Further tags

Χαιρετισμός. Ουσιαστικά σημαίνει τα «χαμπάρια».

Χρησιμοποιείται ως υπεραπλουστευμένη και υπεσυντομευμένη έκφραση του χαιρετισμού «γεια, τι χαμπάρια;». Εμπεριέχει και τον χαιρετισμό, αλλά και την ερώτηση.

Προφέρεται βαριεστημένα και αδιάφορα, χωρίς ερωτηματικό.

Συνήθως περιμένει απάντηση από τον χαιρετιζόμενο («καλά εσύ;») αλλά και να μη απαντήσει, δεν τρέχει τίποτα.

- Γιο ρε.
- Χαμπαρουλίδιαααα...
- Ε εδώ, μαλακίες.
- Κουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτό που μας προφυλάσσει από το κέρατο. Σε αντίθεση με το αλεξικέραυνο, το αλεξικέρατο έχει πιο αφηρημένη σημασία και λειτουργία, επομένως μπορεί να είναι χίλια δυο πράγματα: ο ήρωας του Ροΐδη ας πούμε (βλ. παράδειγμα 1) θεωρεί πως το ψώνιο της γυναίκας του δεν της αφήνει καιρό για αγάπες και λουλούδια, άρα είναι αλεξικέρατο.

Ένα άλλο παλιό και δοκιμασμένο αλεξικέρατο είναι η ασχήμια: κυκλοφορεί άλλωστε από παλιά στους φιλολογικούς κύκλους το εξής ρητό: «η γυναίκα είναι σαν την μετάφραση: όταν είναι πιστή δεν είναι ωραία και όταν είναι ωραία δεν είναι πιστή».

Όπως το αλεξικέραυνο ετυμολογείται στα αλεξι- (= αυτό που διώχνει) + κεραυνός, έτσι και το αλεξικέρατο βγαίνει από τα τα αλεξι- + κέρατο.
Η λεξιπλασία αυτή είναι αναμφίβολα παλιά, αφού την συναντάμε στο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», γραμμένο το 1894.

  1. (Από το διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Ψυχολογία Συριανού συζύγου»)
    «Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως είδος τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, 'αλεξικεράτου'.»

  2. (από εδώ)
    «Αν νοιώθεις έντονη φαγούρα στη κορυφή του κεφαλιού άστο μη το ψάχνεις, είναι αργά (αλεξικερατο δεν υπάρχει). Δεν γράφω άλλα μη τυχόν και διαβάζει το μπλογκ σου η δικιά μου και μάθει όλα τα κόλπα.»

Και γαμώ τα παιδιά ήταν ο Ροΐδης!! (από Cunning Linguist, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.

Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:

- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.

Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!

(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).

(από Khan, 20/02/14)(από Khan, 25/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις γκατσμανικές λεξιπλασίες, που κάνουν τους Σλάνγκους παλαιών αρχών να βγάζουν σπιθουράκια, αλλά αποτελούν και σανίδα σωτηρίας για τους βιοπαλαιστές καβουροσλανγκόσαυρους, που κυνηγούν το λήμμα το επιούσιον.

Παράγωγο εκ των φραπέ- φραπεδιάρα, και αιδοιάρα- αιδοίον, μπορεί να σημαίνει:

  1. Την φραπεδιάρα που είναι μουνάρα, θρυλική, επική, τριφασική κ.τ.λ.

  2. Την φραπεδιάρα, που εκτελεί φραπέ με αιδώ, λόγω φραπεαπαγόρευσης, και όχι χύμα στο κύμα, στα καναπέδια-ντιβάνια-κρεβάτια-ανάκλιντρα των Φραπεδίμ.

Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει η παρενέργεια ο καφές να είναι Εσπρέσο.

Σλανγκικός Φραπεμφύλιος:

- Αμάν ρε Τάκη, έχεις ακούσει ποτέ τον όρο «φραπαιδοιάρα»; - Οι φίλοι του Γκάτσμαν κι εμένα το φραπεδιάρα το προφέρουν με άλφα γιώτα κι όμικρον γιώτα! Πρόβλημα; Πρόβλημα; Μη μου κολλάς πολύ, γιατί έχω και δυσλεξία και θα σε πω ρατσιστή!
- Τώρα, είσαι μαλάκας ή (αλφα-) γιωτάς ;
- Απλώς, τελειωμένος κάβουρας!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρίφος του τρίποδος του βρασταμανικού (αναγραμ-)μαντείου. Οι καβουριερείς ερμηνεύουν ως παρακάτω:

  1. Στα πλαίσια της ενασχόλησης της μητέρας με το παιδί της, μπορεί να προκύψουν ατυχείς «χειρισμοί» του πουλακίου του μικρού αγοριού λ.χ. στο πλύσιμο, που θέτουν τις απαρχές για το σύμπλεγμα του οιδιποδοφραπέ που θα στοιχειώσει τον άντρα σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το περιγράφει κι ο Απολιναίρ στο «Αναμνήσεις ενός Δουάν Ζουάν».

  2. Το ποδοφραπέ από φραπεδιάρα που από το πολύ φραπέ έχουν πρηστεί (οίδημα) τα πόδια της. Όχι μόνο έχει βγάλει ρόζους στα χέρια, αλλά και οιδήματα στα πόδια, γινόμενη θηλυκός Οιδίπους!

- Το πολύ ποδοφραπέ το βαριέται κι η Οιδίπους!

Στο 1.00.40 το απόλυτο οιδιποδοφραπέ, "Πιετά" του Κιμ-Κι Ντουκ. (από Khan, 04/02/13)(από Khan, 11/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μouse pad στα ελληνικά.

Σύνθετη λέξη από το ποντίκι και τον διάδρομο ή διαδρομή. Όπως «αεροδρόμιο».

Υπάρχουν ποντικοδρόμια σαν χαλιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για λολοπαίγνιο επί του Freudian slip, το οποίο μεταφράζεται πιο δόκιμα ως Φροϋδικό ολίσθημα.

Το φροϋδικό σλιπάκι κάποιου «φαίνεται» όταν αντί να πει αυτό που θέλει, εκ παραδρομής (ή λόγω παιχνιδιών του υποσυνείδητου ) του ξεφεύγει αυτό που πράγματι εννοεί, συνήθως σεξουαλικής φύσεως. Εξ ου δηλαδή και το σλιπάκι.

Βέβαια, πολύ πριν διανύσει ο Sigmund την πρωκτική του περίοδο, η λαϊκή σοφία διαπίστωνε πως γλώσσα λανθάνουσα αλήθεια λεει.

Το φροϋδικό σλιπάκι της Ελένης Μενεγάκη έχει ιδιαίτερη φωτογένεια! Δύο κλασσικά παραδείγματα:

- Έχω στηθεί και περιμένω να πάρω τον επόμενο καλεσμένο μας.

Ασκητής: - Και επίσης θα ήθελα να τονίσω ότι δεν πρέπει ποτέ να καταπίνετε το σπέρμα στον στοματικό έρωτα...

Μενεγάκη: -Πω πω, αλήθεια; Δεν το ήξερα!

(από xalikoutis, 11/05/09)"Αντιπολίτευση" αντί για "μεταπολίτευση", βαρβάτο φροϋδικό σλιπάκι από την Όλγα Κεφαλογιάννη. (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη για τον ωτορινολαρυγγολόγο. Εκ του ωριλά και ψώρα.

Πηγή: Γκάτσμαν.

Με ταλαιπωρεί πάλι η χρόνια πουτσωτίτιδα και πρέπει να επισκεφθώ ψωριλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ρήμα που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε την σπάνια περίπτωση, όπου κατά την διάρκεια ενός κουρέματος ρευόμασταν (ή αντίστροφα κατά την διάρκεια ενός ρεψίματος κουρευτήκαμε).

Αυτά.

- Ω με γεια, με γεια...
- Ναι ναι ξέρω. Κρεύτηκα...( ΓΚΚΚΚΑΑΑΟΟΟΥΥΥΡΡΡ )

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά απομίμηση των Ray Ban, αλλά από περίπτερο (στα περίπτερα της Ομόνοιας βρίσκεις τα πάντα).

-Ο πούστης ο Βαγγέλας πάλι καινούρια γυαλιά πήρε;
-Μην ψαρώνεις ρε μαλάκα, περιπτερέημπαν είναι. 5 ευρώ τα πήρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified