχης της Ουγκάντα», φώναξε ο Κώστας από την τουαλέτα.
«Αμιν Νταντά», του απάντησα. Πάλι είχε πλακωθει στο χεζόλεξο και άντε να τον βγάλεις από 'κει.
Βλ. και χεστικό, χεσύντροφα, έντυπα
Got a better definition? Add it!
Παρουσιαστής talk show ή κοινωνικού περιεχομένου εκπομπής με τάση να μην αφήνει τους καλεσμένους του να μιλήσουν, να τα ξέρει όλα πριν του τα πει κανένας, να διακόπτει για διαφημίσεις όποτε δεν τον συμφέρει ο διάλογος και γενικά να διαμορφώνει απόψεις σε ανθρώπους κατώτερης πνευματικής ικανότητας και να προκαλεί την σιχαμάρα στους υπόλοιπους.
-Ή κλείσε την τηλεόραση, ή βάλε κανένα dvd γιατί δεν την παλεύω με όλους τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες που μας δουλεύουν όλη μέρα.
Got a better definition? Add it!
Εστιατόρειο στη μέση του πουθενά που έχει σύμβαση αορίστου χρόνου με τα ΚΤΕΛ και σερβίρει φαγητά αμφιβόλου ποιότητας και γεύσης.
Καθώς περνάγαμε από το Τραγοπήδημα, ο οδηγός σταμάτησε σε ένα ΚΤΕΛιατόρειο κι έφαγα έναν μουσακά μέσα στο γράσο... Ποτέ ξανά.
Got a better definition? Add it!