Further tags

Το πιστόλι, το πυροβόλο όπλο. Επίσης, πυροβολώ.
Προέρχεται από τον παιδικό ήχο για τα όπλα λέιζερ των καρτούν.

  1. Φιλέ, η σκηνή που βγάζει το πικίου-πικίου του και τους σκοτώνει όλους γάμησε!

  2. Και τώρα οι δικοί μου οι GI-Jo θα κάνουν τα πικίου-πικίου τους στους Cobra σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζορίκλας ονομάζεται ο (συνήθως) άντρας ο οποίος προσπαθεί να επιβληθεί με τη «μυϊκή» του δύναμη έναντι πολλών αδυνάτων.

Ένα υψηλό ποσοστό ταιριάζει με το λήμμα λουοδύτης, δηλαδή γνωστοί ως οι υπερασπιστές της Θάλασσας και της παραλίας που επιδεικνύουν το επονομαζόμενο «Ζόρι».

Συνήθως τέτοια άτομα κάνουν την εμφάνιση τους στις παραλίες κατά την καλοκαιρινή περίοδο και συνηθίζουν να αποφεύγουν τους καβγάδες επιβάλλοντας την γνώμη τους σε όλους τους άλλους.

Πολλές φορές όμως αυτό αποτυγχάνει παταγωδώς, και εις βάρος τους ασκείται βία που αρμόζει σε αυτά τα ενοχλητικά απαράδεκτα άτομα.

- Τον θυμάσαι τον ζορίκλα τον Μελέτη στο Camping ;
- Αν τον θυμάμαι λέει; Ξεχνιέται τέτοιος δύτης και αργόσχολος; Το μόνο που ήξερε ήταν να «πουλάει» «ζόρι» στα 17 χρονών παιδιά, όντας ο ίδιος 46 χρονών γομάρι!!!! Εεεε τον ζορίκλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά κι ασήκωτη, γεμάτη μαγκιά, συχνάζει σε λαϊκά μαγαζιά χειρίστης ποιότητας. Η έκφρασή της και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της σιγά σιγά διαμορφώνονται από την εσωτερική της διάθεση. Το βλέμμα της σκοτεινό και άγριο, χαμένο στο υπερπέραν, η φωνή της υπερμπασάτη, τα χείλια της στραβά κατά την εκφορά του λόγου (ποιου λόγου δηλαδή;), η διάθεση της βαριά και η θηλυκότης της....υπό... υπό το 0. Περπατάει και μιλάει σα μαστουρωμένη (το «σα» μου άρεσε). Την ελκύουν τα χασικλίδικα τραγούδια και χορεύει ανάλογα άσματα. Αλλά πως χορεύει; Σα μοτοσακό. Συνήθως συχνάζει στα σκυλοκωλάδικα που πάει με όμοιές της (σκοτεινοχασικλομούρες) και συνήθως τουρτουλουκιάζονται στο χορό όλες μαζί. Σα να χορεύουν αρκούδες.
Τι φταίει όμως για την κατάστασή της;
Της φταίνε τα πάντα για την κατάντια της. Της φταίει η κοινωνία, οι γονείς της, οι άντρες κι ό,τι άλλο φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Η ψυχή της μοιάζει με ένα μαγκάλι κάρβουνα που καίει. βράζει και πού και πού ανατινάζεται. Μόνιμα μιλάει για αδικίες, για πίκρες, βρίζει, αναθεματίζει κλπ. Η φάση θυμίζει ολίγον από το ποίημα («Μοιραίοι») του Κ.Βάρναλη, το οποίο επισυνάπτεται. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στο είδος των γυναικών αυτό, που μετρώνται σε **στάδια ή σε νταν***, π.χ: Αυτή είναι 3 στάδια πιο πολύ απ' τις άλλες σκοτεινοχασικλομούρες, ή αυτή είναι σκοτεινοχασικλομούρα 30 νταν). Καράτε δεν ξέρει, αλλά άμα λάχει τη ζώνη (όχι απαραίτητα μαύρη), την έχει έτοιμη, λυμένη για καυγά.

*Νταν: καμία σχέση με καράτε, ίσως όμως η διαβάθμιση αυτή προέρχεται από εκεί.

Σημείωση:Ίσως υπάρχει και είναι λογικό να υπάρχει και όρος για τον σκοτεινοχασικλομούρη.

- Πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου απόψε βράδυ;
- Πας καλά ρε μπουζουκοκέφαλε; Εκεί συχνάζουν όλες οι σκοτεινοχασικλομούρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σημασία της λέξης δεν έχει σχέση με τον Άγγλο φιλέλληνα Τζωρτζ Κάνιγκ (1770-1827), ούτε φυσικά με την πλατεία Κάνιγγος.

Η λέξη αναφέρεται στη στρατιωτική ορολογία και συναντάται συνήθως σε απαντήσεις εφέδρων και μονίμων υπαξιωματικών, αναφορικά με ερώτηση νεοσυλλέκτων για το είδος του φαγητού της ημέρας και αφορά ψαρωτική απάντηση για το φαγητό αυτό.

Ο μη μυημένος, ακούγοντας τον όρο, ξενίζεται γιατί περιμένοντας ως απάντηση ένα τυπικό είδος φαγητού σε έναν εντελώς τυποποιημένο χώρο, εκπλήσσεται. Φαντάζεται διάφορα, αλλά εις μάτην. Όταν με τα πολλά ο νεοσύλλεκτος δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει τον όρο, ρωτά και γειώνεται γιατί καταλαβαίνει πως τόση ώρα δουλευόταν. Η απάντηση που δίνεται από τον ανώτερο είναι: Κάνιγκες είναι οι πούτσες οι Αμερικάνικες.

Στον στρατό:
- Τι θα φάμε σήμερα λοχία;
- Α σήμερα μετά τα έρπινγκ και τα βαρελάκια και τις ασκήσεις ακριβείας που κάνατε, ήρθε η ώρα να φάτε φαγητό αξιώσεων. Πρέπει να δυναμώσετε για όλα αυτά που κάνετε. Θα φάτε κάνιγκες.
- Κα..Κάνιγκες το είπατε; Τι είναι αυτό; Πρώτη φορά το ακούω
- Κάνιγκες είναι οι πούτσες οι Αμερικάνικες. Χα...χα...χα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και θεωρητικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κάθε θηλυκιά ανθρώπινη ύπαρξη με αυτόν τον όρο (σε κάθε αιδοιοφορέα δηλαδή), εν τούτοις αποκαλούμε έτσι τη γκομενάρα, το πιπίνι, το έξαλλο και το προκλητικό θηλυκό. Αποκαλούμε δηλαδή έτσι τη γκόμενα της οποίας το αιδοιακό πλαίσιο υποστήριξης της αναδεικνύει τη θηλυκότητα και την κάνει αξιαγάμητη.

Το πλαίσιο αυτό αποτελεί το σασί, τη μόστρα, τη βιτρίνα, το περιτύλιγμα, το αμπαλάζ της και απαρτίζεται από οτιδήποτε η γυναίκα κουνάει, φοράει ή δε φοράει ώστε να κάνει αξιοποιήσιμο το αιδοίο της και να κάνει την ίδια αξιαγάμητη.

Η τεχνική της κίνησης της είναι καθοριστική στην προβολή της. Γιατί συμβαίνει αυτό; Aφού η εικόνα ισοδυναμεί με 1000 λέξεις και αφού η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με (25 εικόνες/δευτερόλεπτο), συνάγεται πως η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με 25.000 λέξεις/δευτερόλεπτο. Άρα η εμμονή στις σωστές τεχνικές κίνησης δίνει μετοχές στην αιδοίο φέρουσα, κάτι που οδηγεί στην αύξηση της ταχύτητας σεξουαλικών περιπτύξεων της (αριθμός σεξουαλικών περιπτύξεων/στη μονάδα του χρόνου).

Αν όμως... αν... η αιδοιο...φέρουσα καταστεί ενδιαφέρουσα, τότε μοιραία οι μετοχές της παίρνουν την κατιούσα.

- Χθες μιλάμε είχαμε πάει για πιπινοκατάσταση στο μπαρ της γωνίας.
- Πώς ήταν τα πράγματα;
- Είχε μαλάκα παρκαρισμένα αιδοιοφόρα παντού. Είχε μποτιλιάρει το σύμπαν από γκομενάκια.
- Άσε το μποτιλιάρισμα και πες μου. Έγινε τίποτα ή το μόνο που αποκόμισες από το μποτιλιάρισμα ήταν να μείνεις μπουκάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του υποκοριστικού «ευαισθητούτσικο».

Την λέξη δημιούργησε ο Σταμάτης Φασουλής στην απόδοση του θεατρικού έργου Εξ Επαφής (Closer) που είχε ανεβάσει πριν από μερικά χρόνια.

Όπως λεγόταν και στο έργο:

«μου είσαι κι ευαισθητοπούτσικο»

(από Khan, 16/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τιμή ενός προϊόντος είναι ιδιαίτερα υψηλή και δεν συμβαδίζει με την ποιότητά του, τότε χρησιμοποιούμε τον όρο «πιασοκωλιά».

- Ρε ήπια ένα καφέ στη Γλυφάδα και πλήρωσα 5€!!! Άσε, μεγάλη πιασοκωλιά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο περιπλανώμενος αυνανιστής της σύγχρονης Ελλάδας, (γεν.) μαλάκας.

Τι τρομπαδούρος, έχωσε το δάχτυλό του στην αλυσίδα του ποδηλάτου του εν κινήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επιτυχημένο μπάρμπεκιου το μενού του οποίου συνήθως περιλαμβάνει άφθονες ποσότητες κρέατος και μπύρας.

- Πώς τα περάσατε χτες τελικά;
- Άσε μαλάκα γαμηθήκαμε στη μάσα, μιλάμε για μέγα ψηστορικό γεγονός, δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας από το πολύ φαΐ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις μαμ, κακά και νάνι.
Ο τεμπέλης άνθρωπος.

- Τι δουλειά κάνει ο Μήτσος ρε συ;
- Δεν το ξέρεις; Μαμκακανανύστας με πολλές προοπτικές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified