Further tags

Παρακλάδι του σουρεαλισμού που καταπιάνεται με την λατρεία των ημικαθυστερημένων. Γνώρισε άνθηση στην Ελλάδα στο τέλος του 20ου αι. με το θέατρο και συνέχισε στις αρχές του 21ου αι. στη μουσική.

«Ντοσμου ιτσου ιτσου, τοραστή τσουυυυυ!!! φου φου φου»
- Πάμε από δω παιδάκι μου θα μας φάει η μαϊμού!
- Έλα ρε μάνα, τέχνη κάνει ο άνθρωπος...

Σχετικό: Κατέλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιστί: half past late.

Τουρίστας: - When will our flight leave?
- Half past late...

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γραβάτα, που λόγω του σχήματος και της διεύθυνσής της παραπέμπει σε βέλος που δείχνει το πέος.

-Θα με βοηθήσεις να δέσω τη γραβάτα μου;
-Καλά 30 χρονών μαντράχαλος και δεν ξέρεις να τη δένεις;
-Ε δεν συνηθίζω να φοράω πεοδείκτες και μαλακίες...

Ασημένιος πεοδείκτης, διατίθεται και καλά ως "συνδετήρας χαρτονομισμάτων" στο πωληρήριο του Μουσείου Μπενάκη.  (από Vrastaman, 16/05/09)Ωραία γραβάτα, αράπη μου! (από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούγεται σαν φάρμακο, αλλά προέρχεται από το κλάνω μέντες και σημαίνει παίρνω μεγάλη τρομάρα.

- Καλά, η Γιούλα φοβάται τα αεροπλάνα;
- Ναι ρε! Κάθε φορά που πετάει πίνει Κλαζμεντέν απ' το μπουκάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιμός: μεγάλη πείνα.
Ταγάρι: Το γνωστό κρεμαστό σακούλι που βάζει ο χωριάτης το φαγητό που θα φάει στα χωράφια που δουλεύει ή στα γιδοπρόβατα που φυλάει.

Όλο μαζί σημαίνει τον δήθεν χορτάτο πλούσιο επαρχιώτη.

-Πήγες ρε στα εγκαίνια του μαγαζιού του Τάκη;
-Πήγα, αλλά είχανε πάει όλα τα λιμοτάγαρα νωρίτερα και δεν αφήσανε τίποτα στο μπουφέ...

Got a better definition? Add it!

Published

greek + english
Όταν οι Έλληνες συνδυάζουν τα Αγγλικά με τα Ελληνικά.

- We are επικίνδυνοι and we want to σκοτώσουμε you.

(από Khan, 29/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική συνομοταξία εντόμων που την συναντάμε στη Μποχαλία.

Χρησιμοποιούμε την λέξη για να περιγράψουμε κάθε ζωντανό οργανισμό μεγέθους μεγαλύτερο από σκνίπα και μικρότερου από γύπα. Κύριο χαρακτηριστικό τους... να είναι ενοχλητικά.

-Σβήσε τα φώτα ρε γιατί θα πλακώσουνε τα μποχαλόπτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified