Further tags

Nτιτζέι, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Πηγή: Λέο Καλοβυρνάς

«Last night a deegay mou gamise ti vradia».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να καταλάβω αν η κοπέλα που μου αρέσει το πάει το γράμμα ή είναι απλώς άνετη, αν είναι λέσβω ή στρέιτ.

Πηγή: Λέο Καλοβυρνάς

-Τη λεσβολιδοσκόπησα και μου φάνηκε μια χαρά!
-Πρόσεχε μην γίνεις λεσβοχωρίστρα !!

(από patsis, 07/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kάνω σαν μουρλή που με παράτησε η γκόμενα, συνήθως με μουσική υπόκρουση βαριά λαϊκά ή Γαλάνη. Nα τονιστεί ότι λεσβαλαντώνουν και οι γκέι, αλλά εκείνοι προτιμούν Mαρινέλλα.

Πηγή: Λέο Καλοβυρνάς

- Λεσβαλάντωσε η Σαπφώ, που την άφησε η μικρούλα για τον γκόμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο. Βασικά, είναι νέας μορφής ασπιρίνη. Χρησιμοποιείται από ανθρώπους που πραγματικά τους πρήζουν τα αρχίδια.

- Μαλάκα! Τι γίνεται; Τελευταία, όλοι έχουν πέσει πάνω μου. Οι γονείς με πρήζουν για το διάβασμα, η γκόμενα γκρινιάζει γιατί δεν με βλέπει και οι φίλοι μου με βρίζουν γιατί βλέπω την γκόμενα και όχι αυτούς. Θα πάρω μια γραψαρχιδίνη, μου φαίνεται, να ησυχάσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Χρησιμοποιείται για στιγμές ανίας, βαρεμάρας, ρουτίνας ή ακόμα και για πολύ πιεστικές καταστάσεις.

- Πω, Πω ρε παιδία δεν μπορώ άλλο εδω μέσα!!! Κάθε μέρα σκοπιά 2-4 τα χαράματα! Δεν την παλεύω άλλο!!!
- Ένταξει ρε ψηλέ! Πως κάνεις έτσι; Πάρε αντιπαλευόν!!

Από το ΦΑΔ της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός όρος δικής μου εμπνεύσεως, που συνδυάζει δυο συναισθηματικά φορτισμένα συνθετικά: μπακούρι + μεσήλικας. Δηλαδή έναν τύπο/-ισσα που έφτασε στο μέσον του βίου του –και άρα του μένουν να ζήσει λιγότερα χρόνια απ' όσα έζησε ως τώρα– και παραμένει άγαμος, όχι από τόσο από επιλογή, αλλά μάλλον εξ ανάγκης (λ.χ. αφραγκία, τσιγκουνιά, τεμπελιά, δυστροπία, απογοήτευση κ.λπ.).

— Ποιον λες ότι συνάντησα τις προάλλες τυχαία;
— Ποιον;
— Τον Αλέκο από τη σχολή... Εκείνον τον μποέμ γυναικοκατακτητή που τα πίναμε συχνά-πυκνά.
— Άντε, ρε! Τι γίνεται αυτή η ψυχή; Υποθέτω πως θα 'ναι πλέον παντρεμένος με παιδιά.
— Πού τέτοια τύχη το άτομο! Μπακουρομεσήλικας ολκής είναι... Μες στην μιζέρια και την πίκρα... Πάνε οι παλιές οι δόξες!

(από Galadriel, 10/02/09)(από pavleas, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του γύρου, χρησιμοποιείται συχνότατα στο στρατό για αναφορά στο γνωστό και φτηνό έδεσμα.

- Ψαράδες είστε εξοδούχοι σήμερα. Θα μου φέρετε κανένα γυρόνι επιστρέφοντας;
- Έγινε! Χωρίς κρεμμύδι έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, ως εισπράκτωρ ορίζονταν ο εργαζόμενος εις τα λεωφορεία, ο οποίος ήτο καθήμενος εν τω μέσω του οχήματος και εισέπραττε χρηματικό αντίτιμο του εισιτηρίου, ήτοι ναύλα.

Ο εισπρώκτορ (εκ των λέξεων: εισπράκτορας + πρωκτός) δεν εισπράττει χρήματα αλλά πέη παρά τον πρωκτό, ήτοι καυλ(ι)ά.

Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται αναλλοίωτη μετά της σχετικής κινήσεως (σχηματισμός κύκλου αυξομειούμενης διαμέτρου με τον αντίχειρα και τον δείκτη, δηλωτικού της κινήσεως της πρωκτικής οπής του ομοφυλόφιλου κατά την... πρωκτοδιεύρυνση!).

Ευτέρπη: «Α, κοίταξον! Ο Νικόλας! Οποίος ανδρας!» Χαρίκλεια: «Ματαιοπονείς φιλτάτη! Ούτως ανήρ, εστί... τοιούτος ανήρ! Ήτοι εισπρώκτωρας!»
Ευτέρπη: «Οϊμέ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανοποντοδοσία αποκαλείται η πλέον προκλητική μορφή μπαγαποντοδοσίας. Εκ των «πανο» (< «πάνω», ανορθογραφιστί και «ποντοδότης»).

Ο πανοποντοδότης λειτουργεί ως extreme σπαστήρ: εγγράφεται με πλειάδα ψεύτικων ονομάτων και αστράφτει την λημματολάσπη του μέχρι να πετύχει την επιθυμητή για αυτόν βαθμολογία.

Στην τελική, ο πανοποντοδότης δεν σέβεται το σάιτ, τους συσλανγκιστές του, αλλά ούτε και τον εαυτόν του.

Υφίσταται λοιπόν σήμερα (9/2/09) το φαινόμενο της πανοποντοδοσίας στο slang.gr;

Επειδή είναι κουλό να πετάει κανείς ατεκμηρίωτες τζακουζιές (εκ του j'accuse) ας εξετάζουμε στατιστικά την μηδενική υπόθεση ότι δεν υφίσταται πανοποντοδοσία.

Η μεθοδολογία μας έχει ως εξής:

  1. Χρησιμοποιούμε δείγμα των 40 πλέον αστεράτων λημματοδοτών.

  2. Ορίζουμε για τον κάθε λημματοδότη τον δείκτη π ως τον μέσο όρο (μ.ο.) του αριθμού των ψήφων που έλαβε στα πέντε λήμματα και ορισμούς του με την χαμηλότερη βαθμολογία. Ο μέσος όρος του π όλων των λημματοδοτών ορίζεται ως **Π**.

  3. Έστω ότι δεν υφίσταται πανοποντοδοσία. Τότε το π του κάθε παίκτη δεν πρέπει να έχει στατιστικά σημαντική απόκλιση από το μέσο **Π**.

  4. Διαπιστώνουμε ότι ο μ.ο. Π= 5,5 και όλες οι τιμές π κυμαίνονται σε ένα στενό εύρος περίπου 3 έως 7, με εξαίρεση το π του χρήστη Panos2 που είναι 13,3 (υπερδιπλάσιο του μέσου Π).

  5. Η πλέον ενδεδειγμένη στατιστική ανάλυση για να διαπιστωθεί εάν το «ύποπτο» π του Panos2 αποτελεί έκτροπη τιμή (outlier) είναι το Grubbs’ Test.

Συμπεράσματα:

Τρέξαμε το Grubbs’ Test και διαπιστώσαμε με στατιστική βεβαιότητα 95% ότι η τιμή του panos2 αποτελεί έκτροπη και συνεπώς απονέμουμε στον εν λόγω χρήστη το Kavli Prize Πανοποντοδοσίας.

Βιβλιογραφία:

Grubbs, Frank (February 1969), Procedures for Detecting Outlying Observations in Samples, Technometrics, Vol. 11, No. 1, pp. 1-21.

Μπορείτε να κατεβάσετε ένα excel template για το Grubbs’ Test απεδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φασπούτσι ή φασπούτς θα μπορούσαμε να πούμε το «μία στα όρθια» ή το πολύ γρήγορο πιστόλι που εκπυρσοκροτεί σε χρόνο dt. Η κατάσταση αν και κατά κανόνα είναι χαμηλής ποιότητας, σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνει να εκτονώνει πόθους της στιγμής, με πολλή ένταση και μεγάλη ικανοποίηση στους συμμετέχοντες.

Το φασπούτσι. μπορεί να γίνει σε πολλούς χώρους όπως τουαλέτες καταστημάτων, αυτοκίνητο, παραλίες κ.λπ.

  1. Άλλη εκδοχή είναι η λέξη να προέρχεται από την «φάση» και «πούτσα».

Αν δώσουμε στην «φάση» την έννοια που αφορά τις αλλαγές των φάσεων της σελήνης, τότε έχουμε τις αλλαγές των φάσεων της πούτσας ,σε διάφορες καταστάσεις όπως: μετά το πρωινό ξύπνημα, περιβάλλον πουτσόκρυου κ.λπ.

Αν δώσουμε στην «φάση» την έννοια του στιγμιότυπου σε αγώνα, τότε έχουμε την φάση σε γήπεδο με αντίπαλους τους δυο αιωνίους: μουνομάχοι vs μουνόλυσσας.

Εχτές ήπια τόσα ξύδια που δεν καταλάβαινα τίποτα! Μέχρι και φασπούτσι έφαγα. Ούτε το όνομά του δεν ρώτησα!

How to fuck a woman fast (από Galadriel, 09/02/09)

Σχετικό: ταχυπηδήκουλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified