Further tags

Η αγγλική γλώσσα. Συνδυασμός των «αγγλικά» και «αμερικάνικα».

- Πάμε να μιλήσουμε σε αυτές εκεί τις τουρίστριες που μας κοιτάνε τόση ώρα; - Και πώς θα συνεννοηθούμε, αφού τα αγγλικάνικά μας είναι χάλια!

Η λέξη υπάρχει και με μη αργκοτική σημασία, χαρακτηρίζουσα την Αγγλική εκκλησία, που ανάθεμα και καταλαβαίνω τι ρόλο βαράει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν του κάθονται οι γκόμενες που θέλει γιατί τον βλέπουν σαν φίλο και γιατί κοντεύει να χωθεί κι αντί να τις φιλάει όταν τις επιστρέφει σπίτι τις καληνυχτίζει. Ο wannabe γκόμενος που είναι όμως πάντα ο καλύτερος φίλος των κοριτσιών.

- Τελικά ο Μάκης το έριξε το Μαράκι από τη σχολή;
- Όχι λέει, τελικά του μίλαγε όλο το βράδυ για τον πρώην της. Έλα μωρέ, τι ασχολείσαι κι εσύ με τον καληνυχτάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τονίζει ιδιαίτερα την ιδιότητα του «βλάχου» και ολοκληρώνει το σκηνικό (βλάχος + μπαστούνι).

-Ήρθε που λες αύτος ο μπαστουνόβλαχος απο το χωριό και ζήτησε να φάει σουβλάκια στα Goodys!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σωστό είναι Ελεεινίδα, απο το ελεεινή και Ελληνίδα. Το ζουμί, προφανές: μια ελληνίδα για φτύσιμο, απαράδεκτη.

- Αυτήν αποκαλείς κυρία; Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου.

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψεύτικη πορδή, ή η κλανιά που ακούστηκε ή μύρισε λιγότερο απ' όσο προοριζόταν.

- Ε εε μαλάκες, μαλάκες, ακούστε!

«Πρτ.»

- Καλά γι' αυτό μας διέκοψες; Για μια πορδήθεν; Άκου πως γίνεται κανονικά:

«ΠΠΠΠΠΠΡΠΡΡΡΡΡΡΡ!!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του όρου «φουστανελάς» ο οποίος περιγράφει συνοπτικά τον τσολιά με ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις, τον γκέι τσολιά.

Η κυρά Μαρία καμαρώνει που μπήκε ο γιος της στην Εθνική Φρουρά... Δεν ξέρει μάλλον ότι είναι πουστανελάς.

(από patsis, 08/07/13)(από Khan, 21/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τύπος που κοντά του δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς, μόνο να τον ακούς. Συνήθως τον πετυχαίνεις στα σκυλάδικα να χορεύει ζεϊμπέκικο με το τσιγάρο στο στόμα και του βαράνε όλοι παλαμάκια και οι γκόμενες σχίζουν για πάρτη του κυλότες. Κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει αλλά όλοι οφείλουν να ξέρουν πότε χέζει, και άλλες παρεμφερούς εμβέλειας πληροφορίες, γιατί είναι κοσμική περσόνα.

- Κική, κοίτα αυτόν το γκόμενο που σηκώθηκε να χορέψει τη ζεμπεκιά. Λιώνω! Τον θέλω!
- Χμμ, σιγά τον παρταρχίδια! Κάθε φορά που παίζει αυτό το σκυλοτράγουδο στις πίστες τρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που πάνε οι έρωτες όταν πεθάνουν.

Χώρισα χθές με τον Γιώργο... Εξάλλου δεν ένιωθα τίποτα πια... Άλλος ένας στο ερωταφείο.

(από Galadriel, 07/03/09)Απίστευτη σπατάλη εύρους συχνοτήτων, ήτοι δημόσιας περιουσίας. Ερωτοδικείο, New Channel, δεκαετία του \'90. (από patsis, 18/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published